Ενα φτερούγισμα ακούγεται κι αμέσως ταξιδιάρικα περιστέρια πετάγονται από το φάκελο κάθε φορά που θα πάρω στα χέρια μου τον πόνο, τον ιδρώτα και το κατακάθι των στοχασμών ενός συγγραφέα.
Γιατί όσοι έχουν το αλυσιδωτό γονίδιο (προγόνων και φύσης το κατασκεύασμα) να κατρακυλά στο αίμα τους που τους προικίζει με την αρρώστια, ή, αν θέλετε, το πάθος να βουλιάζουν στον κόσμο τους και να απλώνουν μπροστά μας σκέψεις, στοχασμούς κι αιστήματα, μόνο αυτοί ξέρουν τον αγώνα και το μεράκι που χρειάζεται για να γράψεις και να εκδόσεις ένα βιβλίο.
Θυμούμαι, κάποτε, όταν, αδαής ον, ρώτησα ένα φίλο τυπογράφο αν είναι εύκολο να εκδοθεί ένα βιβλίο, μου αποκρίθηκε: «Το δύσκολο είναι να γραφτεί το βιβλίο. Ή έκδοση είναι εύκολη». Πολύ αργότερα κατάλαβα τι εννοούσε.
Είναι μερικοί που γιομίζουν χαρτιά μπόλικα με σαπουνόφουσκες κακόσχημες κι αμέσως τα εκδίδουν αυτοβαπτιζόμενοι, συγγραφείς. Ένας τέτοιος, άγνωστός μου, είχε την αναίδεια να μου στείλει το πρώτο (καυχούμενος ότι είχε έτοιμο και το δεύτερο) βιβλίο του. Απλά το αγνόησα και σε τηλεφωνική επικοινωνία του συνέστησα να ασχοληθεί με κάτι άλλο που πιθανόν θα τα κατάφερνε καλύτερα. Μου ‘κοψε την καλημέρα πρόσκαιρα μα γινήκαμε καλοί φίλοι μετά τις επιτυχίες στο εμπόριο. Γιατί όσο κι αν νομίζουμε ότι κάνουμε κάτι καλά, μερικές φορές παρασυρόμαστε από έναν αχαλίνωτο εγωκεντρισμό.
Όταν πάλι, κάποια φορά στην εκκλησία μου ζήτησαν να διαβάσω τον Απόστολο, δυσκολεύτηκα τόσο, που συμφώνησα με το ρηθέν: «Η ψαλτική, δεν είναι στράβωσε τα χείλη σου, ψάλε!».
Κι είμαι χαρούμενος που γνώρισα την Αθηνά Κανιτσάκη η οποία ξέρει πολύ καλά και να γράφει και να σέβεται τον εαυτό της και τον αναγνώστη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, παρά τα ανθρώπινα προβλήματα της ζωής, αγωνίζεται με μόνο στόχο την προσφορά στο οικοδόμημα που λέγεται πολιτισμός, και, δέστε, κοντά στα δέκα που έχει στο ενεργητικό της, με αστυνομική δράση, διηγήματα κι αφηγήματα, παιδική κουβεντούλα και πάντα εμπλουτισμένα με μηνύματα σημαντικά που προβληματίζουν τον αναγνώστη, μας χαρίζει σήμερα το ενδέκατο βιβλίο της.
Τούτη τη φορά μια «Τρικυμία» ποτισμένη Σαμιώτικο γλυκόπιοτο κρασί, με ικανή καπετάνισσα την ίδια που μας εξομολογείται το αυτονόητο: «…δύσκολο κι αυτό το εγχείρημα, αφού εκτός από έμπνευση θα χρειαζόταν μπόλικη μελέτη, σοβαρότητα, συνέπεια και φυσικά ατέλειωτα ξενύχτια κι αγωνίες…» εισόρμησε στο ερημητήρι μου.
Πήρα την κούπα τη σημαδιακιά που μας αναφέρει, «…μέσα στη γενική ευθυμία κατέβηκε από το ράφι μια πήλινη ¨δίκαια κούπα¨ άρχισαν να την παραγεμίζουν και να σκαν στα γέλια καθώς ξεχείλιζε κι έτρεχε το κρασάκι πάνω σε γιλέκα, πάνω σε κολάρα, ρυάκι ολόκληρο στις πλάκες τις αυλής (σ. 178…)» τη γιόμισα μαρουβά, σιγόπινα, γρηγοροδιάβαζα, κι ένιωθα στο Σαμιώτικο το χώμα το ιερό να σιμώνω, να γίνομαι ένα και να συμμετέχω πότε σε αστυνομικές περιπέτειες πότε σε γιορτές και πανηγύρια και πότε σε μυστήρια κι ερωτάδες ή πραγμένα με ιστορική και λαογραφική αξία κείμενα της Αθηνάς.
Τρία χρόνια δούλεψε, λέει, μα εγώ θαρρώ περισσότερα, για να μας παραδώσει τούτο το πόνημα υφασμένο στης παράδοσης τον αργαλειό, αφού η όλη πλοκή στο νησί του πατέρα της και του Πυθαγόρα, στη Σάμο, εξελίσσεται. Φουρτούνες και μπουνάτσες, αυγές και δειλινά, χαρές και λύπες, κύματα πότε να μάχονται τον άθρωπο να καταλύσουν και πότε γαληνέματα να σε ξεμαυλίζουν, δε μας αφήνει περιθώρια να λοξοδρομήσουμε απ’ την ανάγνωση και μελέτη του.
Κι οι μυθιστορίες ετούτες της Αθηνάς, σωστά και σφιχτά δεμένες, φέρνουν στο νου μας αυτό που κι η ίδια μνημονεύει για τον μεγάλο παραμυθά τον Αίσωπο που «έζησε στον ίδιο τόπο σαν σκλάβος την περισσότερη ζωή του». κι αναπηδάει κάπου εκεί η γλυκιά μας συγγραφέας με το αφοπλιστικό και κουρασμένο χαμόγελό της, με τον καλό της πάντα το λόγο, με τη σταθερή και καταληπτή γραφή της την πειστική, να μας σεργιανά σε βουνά, κάμπους κι ακρογιάλια με γεγονότα αναβαπτισμένα και πλουτισμένα με της φαντασίας πολυδύναμα λιθαράκια και εμπειρίες που σαν παιδί βίωσε τη δεκαετία του 1950.
Τι να πω άλλο εξόν τα συχαρίκια μου κι ευχές για καλή συνέχεια.