ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΝΙΤΣΑΚΗ
«…Προσπάθησε, με θολό βλέμμα, να διακρίνει τη νησίδα του.
Εκεί είναι, όπως πάντα, καλά ριζωμένη στον βράχο, πίσω από μια σειρά υφάλων, που οι κορφές τους εξέχουν γύρω της κυκλικά πάνω στα καλμαρισμένα νερά σα στεφάνι μαρτυρίου…
Μόνο που σήμερα κάποιος τον έχει προλάβει και κάθεται πάνω της!
Σταμάτησε να κολυμπά, έκανε να γυρίσει πίσω, αλλά στο μεταξύ τα μάτια του είχαν συνηθίσει στο μισοσκόταδο και μπόρεσε να ξεχωρίσει πάνω στον βράχο όχι άνθρωπο, αλλά κάτι που έμοιαζε με πλατύ κοφίνι ή σεντούκι!
Νάτα μας…».
Μια στιγμή ανέμελης καθημερινότητας αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι μιας απίστευτης ιστορίας. Η διαδρομή του νήματος θα συμπεριλάβει όλα σχεδόν τα σπίτια της τοπικής, νησιώτικης κοινωνίας:
«…Είναι ξεσκέπαστο, ξαπλωμένο πάνω σε ένα παχύ στρώμα από κατσικίσιο μαλλί, φασκιωμένο κανονικά. Φορά καθαρό ζιπουνάκι και κάτι γυαλίζει στο λαιμό του…».
Με το νέο μυθιστόρημά της, η πολυγραφότατη και προικισμένη συγγραφέας Αθηνά Κανιτσάκη προσθέτει ένα ακόμα ξεχωριστά ενδιαφέρον έργο της σε μια σειρά βιβλίων που φέρουν τη σφραγίδα της, τόσο ως προς τη χαρακτηριστική προσωπική γραφή της όσο και ως προς την καλαίσθητη εικαστική δημιουργία που κοσμεί το εξώφυλλο.
Η θεματική αφετηρία του μυθιστορήματος δίνει αφορμή στη συγγραφέα να ξεδιπλώσει το πολύπτυχο των λεπτών ισορροπιών σε έναν κόσμο όπου προσωπικές αυτοαναιρέσεις και κοινωνικές περιχαρακώσεις συγκλίνουν, τελικά, σε απρόσμενες εντάσεις:
«…Προσπαθεί να το σηκώσει με το σκαφίδι. Καταφέρνει να το φέρει μέχρι την επιφάνεια του νερού, ελπίζοντας πως θα επιπλέει και θα μπορέσει να το σύρει, με ασφάλεια, μέχρι την ακτή.
Σύντομα διαπιστώνει πως… μπάζει νερά!
Το γυρίζει στη θέση του κι αρπάζει το μωρό…
Αδικος κόπος…
Είναι άκαμπτο σαν πεθαμένο, ενώ κάτι σαν αλυσιδάκι κυλά απ’ τον λαιμό του και χάνεται στο νερό…».
Ένα απρόσμενο και τραγικό εύρημα φέρνει τα πάνω – κάτω στο φαινομενικά γαλήνιο μικρόκοσμο του παραθαλάσσιου οικισμού. Η αναζήτηση των απαντήσεων στα ερωτήματα που ανακύπτουν συνθέτει, παράλληλα, τις ψυχογραφίες των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών αυτού του έργου. Θαλασσόλυκοι, αγρότες και επιστήμονες, χαμογελαστές φτωχοκυράδες και τελειομανείς αρχόντισσες εμπλέκονται αίφνης στον ιστό που η Μοίρα έπλεξε, στον ίσκιο των αλμυρικιών και παρέα με τον φλοίσβο της θάλασσας, στη Σάμο με τον περιλάλητο περιβαλλοντικό πλούτο και τις πανάρχαιες ιστορικές ρίζες. Παράδοξες, αλλά και καθημερινές ανθρώπινες διαδρομές συναντώνται σε ένα κομβικό σημείο, αντιμέτωπες με το ίδιο ερώτημα καθώς ένας σταυρός με χρυσό αλυσιδάκι και μια σκάφη αναζητούν τον ιδιοκτήτη τους. Στο διάστημα αυτό η δίνη των ερευνών μετατρέπει την ανέμελη καθημερινότητα σε μια επίπονη αναμόχλευση αναμνήσεων, όπου ξετυλίγονται, σαν σε παλιές ταινίες του κινηματογράφου, εικόνες ξέθωρες ή δραματικά χρωματισμένες. Τελικά η επίφαση κάποιας ζητούμενης απάντησης θα προκύψει για να δώσει τέλος στα βασανιστικά ερωτήματα όλων. Παράλληλα, το περιστατικό που, «ως κεραυνός εν αιθρία», διέσπασε την ακινησία μιας αποτελματωμένης, για κάποιους, ζωής, θα γίνει η αφορμή για χάραξη πιο ουσιαστικής πορείας, στο φως της αγάπης και της αλήθειας:
«- Μάνα, τι θ’ απογίνω;
Απλωσαν τα χέρια η μια προς την άλλη, αγκαλιάστηκαν και έμειναν έτσι ώρα πολλή.
Η Δώρισα ένιωσε να γαληνεύει…
Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε το παιδί με τέτοιο τρόπο.
Η πρώτη φορά που την ένιωσε σαν πραγματικά δικό της άνθρωπο!
Δεν θα χρειαζόταν πια ν’ αγοράζει κάθε της χαμόγελο μ’ ακριβά παιχνίδια και φανταχτερά φουστανάκια ή βόλτες με την καλή άμαξα. Ούτε οι πληθυντικοί ευγενείας, οι φιλοφροσύνες, τα περιττά χατίρια και τα κανακέματα θα ήταν από δω και πέρα απαραίτητα.
Ήταν μια πραγματική μάνα με το παιδί της σε μια δύσκολη στιγμή…».
Φρεσκάδα και χυμούς ζωής αποπνέει και αυτό το μυθιστόρημα της Αθηνάς Κανιτσάκη, στο οποίο εντυπωσιάζει, επίσης, η αφηγηματική δεξιοτεχνία. Η δύναμη και ο πλούτος των εικόνων που συνθέτει ένας αβίαστος και χαρισματικός λόγος καθηλώνουν ευχάριστα τον αναγνώστη. Διακριτικές ψηφίδες συνθέτουν, παράλληλα, μια ακόμα ιστορική και κοινωνική πραγματεία με αναφορά σε δύσκολα χρόνια, όπου, όπως συμβαίνει πάντοτε, ο μόχθος και τα οράματα των ανθρώπων κράτησαν ζωντανή την Άνοιξη σε χαμόσπιτα και ασβεστωμένες αυλές.