Όταν ξεκίνησα να γράφω, ο Ανδρέας μου είπε ότι δεν πρόκειται να πιστέψουν οι αναγνώστες ότι έχουν συμβεί αληθινά αυτά τα γεγονότα. Ποιος είναι ο Ανδρέας, θα το δούμε στη συνέχεια.
Oμως δεν σας κρύβω ότι καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούν να γίνουν πιστευτά τέτοια γεγονότα. Διότι σήμερα οι ανήλικοι δεν αναγκάζονται να δουλέψουν για να ζήσουν, και ο σημερινός αγώνας της επιβίωσης δεν γίνεται για το ψωμί με την έννοια της λέξης.
ΑΝΟΙΞΗ 1968
Τρία μαντηλάκια ένα δεκάρικο, τρία μαντηλάκια ένα δεκάρικο, φωνάζει ο μικρός τυφλός Ανδρέας και διαλαλεί την πραμάτεια του. Έχει απλώσει ένα σεντόνι με τα μαντηλάκια του στο πεζοδρόμιο έξω από ένα μαγαζί με είδη οικιακής χρήσης στην οδό Αιόλου στο κέντρο της Αθήνας. Την δεκαετία του ΄60 δεν υπήρχαν χαρτομάντιλα, και τα μαντηλάκια ήταν χρήσιμα για όλες της γυναίκες.
Στο μαγαζί αυτό δουλεύει ο Μιχαλάκης, ένας πιτσιρικάς 14 χρονών, της ηλικίας του Ανδρέα. Τακτοποιεί και ξεσκονίζει στο πεζοδρόμιο ένα καλόγερο με κρεμάστρες, αλλά η προσοχή του είναι στραμμένη στον Ανδρέα να μην τον κλέψουν, λόγω της αναπηρίας του. Ο κυρ-Θόδωρος, το αφεντικό του μαγαζιού, έχει καταλάβει τι συμβαίνει, αλλά δείχνει κάθε μέρα συγκατάβαση για καμιά ώρα, να πουλήσει και ο τυφλός Ανδρέας την πραμάτεια του, με την επίβλεψη του Μιχαλάκη που ωστόσο ξεσκονίζει και τις κρεμάστρες.
Τρία μαντηλάκια ένα δεκάρικο, συνεχίζει να διαλαλεί ο Ανδρέας με την επίβλεψη του Μιχαλάκη. ((Ορίστε, καλέ, το δεκάρικο. Πήρα τρία μαντηλάκια, λέει μια κυρά)). Τέσσερα πήρατε, φωνάζει ο Μιχαλάκης. ((Αχ ναι; Δεν το κατάλαβα….)) Ναι, ναι, λέει ο Μιχαλάκης, ξέρω, κολλάνε στα δάχτυλα. Ευχαριστώ, Μιχάλη, λέει ο Ανδρέας και συνεχίζει.
Μιχαλάκη, έλα μέσα σε θέλω, φωνάζει ο κυρ-Θόδωρος.
Ανδρέα, πρέπει να πάω μέσα, με φωνάζει το αφεντικό.
Εντάξει, Μιχάλη, θα πάω στο μαγαζί του κυρ-Διονύση να με προσέχει ο Αντώνης.
Ο Αντώνης, παιδί κι αυτός 15 χρονών, δουλεύει σε ένα μαγαζί πιο κάτω με γυναικεία ρούχα, και επιβλέπει κι αυτός τον τυφλό Ανδρέα, όταν πάει με την πραμάτεια του στο πεζοδρόμιο του μαγαζιού. Υπάρχουν γενικά τέσσερις – πέντε πιτσιρικάδες στην Αιόλου που έχουμε αναλάβει την προστασία του Ανδρέα, γιατί διαφορετικά τον κατακλέβουν.
Πρέπει κάποιος να είναι έξω στο πεζοδρόμιο και να τον παρακολουθεί. Μια ο ένας και μια ο άλλος, να βγεί το μεροκάματο του Ανδρέα, με κίνδυνο τις κατσάδες των αφεντικών ότι αφήνουμε τη δουλειά και προσέχουμε τον Ανδρέα. Αυτό να συνεχίζεται καθημερινά με άγχος.
Το μεσημέρι, στην διακοπή του ωραρίου, μαζευόμασταν οι πιτσιρικάδες στη στοά σε ένα καφενεδάκι, και βοηθούσαμε τον Ανδρέα να ανασυνταχτεί, να μετρήσει τα λεφτά του και να βάλει μια τάξη στο εμπόρευμα για το απόγευμα, που να μπορεί να την διαχειρίζεται.
