Η τεράστια γεωργική ποικιλομορφία θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο της πολιτικής της ΕΕ, καθώς αποτελεί ένα σημαντικό διακριτικό γνώρισμα έναντι των εμπορικών της εταίρων και μεγάλων ανταγωνιστών της όπως Κίνα, Ρωσία, Καναδάς, ΗΠΑ κ.α. Αυτό επισημαίνει ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Αθανάσιος Τσαυτάρης, ο οποίος μίλησε στο ΑΠΕ ΜΠΕ για την πρωτοβουλία της Ελληνικής Προεδρίας με τίτλο «aGRidiversity», που εκτός από τη διαφύλαξη και την προώθηση της γεωργικής ποικιλομορφίας, στοχεύει στην ανάδειξη και προώθηση της συμβολής της γεωργίας στην μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ευρωπαϊκής οικονομίας, κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Εκτιμώντας, λοιπόν, ότι η γεωργική ποικιλομορφία είναι θεμελιώδους σημασίας για την μακροπρόθεσμη βιώσιμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, τη θέτει ως μοναδικό θέμα συζήτησης στο άτυπο Συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας της ΕΕ που διεξάγεται στην Αθήνα, με την παρουσία του Επιτρόπου Γεωργίας.
«Είναι το μοναδικό θέμα», αναφέρει ο κ. Τσαυτάρης, «που θα συζητήσουν οι υπουργοί αυτό το διήμερο. Είδαμε ότι η ποικιλομορφία των κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών, η ποικιλομορφία της παράδοσης και του πολιτισμού της Ευρώπης, αντανακλάται στα ποικίλα παραγωγικά συστήματα της. Δηλαδή, το παραγωγικό σύστημα ενός μικρού νησιού, δεν είναι ίδιο με το παραγωγικό σύστημα του κάμπου της Θεσσαλίας, ή της Γερμανίας δεν είναι ίδιο με τα Αλπικά βουνά της Αυστρίας, ή τις παραλίμνιες δασικές εκτάσεις της Φινλανδίας. Αποτέλεσμα; Έχουμε πολλά και ποικίλα, εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα. Το ίδιο παρεμπιπτόντως ισχύει σε εθνική κλίμακα για την ποικιλομορφία των προϊόντων της χώρας μας. Θα έλεγα ότι η Ευρώπη είναι μια μεγάλη Ελλάδα. Αυτή είναι μια ουσιαστική διαφορά της Ευρώπης έναντι των εταίρων της διεθνώς. Αν σας ζητήσω για να ονοματίσετε δέκα προϊόντα, της Κίνας για παράδειγμα, με το ζόρι θα πείτε ένα-δυο. Αν σας ζητήσω το ίδιο για την Ευρώπη, γρήγορα θα πείτε τα κρασιά της, τα λάδια, τα τυριά, τα αλλαντικά, τα μακαρόνια, τα ψωμιά, τα φρούτα της κ.α.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι ο γεωργικός τομέας δίνει σήμερα μια σημαντική ευκαιρία ανάπτυξης και ήδη διαπιστώνεται σε κοινοτικό επίπεδο μεγάλη στροφή προς αυτόν, όπου όχι μόνον οι χώρες του Νότου αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης πραγματοποιούν σοβαρές επενδύσεις. Είναι, εξάλλου, ο μόνος τομέας στον οποίο η Ευρώπη είναι σημαντικά ανταγωνιστική. Μην ξεχνάμε ότι εκτός από μεγάλος εισαγωγέας τροφίμων, η Ευρώπη είναι και σημαντικός εξαγωγέας με τον 23% της παραγωγικής της διαδικασίας να κατευθύνεται σε άλλες αγορές».
Κατά συνέπεια το ζητούμενο σήμερα, όπως επισημαίνει ο κ. Τσαυτάρης, είναι πώς αυτή η ποικιλομορφία των παραγωγικών συστημάτων που αντανακλάται και στα προϊόντα της Ευρώπης θα μετατραπεί σε στρατηγικό της πλεονέκτημα.
