Δεσποινιό ετοίμαζε σιγά – σιγά το φαΐ να φάμε, ώσπου κι εγώ να αποκάμω και τσι τελευταίες δουλειές μου, για θα πάω στο καφενείο ύστερα. Θα μιλήσουνε μου ‘πανε ούλοι οι υποψήφιοι, και θέλω να τσ’ ακούσω ήντα πάλι θα ξεφουρνίζει ένας – ένας. Τροζάδες, τα ίδια και τα ίδια δεν αλλάζει πράμα όσο μεγαλώνω απογοητεύομαι απ’ ούλους. Παππούδες κοπέλια και εγγόνια ίσια ούλοι τα ίδια λένε και ξελένε. Κληρονομικά τα τροπάρια είναι όντε σιμώνουνε οι ψήφοι με διπλοχαιρετούνε και με ρωτούνε και για ούλη τη φαμελιά μας. Απής και πάρουνε τη καρέκλα ανοίγει η γης και τσι καταπίνει. Κι απ’ αλάργο κιαμιά φορά ανε με δούνε φεύγουνε και κάνουνε τσ’ αδιάφορους πως δε μ είδανε. Δε μπορώ να νιώσω ήντα βάνουνε στο νού ντωνε. Θαρούνε πως θα τσι ’χουμε πετσί σομάρι πάντα μας. Μπρε Αντωνιό μου στσ’ άλλους, ψήφους δε μ’ άφηνες να ψηφίσω το σύντεκνό του συντέκνου μας γιατί ο δικός σου, σου υποσχέθηκε πως εδά εγκάψανε ούλα τα θα και τα θα μαζί με τα ψώματα που ήτονε στο νου. Κι ευτός εγίνηκε χειρότερος με τη παρέα ντου απ’ τσ’ άλλους που εγκάτζανε. Πάρε μη ξεχάσεις τ’ αυγά που σου ‘χω στο τραπέζι να πλερώσεις μπάρε μου το καφέ που θα πιεις, εδά που γεννούνε ακόμης οι όρθες κι ας τα κουζουλίστηκα που μου λέει και με τροζαίνεις κι εμένα. Θαρρώ πως τον όφη θωρείς και το σερμό ντου δε θωρείς. Ευτοί ούλοι ντωνε συνορίζουντε κι άλλο πράμα δε λένε πέρα πόδες ποιός έφαε μα και θα φάει τα περισσότερα απού τσι πάχνες που των έγεμίζουμε με τσι κόπους των χεριών μας κάθε φορά και με το ψήφο που τονε δίνουμε. Ήθελα και να κάτεχα άντρα μου που παραδίνουνε τη ψυχή ντωνε ούλοι ετούτοινα που πάνε χορτάτοι στον άλλο κόσμο. Τωνέ κάνει ο Θεός κι εκιά χατίρια; Τσι βάνει σε πια καλό τόπο για να καλοπαιρνούνε κι εκειδά κι ανε κάνει τούτηνά την αδικία κι εκειά ο Θεός θα του ’χω παραπόνεση αιωνίως μου. Οι πλια απ’ ούλους στσι πάχνες με τα καλολοΐδια πέφτουνε με τα μούτρα και δε χορταίνουνε με πράμα κι ας ήτονε στενόντεριασμένοι.
Αχι μωρέ Αντωνιό αδέ κηδέψουμε το κάθε πράμα πως θα ζήσουμε; Είδες κιαμιά φορά εσύ να μα σε συμπαρασταθεί κιανείς απού ετούτους σας ούλους σε καμιά ανάγκη μας; Όπου και να τσι ψάχναμε ευτοί ήτονε εξαφανισμένοι. Η κοιλιά μου δε βάνει άλλα θα… και θα… Εμπούχτισα. Παιδιά Θε μου και τόσονα παραδοβρόχι που τονε δίνω για σύνταξη, ήντα θα γενεί μα και θα γενώ; Θαρρώ πως έτσιδά ούλοιντονε που λαλούνε θα με κάμουνε και διακονιάρη στα στερνά μου. Δεσποινιώ για στάσου δα γάλι-γάλι σε γροικώ τόσηνα ώρα, του νου σου να παραμιλείς και συλογούμαι πως άλλα μαγερεύσουμε εγώ κι εσύ στο τσικάλι μας κι άλλα μας σε μαγερεύσουνε ευτοί. Διάλε τσ’ απολιμάρους ντονε α δεν είναι στο νου τα ό,τι κάνουνε ούλοι εκείνοι να που δε σταματούν να γούζιουνται σα τσι τροζούς και να κατηγορεί ο γης τον άλλον τωνε. Χωρίς να λένε και κιαμιά αλήθεια να κατέμε κι εμείς στην υστεριά ποιο θα σταυρώσουμε, πριχού μας σταυρώσουνε κι ετούτη τη φορά, που θαν έρθουνε…