Μετά, αν φτάνανε τα λεφτά του καθενός, πηγαίναμε όλοι μαζί για φαγητό στο μαγειρείο. Αν όχι, μια δραχμή ψωμί και μια δραχμή τυρί φέτα για τον καθένα στα όρθια στη στοά. Το θαυμάσιο είναι ότι αν δεν έφταναν τα χρήματα σε κάποιον απ όλους, τότε δεν πήγαινε κανείς για φαγητό, και τρώγαμε όλοι το ψωμοτύρι. Καλό ήταν, γιατί κάναμε και οικονομία, πού ένα δεκάρικο στο μαγειρείο, και πού 2 δραχμές ψωμοτύρι, μένανε και οκτώ δραχμές οικονομία. Πίναμε μετά και από δύο ποτήρια νερό στο καφενείο της στοάς και ήμασταν κομπλέ για καναδυό ώρες!!!!
Ξαφνικά, ένα πρωινό, έξω από το μαγαζί που δουλεύει ο Μιχαλάκης και ο Ανδρέας πουλάει την πραμάτεια του, πλησιάζει ένας χωροφύλακας και πιάνει από την μια τον Ανδρέα και από την άλλη τον Μιχαλάκη, και μια και δυό στο αστυνομικό τμήμα για παράβαση του νόμου περί παραεμπορίου. Σε όλο το δρόμο, ο αστυνομικός να κρατάει από το ένα χέρι τον Μιχαλάκη και από την άλλη τον Ανδρέα. Ο Ανδρέας να σέρνεται στη κυριολεξία, γιατί από την μια δεν βλέπει και από την άλλη φορτωμένος με το άλλο χέρι την πραμάτεια και τα μαντηλάκια να σκορπίζουνε στο δρόμο.
Οι περαστικοί, να κοιτάζουν τους δυο κακοποιούς και τον (ήρωα) αστυνομικό που τους συνέλαβε, και άντε να εξηγήσεις ποιος είναι ο καλός και ποιος ο καλλίτερος. Έτσι βρεθήκαμε οι δυο πιτσιρικάδες στο αστυνομικό τμήμα, να περιμένουμε να μας απαγγελθούν κατηγορίες. Ο Ανδρέας, στεναχωρημένος για το μπλέξιμο που προκάλεσε στον φίλο του, κι εγώ να μην ξέρω τι θα γίνει.
Μιχάλη, εγώ είμαι συνηθισμένος σε αυτά, είπε ο Ανδρέας. Το πολύ πολύ να περάσω μια νύχτα στο κρατητήριο, και το πρωί η να με αφήσουν ελεύθερο με συστάσεις ή να δικαστώ. Το θέμα είναι να ξεμπλέξουμε εσένα.
Πίσω στην οδό Αιόλου, ο κυρ-Θόδωρος, που έχει χαθεί ξαφνικά ο Μιχαλάκης, ρωτάει αναστατωμένος γύρω-γύρω τους γείτονες μήπως τον είδε κανείς. Από το διπλανό μαγαζί με τα ανδρικά εσώρουχα τον ενημερώνει ο καταστηματάρχης για την σύλληψη από τον αστυνομικό. Θα μπορούσε να μην κάνει τίποτα, και όταν όλα τελείωναν να τράβαγε και μια ωραία απόλυση στον Μιχαλάκη και να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα. Όμως ο κυρ-Θόδωρος μπήκε στο μαγαζί, πήρε μερικά χαρτιά, και κατευθείαν έτρεξε στο 5ο αστυνομικό τμήμα της περιοχής.
Ο Διοικητής έχει φωνάξει τους πιτσιρικάδες στο γραφείο του και τους ανακρίνει. ((Τι θα γίνει, Ανδρέα, όλο με εσένα θα ασχολούμαστε; Τι βλέπω, προσέλαβες και τσιλιαδόρο;))
Δεν πρόλαβε να απαντήσει, και την ώρα εκείνη μπήκε στο γραφείο του διοικητή ο κυρ-Θόδωρος μαζί με τον (ήρωα) αστυνομικό που μας συνέλαβε.
(Κύριε διοικητά, ο κύριος λέει ότι είναι το αφεντικό του μικρού που συλλάβαμε, είπε ο ήρωας)).
((Κύριε διοικητά, ο μικρός είναι υπάλληλός μου, είπε ο κυρ-Θόδωρος. Δεν έχει καμμία σχέση με τον άλλο μικρό)).
((Και πως αποδεικνύεται τούτο; Ρώτησε σε άπταιστη χρήση καθαρευούσης ο διοικητής, σεβόμενος το κύρος της θέσης του)).
