Χωρίς φαΐ, χωρίς νερό,
ζει ο άνθρωπος.
Χωρίς ελευτερία δε ζει.
Ν. Καζαντζάκης
Ανοιξα το παραθύρι κι οι νιόβγαλτες αχτίνες με τυφλώσανε.
Εκεί, ανάμεσα τα γρανιτένια βράχια της ρεματιάς, που σμίγουν δυο οροκορφές που στέκουν ακοίμητοι φρουροί στον τόπο μας, ίσα που ξεπρόβερνε ένα λαμπερό τριγωνάκι του ήλιου. Ρούφηξα με λαιμαργία παγωμένο και ζωογόνο τον αγέρα, άφηκα να με τυφλώσουν τούτες οι ροδόχρωμες αχτίνες κι έκανα το σταυρό μου στο ξωκλήσι του Άι Λια που δεσπόζει στην παραδίπλα βουνοκορφή.
– Θε μου, ψιθύρισα, σ’ ευχαριστώ που είμαι ζωντανός κι υποδέχομαι μια ακόμα καινούργια μέρα.
Κι ήταν η ώρα που με ξάφνιασε το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
– Ποιος νάναι τέτοια ώρα, αναρωτήθηκα κι είδα τη γυναίκα μου να με κοιτά τρομαγμένη.
– Ο αδερφός σου δεν άντεξε άλλο. Υπέκυψε, ακούστηκε ανατριχιαστική η φωνή της γυναίκας του.
Κλονίστηκα, χάθηκαν ήλιος ρεματιές και κορφοβούνια με δυσκολία έβγαινε η ανάσα μου, δάκρια αυλακώνανε τα μάγουλά μου κι ο αγώνας μου, να κρατήσω την ψυχραιμία μου να πάω να τον αποχαιρετήσω. Μου στάθηκε η συμβία μου, σε χρόνο μηδέν βγάλαμε εισιτήρια, έκλεισα πορτοπαράθυρα, η χειραποσκευή έτοιμη κι ως έμπαινα στην πόρτα του αυτοκινήτου, είδα τον Κρητικό μας Ιχνηλάτη, τον απόγονο αυτής της αρχαίας Κρητικής φυλής κυνηγόσκυλου, την Κύρα, να στέκει περίλυπη σε μιαν άκρη, η ουρά ακίνητη, τα άλλοτε τσιτωμένα αυτιά μαζωμένα στο κρανίο και τα μάτια της υγραμένα. Το ένστικτό της, αλάνθαστο, της έδωσε την βεβαιότητα ότι κάτι κακό συνέβαινε στον αγαπημένο της αφέντη.
Το μόνο που μπόρεσα να κάνω, ήταν να της δώσω ένα κομμάτι κρέας που βρέθηκε στο ψυγείο. Μα αυτή, το κοίταξε αδιάφορη, δεν το άγγιξε και μόνο εμάς έβλεπε περίλυπη, μαζωμένη σε μια γωνίτσα. Μια καλή γατούλα που είναι φίλη της, πέρασε, δεν το έφαγε κι αυτή, από φόβο, κι έφυγε. Η Κύρα με το μουσούδι της στεγνωμένο, κοίταγε ανίκανη να βοηθήσει κι είχε γίνει ένα με τη θλίψη. Πλησίασα, την χάδεψα, γύρισε αυτή, έγλειψε το χέρι μου, έβγαλε μια σιγανή φωνούλα, κάτι σα μοιρολόγι και διπλώθηκε ξανά, γίνηκε ένα κουβάρι. Ούτε στην εξώπορτα δεν ήρθε να μας καταβοδώσει όπως συνήθιζε. Μας κοίταγε να απομακρυνόμαστε.
Εκεί τη βρήκαμε μετά από δυο μέρες που γυρίσαμε. Μες τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει και με ξεραμένα δάκρυα στα μάτια,. Ως μας είδε, τινάχτηκε απάνω, τσίτωσε τα αυτιά, κουνούσε την ουρά της δαιμονισμένα, σκαρφάλωνε στην σιδερένια καγκελόπορτα και με γαβγίσματα αγάπης προσπαθούσε να μας υποδεχτεί. Να μας δείξει τη συμπόνια και την αγάπη της. Και να δεις, γινόταν ένα με την πόρτα, έκανε σαν τρελή και μου μιλούσε. Ναι. Δεν γάβγιζε. Έβγαζε ήχους χαράς σαν τα μικρά παιδιά που ακόμα δεν μπορούν να αρθρώσουν σωστά τις λέξεις.
Μόλις ξεκλείδωσα, σαΐτα γίνηκε, πετάχτηκε ορμητικά έξω, δεν κρατιόταν, πηδούσε απάνω μου κι ήθελε να με αγκαλιάσει. Της έδωσα ένα μικρό παξιμάδι που είχα γι αυτήν στην τσέπη μου, το πήρε στο στόμα, δεν το έφαγε μα το άφησε χάμω. Ήθελε πρώτα να σκαρφαλώσει απάνω μου, να φιλήσει τα χέρια μου και δεν ησύχασε παρά μόνο όταν με φίλησε και στο μάγουλο. Και στα δυο μάγουλα. Μετά έκανε μια μπουκιά το παξιμάδι κι έτρεξε να υποδεχτεί τη γυναίκα μου, η οποία όμως φορούσε μαύρα, δεν ήθελε «περιπτύξεις» μαζί της μην και γεμίσει άσπρες τρίχες.
Αυτό με υποχρέωσε, με βαριά καρδιά, να την δέσω η οποία μελαγχόλησε.
Για να απαλύνω την πικρία της πήγα μέσα, βρήκα ένα καλό μεζέ στο ψυγείο, της τον έδωσα. Κι αυτή, ρε παιδιά, στην τιμή μου, δεν γύρισε να τον δει παρ’ ότι ήταν δυο μέρες νηστικιά. Το έφαγε, με μεγάλη βουλιμία, μόνο όταν την έλυσα και ξαναβρήκε την ελευτερία της. Και φυσικά μετά από δυο πήδους επάνω μου κι αντίστοιχα χειροφιλήματα.
Και σκεύομαι, φίλοι μου αγαπημένοι, ποιος από μας θα φερόταν με τόση πίστη κι αγάπη για τον συνάθρωπό του, ή για τον άνθρωπο που έχει την ευθύνη της ύπαρξής του;
Κι ακόμα τριβελίζουν στο μυαλό μου τα σοφά λόγια του Καζαντζάκη:
Χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, ζει ο άνθρωπος. Χωρίς ελευτερία δε ζει.
*gkamvysellis@yahoo.gr