Καλά και κακά νέα είχε η ομιλία του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα απόψε στην Ακαδημία Αθηνών. Ο ίδιος τόνισε ότι μετά από ένα χρόνο με τον κορωονοϊό, συνεχίζουμε να ζούμε με αρκετές αβεβαιότητες.
«Είναι μία πανδημία που έχει κουράσει τους πάντες και κυρίως τον κόσμο που πλέον δυσκολεύεται να εφαρμόσει τα μέτρα» είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι «μόνο βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε για την πανδημία», καθώς η πορεία της, εξαρτάται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες και τη συμπεριφορά μας. Μιλώντας για το δείκτη Rt και τα μοντέλα επιδημιολογικής επιτήρησης στη χώρα μας , είπε ότι «αν φτάσει στο 1,1 μπορεί να φτάσουμε και τις 1000 κλίνες ΜΕΘ τον Μάιο» για ασθενείς COVID -19 σύμφωνα με τις προβλέψεις.
Το γεγονός ότι «η πιθανότητα θανάτου σε όσους έχουν μολυνθεί δεν μπορεί να προσδιοριστεί, είναι άλλη μία αβεβαιότητα», τόνισε στην διαδικτυακή ομιλία του ο καθηγητής και πρόσθεσε ότι στην Ευρώπη , αυτή την ώρα, πολλές χώρες βρίσκονται στο τρίτο ή και στο τέταρτο κύμα της πανδημίας.
Στη χώρα μας εξήγησε ότι αυτή την περίοδο προσβάλλονται από κορονοϊό , περισσότερο τα άτομα από την ηλικιακή ομάδα 20 έως 50 ετών, τον πιο ενεργό πληθυσμό της χώρας.
«Έχουμε κάθε μέρα 500 εισαγωγές στα νοσοκομεία, τα νεότερα άτομα αν και νοσούν πιο ήπια, είναι λάθος να πιστεύουν ότι είναι άμοιρα των επιπλοκών αλλά και του θανάτου από κορονοϊό» τόνισε.
Πιο αυξημένες οι εισαγωγές σε σχέση με τα εξιτήρια
Τις τελευταίες εβδομάδες όπως είπε οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε σχέση με τα εξιτήρια και αυτό δημιουργεί μεγάλη πίεση στο εθνικό σύστημα υγείας, επισημαίνοντας πως το μεγαλύτερο κομμάτι της χώρας παραμένει σε βαθύ κόκκινο.
Στο σημείο αυτό της ομιλίας του με θέμα «Πανδημία SARS-CoV-2: η επιστήμη συνοδοιπόρος με την αβεβαιότητα στην αναζήτηση της αλήθειας» ανέφερε ότι εύκολα μία τοπική επιδημία, μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις «όπως έγινε την τελευταία εβδομάδα με την Δυτική Μακεδονία όπου υπάρχει εκθετική αύξηση 46% των νέων κρουσμάτων».
Αναφερόμενος ξανά στις αβεβαιότητες, ένα χρόνο μετά την εμφάνιση της πανδημίας, είπε ότι «παραμένουν ανοικτές όλες οι υποθέσεις ακόμα και για την προέλευση του ιού, ώστε να βρεθεί ο ενδιάμεσος ανάμεσα στη νυχτερίδα ή τον παγκολίνο και στον άνθρωπο» και να μάθουμε πως έφτασε οι ιός σε εμάς.
Συνεχίζοντας την ομιλία του είπε ότι υπάρχουν κάποιες αριθμητικές προσεγγίσεις, αλλά κι αυτές δεν είναι βέβαιες για το πόσους μολύνει ο ιός.
«Εκτιμάται ότι οι ασυμπτωματικοί στην πανδημία είναι γύρω στο 30% και ότι είναι 75% η μεταδοτικότητα των ασυμπτωματικών σε σχέση με τους συμπτωματικούς. Επίσης ότι 50% είναι όσοι μεταδίδουν τον ιό λίγο πριν εμφανιστούν συμπτώματα» ανέφερε και είπε ότι τα στοιχεία αυτά ακόμα δεν μπορούν να θεωρηθούν έγκυρα.