«Εμείς σαν Προεδρία στον τομέα μας», αναφέρει ο κ. Τσαυτάρης, «θέσαμε ως προτεραιότητα την οριστικοποίηση του κανονιστικού πλαισίου της νέας ΚΑΠ και ο πρώτος κανονισμός που φροντίσαμε να ολοκληρωθεί αφορά στην υποστήριξη της διακίνησης και της εξωστρέφειας των ποιοτικών της προϊόντων με τετραπλασιασμό των κονδυλίων που αφορούν στην κατεύθυνση αυτή. Και μάλιστα είναι η πρώτη φορά που περνά κανονισμός στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα σε μόλις δυόμιση μήνες.
Επίσης, φέραμε κανονισμούς που αφορούν στη βιολογική γεωργία και στην πιστοποίηση των ποιοτικών προϊόντων. Όλα αυτά αποτελούν σπουδαία εργαλεία για την ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του ευρωπαϊκού πρωτογενούς τομέα, της μεταποίησης και παραγωγής τροφίμων. Ο τομέας παραγωγής τροφίμων στην Ευρώπη είναι ο πιο σημαντικός παραγωγικός τομέας, ο πρώτος σε αξία εξαγωγών και ο μόνος με συνεχή ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια παρά την κρίση, σε αντίθεση με το βιομηχανικό, τον ενεργειακό και άλλους τομείς που δέχονται την έντονη πίεση από τους ανταγωνιστές της».
Έρχεται πιστοποίηση για τα «παραδοσιακά» προϊόντα
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων υπογραμμίζει, επίσης, την έμφαση και την υποστήριξη που δίνει στην ποιότητα η Ευρώπη, η οποία προς τούτο έρχεται να υιοθετήσει τρία νέα σήματα.
«Μέχρι σήμερα είχαμε τα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, τα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης, τα προϊόντα των Βιολογικών Παραγωγών. Τώρα, έρχονται τρία νέα σήματα, που ειδικά για την Ελλάδα μιλώντας, μπορούν να αποτελέσουν σημαντικά εργαλεία για την ενίσχυση της αξίας τόσο των προϊόντων της, όσο και των εξαγωγών της.
Το πρώτο σήμα αφορά στα Προϊόντα της Ορεινής παραγωγής, το δεύτερο σήμα στα προϊόντα της Νησιώτικης παραγωγής- που μπορεί να είναι μικρής ποσότητας αλλά ιδιαίτερα και ποιοτικά- και το τρίτο σήμα αφορά στα Παραδοσιακά Προϊόντα της Ευρώπης. Εκεί είμαστε τώρα, να ορίσουμε τι είναι «παραδοσιακό». Για μας παραδοσιακό είναι κάτι που το φτιάχνουμε και το καταναλώνουμε χίλια χρόνια. ‘Αλλοι λένε το όριο να είναι εκατό ή πενήντα χρόνια. Ανεξάρτητα από το που θα είναι το όριο, δεν υπάρχει κανένας που να έχει πιο παραδοσιακά προϊόντα από την Ελλάδα. Και βεβαίως, το εν λόγω σήμα μπορεί να συνδυαστεί και με άλλα σήματα.
Τίποτα δεν αποκλείει ένα τυρί στο Μέτσοβο, να είναι και Ορεινό, και ΠΟΠ και Παραδοσιακό και θα μπορούσε να είναι και Βιολογικό εφόσον τηρούνται οι απαραίτητοι κανόνες. Θα μπορούσα να δω τα προϊόντα μας με 4-5 Σήματα ποιότητας επάνω. Γι’ αυτό λοιπόν και επιμένω ότι πρέπει να επενδύσουμε στην ποιότητα και στην προστιθέμενη αξία που αυτή προσφέρει. Οι εξαγωγές αγροτικών μας προϊόντων καλύπτουν το 30% του συνόλου των εξαγωγών και καθώς τα όρια των παραγόμενων ποσοτήτων είναι περιορισμένα, το στοίχημα είναι να αυξήσουμε την αξία των εξαγωγών μας και τούτο μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω της ποιότητας της πρώτης ύλης αλλά και την προστιθέμενη αξία στη μεταποιητική αλυσίδα πριν τις εξαγωγές. Και να μην ξεχνάμε ότι αυτή η ποικιλομορφία διασφαλίζει τη βιωσιμότητα έναντι των όποιων αλλαγών του περιβάλλοντος και φυσικά την κοινωνική βιωσιμότητα ως μια μεγάλη δεξαμενή απασχόλησης για μια μεγάλη «γκάμα» επαγγελμάτων».