Ο κύρ-Θόδωρος κατέθεσε την πρόσληψη του Μιχαλάκη, το βιβλιάριο εργασίας του ως ανηλίκου, και συμπλήρωσε συνεχίζοντας την υπεράσπισή του.
((Είναι καλό παιδί εργατικό και τίμιο, κύριε διοικητά. Απλά ήταν έξω στο πεζοδρόμιο και έφτιαχνε κάτι κρεμάστρες που έχω. Δεν έχει καμμία σχέση με το άλλο παιδί)).
Καλά, καλά, είπε ο διοικητής. Δεν έχουμε κάτι εναντίον των νόμιμων επαγγελματιών. Αντίθετα τους προστατεύουμε. Μπορείτε να πάρετε τον μικρό και να φύγετε.
Έτσι φύγαμε με τον κυρ-Θόδωρο από το τμήμα, αλλά τον Ανδρέα τον κρατήσανε άλλες δυό ώρες, και όπως μου είπε μετά, του κάνανε συστάσεις να εγκαταλείψει το παρεμπόριο, το οποίο είναι η μάστιγα της οικονομίας κάθε τόπου. Επίσης του καταλόγισαν ότι αν συνεχίσει, είναι υπεύθυνος για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, και την επόμενη φορά δεν θα είναι τόσο επιεικείς μαζί του, και θα τον χώσουν για τα καλά μέσα.
Ευτυχώς απέφυγε την κατηγορία περί εσχάτης προδοσίας της χώρας και αφέθη ελεύθερος, χωρίς ούτε καν να περάσει στο βιβλίο συμβάντων, ένα τόσο σοβαρό θέμα που αποτελεί απειλή για την χώρα.
Μην σας κάνει εντύπωση το περί εσχάτης προδοσίας. Επί δικτατορίας ήταν ο ποιο εύκολος δρόμος να ησυχάσουν από κάποιον που δεν συμμορφωνότανε. Ήξερα για κλέφτες κι αστυνόμους, γιατί το παίζαμε μικροί, αλλά για μικρούς βιοπαλαιστές κι αστυνόμους, το ζούσα πρώτη φορά.
Ο Μιχαλάκης λοιπόν με τον κυρ-Θόδωρο, στο δρόμο για το μαγαζί .Έχετε περπατήσει ποτέ δεκατεσσάρων χρονών μαζί με το αφεντικό στο δρόμο, που είναι και νευριασμένο και περπατάει με γρήγορο βήμα; Δεν ξέρω, αλλά δεν σας το εύχομαι ποτέ. Αποπνέει μια αυστηρότητα που διαχέεται στον αέρα και σε πνίγει. Αισθάνεσαι αδύναμος, αναπολόγητος και σε αδιέξοδο. Από την άλλη αισθανόμουν σαν τραυματίας στρατιώτης, που τον παίρνουν από το πεδίο της μάχης για να μην μείνει αιχμάλωτος στον εχθρό.
ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1973
Ο στρατιωτικός νόμος ισχύει ακόμα στην Ελλάδα, και εγώ από Μιχαλάκης, Μιχάλης πια, υπηρετώ την στρατιωτική μου θητεία. Η πατρίδα, μου έχει εμπιστευτεί τα σιρίτια του έφεδρου δόκιμου αξιωματικού και υπηρετώ στο Γουδί, λίγο έξω από την Αθήνα. Μια μέρα έχω βγει στην Αγορά της Αθήνας μαζί με έναν φαντάρο οδηγό και μια καναδέζα (όχημα πολλαπλών χρήσεων), για τα ψώνια του στρατοπέδου. Είναι λίγο πρίν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και η παρουσία στρατιωτών στη πόλη δημιουργεί γενικώς μια αμηχανία, αλλά παράλληλα δεν παύει ο στρατός να είναι στο τιμόνι της εξουσίας.
Η καναδέζα έχει φτάσει σχεδόν στην αγορά, και ο Μιχάλης, με το ένα χέρι στο μάγουλο, κοιτάζει σκεφτικός από το παράθυρο του αυτοκινήτου την Αθήνα, την πόλη που την έχει φάει με το κουτάλι από μικρός για το μεροκάματο. Ξαφνικά ο φαντάρος που οδηγάει λέει στον Δόκιμο.
Τι γίνεται ρε Δόκιμε, εκεί; Κοιτάζω και τι να δώ; Δυό αστυνομικοί έχουν βουτήξει ένα νεαρό και τον τραβάνε. Ο νεαρός είναι ο Ανδρέας, ο Αντρίκος ο τυφλός, που έχω να τον δώ από τότε. Το φορτηγάκι εν κινήσει, αλλά εγώ ανοίγω την πόρτα, σαλτάρω από τη καναδέζα και προλαβαίνω τους αστυνομικούς. Με χαιρετάνε και τους ανταποδίδω τον χαιρετισμό. Τι συμβαίνει, αστυφύλαξ, τους ρωτάω; Οι αστυφύλακες βλέποντας το τρέξιμο που έκανα από την άλλη άκρη του δρόμου, διαπιστώνουν το ενδιαφέρον μου και μου απαντάνε.