Υπάρχει κυτταρική μνήμη σε όσους νοσούν – Στο 10% η ανοσία του γενικού πληθυσμού
Ανάμεσα στα καλά νέα για τα οποία μίλησε ο καθηγητής, είναι ότι «υπάρχει προϋπάρχουσα κυτταρική ανοσία που επιδρά στην συνολική ανοσία του γενικού πληθυσμού έναντι στον κορωνοϊό»
Για τα Τ κύτταρα μέσω των οποίο χτίζεται η κυτταρική μνήμη, είπε ότι αυτά έχουν εντοπιστεί έως και 8 μήνες μετά την αρχική νόσο στο 100% των ανθρώπων με σοβαρή νόσο, στο 87% με ήπια νόσο, στο 32% των οικογενειών που εκτέθηκαν στον κορονοϊό και στο 16% υγιών ανθρώπων που δεν ήρθαν σε επαφή με τον ιό.
«Έχουμε 95% ανοσία για τουλάχιστον πέντε μήνες, στα τρία από τα πέντε σημαντικά σκέλη της ανοσίας» σε ανθρώπους που νόσησαν τόνισε ο καθηγητής.
Ο κ.Τσιόδρας είπε ότι το πρώτο κύμα κατέγραψε πολύ χαμηλά ποσοστά λοίμωξης στην χώρα μας και εκτιμάται ότι για κάθε ένα κρούσμα υπήρξαν άλλα 10.
Ωστόσο σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε για πρώτη φορά στην ομιλία του «φαίνεται από μελέτες ότι η εκτιμώμενη ανοσία του πληθυσμού στην χώρα μας στα τέλη Δεκεμβρίου ήταν περίπου στο 10%»
Οι μεταλλάξεις έφεραν αύξηση της μεταδοτικότητας και των θανάτων
Μιλώντας για τις μεταλλάξεις είπε ότι «έφεραν αύξηση της μεταδοτικότητας και αύξηση της παθογονικότητάς, δηλαδή της πιο σοβαρής νόσησης» Φαίνεται ότι τα πιο μεταδοτικά στελέχη πιο γρήγορα οδηγούν και σε περισσότερους θανάτους, πρόσθεσε.
Επίσης, ανέφερε πως η Βρετανική, είναι η κυρία επικρατούσα μετάλλαξη διεθνώς αλλά και στη χώρα μας πλέον. «Αυτή η μετάλλαξη είναι πίσω και από την κατάσταση που ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες στη χώρα μας» τόνισε χαρακτηριστικά.
Υπάρχει διασπορά της, σε 114 χώρες με υψηλότερη αυτή στην Μεγάλη Βρετανία και «δεν είναι μόνο 50% πιο μεταδοτική αλλά έχει και αυξημένη πιθανότητα να προκαλεί πιο σοβαρή νόσο», πρόσθεσε.
Το θετικό είναι, ότι δεν υπάρχουν, όπως εξήγησε ενδείξεις ότι ο άνθρωπος επαναμολύνεται με την μετάλλαξη αυτή, εφόσον έχει ήδη μολυνθεί από τα αρχικά στελέχη της COVID -19. Επίσης εξήγησε ότι και τα κύτταρα μνήμης εξακολουθούν να δουλεύουν κατά των μεταλλάξεων, ενώ πρόσθεσε ότι είναι ελάχιστη η επίδραση που θα έχουν οι μεταλλάξεις στα εμβόλια τα οποία φαίνεται να παραμένουν αποτελεσματικά και για αυτές.
Αποθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι ένα χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας οι επιστήμονες δεν έχουν αντιικό φάρμακο το οποίο να μπορεί να αναχαιτίσει τον ιό στο αρχικό στάδιο, εξήγησε ο κος Τσιόδρας και είπε ότι ένα χρόνο μετά, ακόμα ερευνούμε τι βοηθάει και τι όχι σε όσους νοσούν.
Ορατή λύση τα εμβόλια
Μιλώντας για τα εμβόλια είπε πως «είναι η ορατή λύση για τον περιορισμό της διασποράς της πανδημίας» και πρόσθεσε ότι παρά τις όποιες πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί, το όφελος τους είναι μεγαλύτερο από τον πιθανό κίνδυνο. Όπως είπε από 7 μελέτες έχει φανεί ότι η πιθανότητα θρόμβωσης όταν κάποιος προσβάλλεται σοβαρά από κορονοϊό φτάνει ακόμα και το 69% , την ώρα που η θρόμβωση ως πιθανή επιπλοκή του εμβολίου της Οξφόρδης – AstraZeneca – είναι εξαιρετικά σπάνια.
