Κι είναι οι σιωπές, παλιές αμαρτωλές, π’ ακόμα αναστοράσαι. Με δάκρυ η ψυχή αιμοραγεί. Κάτω από χίλιους χειμώνες. Και Άνοιξη καμμιά. Είπες πως θα ‘ρθεις. Μα δε σε πίστεψα. Και συνέχισα να μετρώ, των στιγμών τα πεθαμένα φύλλα. Και μοιάζω πολεμιστής εξόριστος. Για μιάν αγάπη. Χαμένες νύχτες των φεγγαριών του Έρωντα. Στο γύρισμα των καιρών σ’ έψαξα. Σα τσιγγάνα λεφτεριά, πήγες αλλού. Και ‘γω, σα Δροσουλίτης, έρχομαι καβαλάρης. Στα κάστρα της θύμησής σου. Κάθε που νυχτώνει. Κάθε που χαράζει. Κι είσαι παλιό χειρόγραφο, με απαγορευμένα λόγια. Καταχωνιασμένο ποιός ξέρει πόσους αιώνες. Πόσες στιγμές. Και πόσες σιωπές. Που εγώ το βρήκα. Μα δε τόλμησα να το νιώσω. Μα δε τόλμησες να το νιώσεις μήτε εσύ. Κι έτσι το ‘κρυψες στα τρίσβαθα παλιών ρεμπέτικων. Που μιλούν για χαμένες αγάπες. Σα χαμένες πατρίδες. Στην άκρη των δρόμων. Στην άκρη της νύχτας. Στην άκρη των καιρών και των πόθων. Που μοιάζουν, παλιό μινόρε πανωφόρι, της σκέψης. Τσιγγάνα λεφτεριά σε ποιές υπόγειες φωτιές θα σε βρω. Πες μου. Είναι τα φεγγάρια ανάποδα. Θα ‘ρθει κρύο και καταιγίδα. Και ‘συ τσιγγάνα λεφτεριά, θα συνεχίσεις να κοιμάσαι κάτω από γυμνούς ουρανούς. Θα τριγυρνάς από τόπο σε τόπο τραγουδώντας. Κι έχει πολλούς τόπους η καρδιά. Και πολλά τραγούδια να πεις ακόμα.
Αγαπητοί φίλοι κι αναγνώστες ων “Χ.Ν.”, τό’ χω πει κι ομολογήσει πολλές φορές πως είμαι ανίδεος με την ποιητική τέχνη, κι ας νομίζω ότι την καταλαβαίνω: ΩΣΤΟΣΟ, εδώ και καιρό, η λυρική κι άκρως στοχαστική ποίηση της κυρίας Όρσας Δρετάκη -παρά την παραξενιά και το δυσνόητο των νοημάτων της- πάντα εκφράζει κι αντανακλά μίαν υπερευαισθησίαν που ταρακουνά συθέμελα πνεύμα και συνειδήσεις.
-Από την άλλη μεριά, πάλι, ο νους και η καρδιά μου [συναίσθημα-ηθική] ανήκει στην ηρωική στρατιά των φτωχών, των βασανισμένων και δυστυχισμένων ανθρώπων του λόγου και της ποίησης, που βυθίστηκαν μέσα στον εαυτό τους και την αληθινή κι ανυπόκριτη αγάπη και ζωή κι έγραψαν αριστουργήματα που ξεφύτρωσαν από τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς τους.
-Ποιούς να πρωτοθυμηθώ; Τον δυστυχή Κώστα Κρυστάλλη, τον Παπαντωνίου του βουνού και της στάνης, τον αλήτη Βερλαίν, ως τον Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε [αυτόν τον πεισιθάνατο λυρικό στοχαστή του Θεού και του θανάτου, τον υπερευαίσθητο άνθρωπο της μελαγχολίας, του ψυχικού καμάτου, που όλη του η ζωή ήταν κυκλωμένη με το πιο πικρό αίσθημα μιας ατελείωτης οδύνης…], αλλά και τον δικό μας πολύ μεγάλο ποιητή Γιώργη Μανουσάκη ως και την άφθαστη Κική Δημουλά [ Να μου χάριζες μιάν ανταπόδοση, για δυο-τρεις μέρες μιάν αγάπη….] για να φτάσω στον ανεπανάληπτο δάσκαλο, λαογράφο, συγγραφέα και ποιητή από τα ριζά των “ΛΕΥΚΩΝ ΟΡΕΩΝ” τον Ευάγγελο Κακατσάκη, του οποίου το ιδιαίτερα θεόπνευστο πόνημά μου “ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ” συγκινεί βαθύτατα τον λαό μας τόσο πολλά χρόνια!!… Τα θερμά μας συγχαρητήρια με τις καλύτερες ευχές για καλό Πάσχα. Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ
Συγγνώμη, παρ’ ολίγο να οικειοποιηθώ με το “μου” το σπάνιο κι αριστουργηματικό πόνημα του φίλου Ευάγγελου Κακατσάκη. Μην τα ρίχνουμε όλα στον δαίμονα του τυπογραφείου!!.. Γερνάμε και δεν το καταλαβαίνουμε….. Με εκτίμηση Γ. Καραγεωργίου
Ευαίσθητη και καλή η γραφή σας!
Καλό Πάσχα!
ΝΟΤΕ: “Να μού δάνειζες…”, όχι να μού χάριζες: Πάλι έκανα το λαθάκι μου!… Βέβαια, όσον αφορά την …. αγάπη, είτε την δανείζεις είτε την χαρίζεις τό ίδιο είναι. ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, η αξεπέραστη Κική Δημουλά, αναφέρεται κι εκφράζει την … άνευ ελεημοσύνης ΑΓΑΠΗ, δηλαδή την αληθινή κι αυτοθυσιαστική με την συντριβή του εγωκεντρισμού μας και το δόσιμό μας στο αγαπώμενο πρόσωπο. Υπάρχουμε, γιατί αγαπούμε: οι άλλοι είναι η ζωή μας!!… ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΠΑΣΧΑ και ή Έμπονη ΑΓΑΠΗ ας οδοιπορεί μαζί μας. Γ. Καραγεωργίου ΧΑΝΙΑ