Ο αγωγός East Med που σχεδιάζεται να μεταφέρει φυσικό αέριο από τα κοιτάσματα του Ισραήλ και της Αιγύπτου στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας είναι τεχνικά εφικτός και οικονομικά βιώσιμος, καθώς το κόστος μεταφοράς είναι συγκρίσιμο σε σχέση με τις εναλλακτικές επιλογές διοχέτευσης του αερίου προς τις αγορές της Δύσης.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις μελέτες των οίκων IHS, Intec SEA και C&M Engineering για τον αγωγό, που παρουσιάζει το ΑΠΕ, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό της IGI Poseidon, (θυγατρικής εταιρίας της ΔΕΠΑ και της ιταλικής Edison η οποία προωθεί το έργο).
Παράλληλα «τρέχουν» οι εξελίξεις για τον αγωγό σε πολιτικό επίπεδο καθώς τον Απρίλιο προγραμματίζεται τετραμερής υπουργική συνάντηση στο Ισραήλ στην οποία πρόκειται να συμμετάσχει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης και οι ομόλογοί του από την Κύπρο, το Ισραήλ και την Ιταλία προκειμένου να εξετασθούν οι εξελίξεις και να δρομολογηθούν τα επόμενα βήματα για τον αγωγό. Ήδη σε ανάλογη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο στη Ρώμη είχε αποφασιστεί η σύσταση ομάδας εργασίας για την παρακολούθηση της προόδου του έργου.
Η τεχνική και οικονομική βιωσιμότητα του αγωγού αμφισβητήθηκε από ορισμένους ομιλητές στο συνέδριο «Athens Energy Forum» που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα. Στο ίδιο συνέδριο ο πρώην υπουργός Ενέργειας Γιάννης Μανιάτης τόνισε ότι τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου μπορούν να βελτιώσουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης και να αναδείξουν την Ελλάδα σε ενεργειακή γέφυρα για νέες πηγές τροφοδοσίας ενώ σημείωσε ακόμη ότι το σχέδιο για τον East Med θα περιορίσει την υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από την Τουρκία και είναι εφικτό.
Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει από τη μελέτη «Competitive Assesment oh Supply Options for Eastern Mediterranean Gas» σύμφωνα με την οποία το κόστος για τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω του αγωγού East Med κυμαίνεται από 2,81 έως 3,5 δολάρια ανά εκατομμύριο Btu. Αντίστοιχα το κόστος για τις εναλλακτικές επιλογές που εξετάστηκαν είναι 0,97 δολ. για την μεταφορά του αερίου με αγωγό μέσω Τουρκίας και 3,65 έως 4,5 δολ. για την διοχέτευσή του σε υγροποιημένη μορφή μέσω Αιγύπτου. Στα συμπεράσματα τονίζεται ακόμη ότι οι λύσεις της Αιγύπτου και της Τουρκίας εμπεριέχουν πολιτικό ρίσκο και ότι η δεύτερη επιλογή προϋποθέτει πιθανότατα την επίλυση του Κυπριακού ενώ σε αντιδιαστολή ο αγωγός East Med είναι η μόνη επιλογή που δεν εξαρτάται από τρίτες (μη Κοινοτικές) χώρες. Το βασικό ρίσκο που συνδέεται με τον East Med είναι κατά την ίδια μελέτη το τεχνικό, ενώ το τελικό συμπέρασμα είναι αφενός ότι καμία επιλογή δεν ξεχωρίζει αλλά και καμία δεν αποκλείεται και αφετέρου ότι είναι σκόπιμο να διερευνηθούν περισσότερες από μία εναλλακτικές επιλογές.
ΣΤΟΝ ΑΘΕΡΙΝΟΛΑΚΚΟ Ο ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Σε ό,τι αφορά τα τεχνοοικονομικά χαρακτηριστικά του έργου, η αντίστοιχη μελέτη (East Med Feasibility Study» προσδιορίζει την χάραξη του αγωγού από το «οικόπεδο 12» στην Κυπριακή ΑΟΖ μέχρι τις ακτές της Ιταλίας με ενδιάμεσους σταθμούς την Κύπρο (περιοχή Βασιλικού), την Κρήτη (Αθερινόλακκος, δίπλα στην υφιστάμενη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ), τη ΝΑ Πελοπόννησο (Αγ. Φωκάς) απ’ όπου θα ξεκινά το χερσαίο τμήμα του αγωγού το οποίο θα καταλήγει στη Θεσπρωτία με ενδιάμεσους σταθμού την περιοχή Λακκόπετρα (Αχαία) και Γαλατάς (Αιτωλοακαρνανία). Το συνολικό μήκος του αγωγού από την Κύπρο έως τις ακτές της Δυτικής Ελλάδας είναι 1635 χιλιόμετρα ενώ το μέγιστο βάθος από το οποίο θα διέρχεται ο αγωγός είναι 3000 μέτρα, στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Κρήτης. Ως προς την μεταφορική ικανότητα, εξετάζονται διαφορετικά σενάρια από 10 έως 16 δις. κυβικά μέτρα ετησίως, και η βασική παράμετρος διαφοροποίησης, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, συνδέεται με την πιθανή ανακάλυψη κοιτασμάτων στη θαλάσσια περιοχή νότια της Κρήτης τα οποία θα διοχετευθούν μέσω του ίδιου αγωγού προς την Ευρώπη.
Το ύψος της επένδυσης, εκτιμάται από 5,22 έως 5,94 δις. ευρώ ανάλογα με την μεταφορική ικανότητα που θα επιλεγεί.
Σημειώνεται ότι οι μελέτες παρουσιάστηκαν σε κλειστή συνάντηση που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα, με συμμετοχή εκπροσώπων των τεσσάρων χωρών και των εμπλεκόμενων εταιριών.