Η ΚΑΠ ως μοντέλο κοινής πολιτικής στην Ε.Ε.
Ο κ. Τσαυτάρης πιστεύει ότι η φιλοσοφία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που αποτελεί την μόνη κοινή πολιτική στην Ευρώπη με μακροχρόνια διάρκεια, δύναται να αποτελέσει υπόδειγμα και για άλλους τομείς στην ΕΕ, τώρα που αυτή ψάχνει τα επόμενα βήματα ενοποίησής της στο δημοσιονομικό, διπλωματικό, εκπαιδευτικό, πολιτιστικό, τουριστικό τομέα, τον τομέα υγείας κ.ά.
«Με την Κοινή Αγροτική Πολιτική η ΕΕ διατήρησε κάτι κοινό χωρίς να σβήσει τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Τώρα που η Ευρώπη ψάχνει τα επόμενα βήματα ενοποίησής της, θα μπορούσαμε κατά τα πρότυπα της αγροτικής πολιτικής, να δούμε πως θα έχουμε μια κοινή πολιτιστική πολιτική ή μια κοινή εκπαιδευτική πολιτική, εξασφαλίζονται το «κοινό», το «ομαδοποιημένο», χωρίς να καταργήσω γλώσσες ή πολιτισμούς».
Το τρέχον άτυπο συμβούλιο υπουργών Γεωργίας, όπως τονίζει ο κ. Τσαυτάρης, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, με σχεδόν 40 εκπροσώπους ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης να βρίσκονται στην Ελλάδα για την παρακολούθηση των εργασιών του. Ενδιαφέρον, το οποίο μεταξύ άλλων πηγάζει κι από την γενικότερη στροφή προς τον αγροδιατροφικό τομέα που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη.
Αύριο Δευτέρα, στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται, οι υπουργοί Γεωργίας και οι εκπρόσωποι του Τύπου θα επισκεφθούν μια ελληνική επιχείρηση, την Apivita, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των ποικίλων προϊόντων της Ευρωπαϊκής γεωργίας, αλλά και της σύνδεσης του πρωτογενούς τομέα με την μεταποίηση και την παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας ανταγωνιστικών προϊόντων, καθώς και την εξωστρέφεια των προϊόντων αυτών σε όλο τον κόσμο. Το άτυπο συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας της ΕΕ θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, το μεσημέρι της οποίας έχει προγραμματιστεί να παραχωρηθεί συνέντευξη τύπου.
Η ποικιλομορφία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραχώρησε στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Αθανάσιος Τσαυτάρης, ο γεωργικός τομέας και οι βιομηχανίες αγροδιατροφής αντιπροσωπεύουν σήμερα 46 εκατομμύρια θέσεις εργασίας το 6% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ και το 24% περίπου των εξαγωγών της. Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις ανέρχονται σε 12,2 εκατ., από τις οποίες τα 6 εκατ. αφορούν σε πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις με λιγότερο από 2 εκτάρια σε μέγεθος, που καλλιεργούν το 2,5% του συνόλου των γεωργικών γαιών. Οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις αποτελούν το 2,7% του συνόλου των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, με πάνω από 100 εκτάρια σε μέγεθος, που καλλιεργούν το 50,2% των γεωργικών εκτάσεων. Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζεται επίσης στο οικονομικό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων: υπάρχουν 5,5 εκατομμύρια εκμεταλλεύσεις (44,6 %), οι οποίες είχαν ετήσιο εισόδημα σταθερά κάτω των 2.000 ευρώ. Πολλές γεωργικές εκμεταλλεύσεις με έκταση μικρότερη από 2 εκτάρια, μπορούν να χαρακτηρίζονται ως γεωργικές εκμεταλλεύσεις ημι-αυτοσυντήρησης, πράγμα που σημαίνει ότι πάνω από το 50% της παραγωγής τους καταναλώνεται στην ίδια τη γεωργική εκμετάλλευση.