«Τα εμβόλια δεν έχουν ζωντανό ιό , απλώς διδάσκουν την άμυνα μας πως να τον αντιμετωπίσει» επισήμανε και πρόσθεσε πως «από τους 5 εκατομμύρια εμβολιασμούς που έχουν γίνει ήδη στο Ισραήλ -με την πρώτη δόση- οδηγηθήκαμε σε μεγάλη μείωση της επιδημίας και των θανάτων».
Ο κος Τσιόδρας εξήγησε πως το μέλλον της πανδημίας θα καθοριστεί από το πως θα εξελιχθεί ο ιός, τις παραλλαγές του, την ανοσία και την διάρκεια της , την εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού, αλλά και την τήρηση των μέτρων προφύλαξης.
Σφυριά στο κεφάλι το lockdown – 15% αυξήθηκε το άγχος στον πληθυσμό
«Το lockdown είναι μια σφυριά στο κεφάλι και όλοι προσπαθούμε να βρούμε χειρουργικούς τρόπους αντιμετώπισης της πανδημίας με όσο το δυνατό λιγότερες κοινωνικές οικονομικές και ψυχικές συνέπειες » είπε με έμφαση και αναφερόμενος σε συναδέλφους του ψυχιάτρους οι οποίοι τον ενημέρωσαν, όπως είπε , πως «έχει αυξηθεί κατά 15% το άγχος στο γενικό πληθυσμό κατά το τρίτο κύμα της πανδημίας», το οποίο βιώνουμε αυτή την περίοδο.
Αναφερόμενος στο ατομικό τεστ είπε ότι «αν έχω συμπτώματα και είναι αρνητικό, θα πρέπει να επαναλαμβάνω τον έλεγχο». Ωστόσο υποστήριξε ότι τα self test ακόμα κι αν μόνο σε ποσοστό 25% γίνουν σωστά, θα έχουν σημαντικό όφελος στον έλεγχο της πανδημίας.
Ο κορωνοϊός είναι εδώ και θα μείνει – Τα μέτρα πρέπει να συνεχιστούν με τον εμβολιασμό
«Ο κορονοϊός είναι εδώ για να μείνει» , τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα δεδομένα κατέληξε ο κύριος Τσιόδρας λέγοντας πως το μέλλον της πανδημίας εξαρτάται από πολλούς αγνώστους γι’ αυτό «παραμένει καθοριστική η χρήση της μάσκας, από την οποία ελπίζουμε κάποια στιγμή να απαλλαγούμε».
Πριν το τέλος της ομιλίας του αναφέρθηκε στο ανησυχητικό παράδειγμα της Χιλής, όπως είπε , όπου «το 30% του πληθυσμού είχε εμβολιαστεί τουλάχιστον με μία δόση, υπήρξε άρση των μέτρων, πτώση της συμμόρφωσης και τώρα η χώρα αυτή ζει ένα σφοδρό κύμα της πανδημίας» .
Τα μέτρα πρέπει να συνεχιστούν και με τον εμβολιασμό, τόνισε ο καθηγητής και είπε ότι η επιστροφή στην κανονικότητα και όχι η εξαφάνιση της επιδημίας όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι θα γίνει σταδιακά με τον έλεγχο της επιδημίας.
Τέλος αναφερόμενος στις επιπτώσεις από τον κορωνοϊό στους ανθρώπους που νόσησαν, είπε ότι η πιθανότητα μακροπρόθεσμα επιπλοκών δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ακόμα καθώς υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία στην βιβλιογραφία. Φαίνεται ότι επηρεάζει το αναπνευστικό, το καρδιαγγειακό, το νευρικό σύστημα, τα νεφρά, το δέρμα αλλά και την ψυχή, εξήγησε και πρόσθεσε ότι υπάρχουν και επιπτώσεις και σε εξωπνευμονικούς ιστούς όπως η όσφρηση και γεύση. «44% των ανθρώπων που νόσησαν ανέφεραν μείωση της ποιότητας ζωής τους, 32% εξακολουθούσαν να έχουν συμπτώματα και 55% εξακολουθούσαν να έχουν πάνω από τρία συμπτώματα για αρκετό καιρό», κατέληξε.