Ο κύριος από δω κάνει παράνομο εμπόριο, μου λέει ο ένας, και θα τον πάμε στο τμήμα για τα περαιτέρω.
Ο κύριος από δω είναι αδελφός μου, τους λέω, και θα ήθελα να σας παρακαλέσω με σεβασμό, κύριε αστυφύλαξ, να τον αφήσετε να τον πάω στο σπίτι και να σας υποσχεθώ ότι δεν θα επαναληφθεί. Είδα τον ένα από τους δύο αστυνομικούς να σφίγγει το χέρι του Ανδρέα, και αισθάνθηκα στο μπράτσο μου, το χέρι του αστυφύλακα που μας κράταγε τότε και μας τράβαγε στην οδό Αιόλου όταν ήμασταν μικροί.
Έπιασα και εγώ τον Ανδρέα από το άλλο μπράτσο που κρατούσε το σεντόνι με τα μαντηλάκια, και επανέλαβα την παράκλησή μου χωρίς να γίνομαι εριστικός. Δεν επρόκειτο να τον αφήσω, και αισθανόμουνα τέτοια δύναμη που δεν τον παίρνανε από τα χέρια μου με τίποτα.
Εντάξει, κύριε Δόκιμε, είπε ο καλός αστυφύλακας, ενώ ο κακός δεν συμφωνούσε. Ο νεαρός στην διάθεσή σου και υπ’ ευθύνη σου, αλλά να τον πάτε σπίτι, γιατί την επόμενη δεν θα του τη χαρίσουμε. Αφήσανε τον Ανδρέα και φύγανε.
((Μιχάλη, εσύ είσαι;)) με ρώτησε. ((Εγώ είμαι, ρε μούτρο, του απάντησα, που γνωρίζεις τις φωνές καλλίτερα από τις φάτσες)). Και αγκαλιαστήκαμε στη μέση της Αγοράς με κλάμματα.
Ο φαντάρος που ωστόσο είχε έλθει κοντά είχε μείνει άφωνος. ((Τρόμαξα όπως σάλταρες από την καναδέζα, κύριε Δόκιμε, και φοβήθηκα μη γίνει κανένα κακό. Τι έγινε, τον γλυτώσαμε τον αιχμάλωτο;))
(Από δεκατεσσάρων χρονών με γλυτώνει, είπε ο Ανδρέας κλαίγοντας. Άσε που μου διέλυσε και το χέρι από το σφίξιμο, είπε γελώντας)).
((Τον γλυτώσαμε, στρατιώτη, τον αιχμάλωτο, τον γλυτώσαμε. Αφήνουμε εμείς τραυματίες και αιχμαλώτους στο πεδίο της μάχης;)) ((Όχι, βέβαια. Δεν αφήνουμε, κύριε Δόκιμε)). Άφησα τον φαντάρο να κάνει μόνος του τα ψώνια. Πήρα τον Ανδρέα με τα μαντηλάκια παραμάσχαλα και πήγαμε στο μαγειρείο στη στοά που πηγαίναμε πιτσιρικάδες. Φάγαμε, ήπιαμε και μισό κιλό κρασί συζητώντας την επόμενη μια ώρα.
Με προσκάλεσε στο σπίτι του και μου έδωσε και το τηλέφωνο του ψιλικατζίδικου της γειτονιάς του για να μην χαθούμε. ((Μεγαλώσαμε, ρε Μιχάλη)), μου είπε. ((Μεγαλώσαμε, είπα, αλλά είδες τι παλληκάρια βγάζει η αγορά));
Ναι, συμφώνησε, όλοι οι φίλοι βγήκανε καλά παιδιά, αλλά σας έχασα όλους, άλλοι φαντάροι, άλλοι αλλάξανε δουλειές και οι νέες γνωριμίες δεν έχουν την ίδια αγάπη όπως τα χρόνια της αθωότητας.
Ρε συ, Αντρέα, αυτή την ιστορία με εμάς τους δύο, θα την διηγούμαι για χρόνια.
Ποιος να σε πιστέψει, μου είπε, δεν γίνονται αυτά. Κανείς δεν θα σε πιστέψει.
Άντε να μαζέψουμε τωρα τα ζουμιά…. πως το καταφερνεις αυτο!!
He is too much!