Kύριε διευθυντά,
θα συµφωνήσω µαζί σας ότι τα 10 λεπτά που χρέωσα επιπλέον του 1 ευρώ για την αγορά των “Χανιώτικων Νέων” µε κάρτα από το περίπτερο µου είναι ένα “καπέλο” και µάλιστα “ευρύχωρο”, αφού είναι 2,5 φορές µεγαλύτερο από το κέρδος των µόλις 4 λεπτών που έχω από την πώληση της εφηµερίδας σας µε µετρητά. Το “καπέλο” όµως αυτό δεν γράφει στην ούγια -όπως παρουσιάστηκε σε δηµοσίευµα σας την 04.01.2024- “Γιάννης Αρτζουχαλτζής”, ούτε το φόρεσα εγώ στον αγανακτισµένο πολίτη που µε κατήγγειλε, βρίσκοντας βήµα στην εφηµερίδα σας. Αλλά γράφει «προµήθεια και χρεώσεις παρόχων υπηρεσιών συναλλαγής µε POS», ή πιο κατανοητά των… Τραπεζών και του Ελληνικού ∆ηµοσίου που εισέπραξαν και τα 10 λεπτά του “καπέλου” της καθόλα νόµιµης απόδειξης που εξέδωσα, αφού ενηµερώθηκε ο καταγγέλλων και για τη χρέωση αυτή και πού αποδίδεται και την αποδέχθηκε.
Όταν λοιπόν «µας φταίει ο γάιδαρος δεν κτυπάµε το… σαµάρι», βγάζοντας “λάδι” τις Τράπεζες. Και δεν κάνουµε τα πράγµατα… χειρότερα χαρακτηρίζοντας το καπέλο ως «µέσο επιβίωσης των περιπτέρων και µίνι µάρκετ», αφήνοντας την εντύπωση στον αναγνώστη σας ότι το “καπέλο” αφορά κάθε συναλλαγή που διενεργείται µέσω POS από τους µικρούς επαγγελµατίες/επιχειρηµατίες, ενώ αφορά συναλλαγές του ενός (1) ευρώ συγκεκριµένων προϊόντων (εισιτήρια, Χανιώτικα Νέα) που τα εµπορευόµαστε για να εξυπηρετούµε τον καταναλωτή. Το καπέλο, που οι Τράπεζες ονοµάζουν νόµιµη προµήθεια και χρεώσεις και επιβάλλουν στις συναλλαγές µε POS, είναι κεφαλικός φόρος για τους περιπτερούχους, όσοι αποµείναµε, αλλά και τους καταναλωτές. Και αν υποχρεούµαστε να ζητάµε, ως επαίτες, τα 10 λεπτά από τους καταναλωτές και να γινόµαστε εισπράκτορες των Τραπεζών και του ∆ηµοσίου, δεν το κάνουµε για να κερδίσουµε τα 4 λεπτά από την πώληση της εφηµερίδας, αλλά για να υποστηρίξουµε την διακίνησή της σε δύσκολους για τον έντυπο Τύπο καιρούς.
Και παρά τη προσωπική πικρία που ένοιωσα για την άδικη αντιµετώπιση που είχα από την εφηµερίδα µου, που µε δυσφήµισε και µε κρέµασε στα µανταλάκια, θα συνεχίσω να το κάνω ακόµα και µε ζηµιά µου, όταν αποκατασταθεί το όνοµα µου και η επιχείρηση µου, που δόθηκε “στεγνά” βορά στη (κακώς νοούµενη) δηµοσιότητα, µε τρόπο που εσείς θα βρείτε και θα µε καλύπτει.
Γιάννης Αρτζουχαλτζής