Μετά από την αποτροπιαστική δολοφονία της δημοσιογράφου που ηγήθηκε της έρευνας των Panama Papers για τη διαφθορά στη Μάλτα, καθώς και τις αποκαλύψεις που ακολούθησαν, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δημοσιοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου και βρίσκεται σε εξέλιξη.
H κρίση του κράτους δικαίου στη Μάλτα κατέληξε στην κεντρική σκηνή της ΕΕ στο Στρασβούργο τη Δευτέρα (17 Δεκεμβρίου) μετά από δύο χρόνια αδράνειας για τη δολοφονία της δημοσιογράφου Daphne Caruana Galizia.
Ζητά να παραιτηθεί ο πρωθυπουργός της Μάλτας Jospeh Muscat από τις περισσότερες πλευρές σε μια ειδική συζήτηση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ). Η Μαλτέζα δημοσιογράφος βρέθηκε νεκρή από βόμβα που είχε τοποθετηθεί κάτω από το αυτοκίνητό της κοντά στο σπίτι της.
Πολλές ενέργειες καταδικαστικές έχουν γνωρίσει το φως της δημοσιότητας, τονίζουμε δε, ορισμένες που αναφέρονται στο σχέδιο ψηφίσματος, ώστε να καταδειχθεί ότι η κοινωνία μας έχει προστατευτικά θεμέλια για αποτροπιαστικές πράξεις, και θα πρέπει να επαγρυπνούμε όλοι μας, ώστε να πάψουν να επισυμβαίνουν παρόμοια γεγονότα.
Στο μεταξύ πολλά πήγαινε – έλα έχουν γίνει σε κυβερνητικό επίπεδο και για διάφορα στελέχη και υπουργούς που εμπλέκονται, και οδήγησαν τον πρωθυπουργό της Μάλτας να ανακοινώσει ότι θα παραιτηθεί ύστερα από την εκλογή ηγεσίας του κόμματος που πρόκειται να συμβεί στις 12 Ιανουαρίου 2020, λόγω της αυξανόμενης πολιτικής αναταραχής που περιβάλλει την έρευνα για τη δολοφονία.
Και παρά την ανακοίνωση της κυβέρνησης της Μάλτας για τη δρομολόγηση «δημόσιας ανεξάρτητης έρευνας σχετικά με τη δολοφονία της δημοσιογράφου στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος στη Μάλτα. Αυτό απειλεί να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημόσιους θεσμούς.
Η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης θα έπρεπε να καθιστά τους δημοσιογράφους, ισχυρούς, εν τούτοις, το περιβάλλον για τους δημοσιογράφους κρίνεται ως «ολοένα πιο εχθρικό, ιδίως για εκείνους που καταγγέλλουν κρούσματα διαφθοράς» και αυτό φανερώνει και η ατιμωρησία μετά τη δολοφονία της Μαλτέζας δημοσιογράφου. Μάλιστα οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν όλο και πιο συχνά τις λεγόμενες «στρατηγικές μηνύσεις κατά της συμμετοχής του κοινού» (SLAPP) οι οποίες στρέφονται εναντίον τους με αποκλειστικό σκοπό να εμποδίσουν την εκτέλεση του έργου τους.
Επιπρόσθετα στο σχέδιο ψηφίσματος φαίνεται ότι ασκήθηκε βία στους δημοσιογράφους, ύστερα από συνέντευξη Τύπου στο γραφείο του Πρωθυπουργού στις 29 Νοεμβρίου 2019, αφού τους απαγορεύθηκε προσωρινά η έξοδος από την αίθουσα και το κτίριο. Αυτή η έλλειψη ασφάλειας για και το συρρικνούμενο περιθώριο δράσης της κοινωνίας των πολιτών ως αποτέλεσμα παρενοχλήσεων και εκφοβισμού υπονομεύουν τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και διαβρώνουν τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Τώρα, ως προς τα αρμόδια όργανα, η «Επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση των μέτρων κατά της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας – MONEYVAL» κάλεσε τις αρχές της Μάλτας να ενισχύσουν την πρακτική εφαρμογή των μέτρων, αλλά και η GRECO, το όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της διαφθοράς, στην έκθεσή του της 22 Μαρτίου 2019, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα των δημόσιων οργανισμών που συμμετέχουν στους ελέγχους και τις διασφαλίσεις. Στο χορό μπαίνει και η Τράπεζα της Βαλέττας, η οποία, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις, φαίνεται ότι εμπλέκεται στην νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες και εγκληματικές δραστηριότητες.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στο Πρόγραμμα χορήγησης ιθαγένειας και άδειας διαμονής σε επενδυτές, δεδομένου ότι το 2019 αναφέρθηκαν τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις στις οποίες πελάτες του μαλτέζικου «προγράμματος χορήγησης ιθαγένειας και άδειας διαμονής σε επενδυτές» κατηγορούνται για σοβαρά οικονομικά εγκλήματα.
Αλλά και στον τομέα της Συνταγματική μεταρρύθμιση, αναφέρεται ότι οι εξελίξεις στη Μάλτα τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει σε σοβαρές και συνεχείς απειλές για το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης, της ανεξαρτησίας της αστυνομίας και του δικαστικού σώματος. Έτσι οδηγούμαστε στην έλλειψη κατάλληλων συνταγματικών εγγυήσεων όσον αφορά τη διάκριση των εξουσιών.