Μεγάλη Δευτέρα και Τρίτη δεν καταλαβαίνεις και πολλά. Το απόγευμα κερδίζει τη νύχτα στα σημεία και το αεράκι δεν έχει τίποτα από την λυγμική κατάνυξη του Επιταφίου. Μόνο ένα ύπουλο άγγιγμα νιώθεις χαμηλά στον αυχένα. Απρίλης στα χαρτιά αλλά στην πράξη Μάρτης.
Αρχίζει να σε απασχολεί το κόστος του πασχαλινού τραπεζιού. Τυπικός, καλός Eλληνας. Διότι τρία τραπέζια απασχολούν κυρίως τους Έλληνες: το χριστουγενιάτικο, το σαρακοστιανό και αυτό του Πάσχα. Για όλα τα υπόλοιπα ψώνια της χρονιάς δεν υπάρχει ανησυχία. Φροντίζουν για σένα τα σούπερ μάρκετ. Κάθε βδομάδα, ξυριστικά σαμπουάν και σερβιέτες προσφέρονται σε τόσο εξευτελιστικές τιμές, που στο σπίτι έχεις στοκ ασφαλείας. Που ακόμα και πόλεμος να γίνει με την Τουρκία, εσύ θα είσαι στο μέτωπο πάντα φρεσκοξυρισμένος, φρεσκολουσμένος κι έτοιμος να αντιμετωπίσεις ακόμα και τις «πιο δύσκολες μέρες».
Μεγάλη Τετάρτη, τα πράγματα σοβαρεύουν. Μετράς ακόμη δύο εργάσιμες, μετράς τα άτομα απ’ το σόι που προσκάλεσες σε μια στιγμή αναίτιας καλοσύνης, μετράς την στάθμη της όποιας αισιοδοξίας σου έχει απομείνει στο συμφραζόμενο και παίρνεις βαθειές ανάσες, γνωρίζοντας καλά, ότι για άλλη μια φορά ο Ιούδας της πραγματικότητας θα σε περιμένει στην γωνία. Και θα σε προδώσει. Και θα σε φιλήσει υπέροχα. Κι είναι αυτό, το υπέροχο φιλί, που δεν αντέχεις περισσότερο.
Μεγάλη Πέμπτη και πρέπει να κάνεις εικόνα το Θείο Δράμα. Γι’ αυτό πέφτεις με τα μούτρα στην παρακολούθηση του “Ιησού από τη Ναζαρέτ”. Γιατί αν δεν αντικρίσεις την μπούκλα του Ιωσήφ να τρεμοπαίζει, αν δεν δεις την μίνι φούστα του Πόντιου Πιλάτου στο αναποφάσιστο πέρα -δώθε, αν δεν ανατριχιάσεις με τον νεκρικό βηματισμό του Λαζάρου, τότε Πάσχα δεν μπορείς να καταλάβεις. Είναι η στιγμή που αποφασίζεις να ξεχάσεις για λίγο Μαχητές και Διάσημους στο εξωτικό τους ξεκατίνιασμα. Για λίγο. Γιατί τούτη την άνοιξη, δυο συμπεριφορές δεν μπορείς με τίποτα να δικαιολογήσεις: Του Σόιμπλε απ’ τη μια κι αυτή του Χανταμπάκη από την άλλη.
Μεγάλη Παρασκευή και τα συναισθήματά σου είναι όπως τα συναισθήματα όλων των νέων ταλέντων λίγο πριν ανέβουν στη σκηνή του xfactor: Ανάμεικτα. Οι καμπάνες πένθιμες, οι συνάδελφοι στο γραφείο με χαμόγελο επερχόμενων αργιών και στους δέκτες, «ουρές χιλιομέτρων» με σύμμαχο τον καλό καιρό. Κι οι παρουσιαστές εκεί για να σε ενημερώσουν για την ακριβή ώρα της κορύφωσης του Θείου Δράματος, για το αντίτιμο που πρέπει να καλύψεις σε διόδια μέχρι να φτάσεις στο υπέργηρο χωριό σου, καθώς και για τη χαμηλή, παρά την κρίση, διαθεσιμότητα σε τουριστικά καταλύματα. Είναι οι ίδιοι παρουσιαστές που λίγες μέρες μετά θα σε ενημερώνουν για το πόσο βαρύς ήταν για άλλη μια φορά ο φόρος αίματος στην κακοσυντηρημένη άσφαλτο. Δύσμοιροι Έλληνες: ακόμα και στον θάνατο την λέξη «φόρος» σκέφτονται.
Το απόγευμα αργά, ακολουθείς τον Επιτάφιο. Να δεις γείτονες και φίλους. Αραδιασμένοι κι οι τουρίστες στα πεζοδρόμια, να σε δουν να περνάς. Κεράκι στα χέρια και στο στόμα μια κακή κουβέντα για τον πρωθυπουργό. Για κάθε πρωθυπουργό. Γιατί «όλοι ίδιοι είναι». Μόνο εσύ είσαι διαφορετικός. Δυο χρόνια ΠΑΣΟΚ, δυο χρόνια ΝΔ, δίνεις κι άλλα δύο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μέχρι εκεί. Το ’χεις μεγάλη γρουσουζιά να τριτώσουν τα χρόνια.
Μεγάλο Σάββατο πρωί, σε βρίσκει εξαντλημένο από σχεδόν εικοσιτετράωρη νηστεία. Επιστρατεύεις το άλλοθι της Πρώτης Ανάστασης κι έτσι το μεσημέρι καταφέρνεις να μάθεις αν πέτυχε φέτος το τσουρέκι. Απόγευμα και οι κυβερνητικές αερογραμμές αναγγέλουν την Aφιξη του Ανέσπερου Φωτός. Σερφάρεις στο διαδύκτιο. Τελευταία “like” σε παντελώς αδιάφορες αναρτήσεις. Δείγμα καλής ηλεκτρονικής συμπεριφοράς. Αλλάζεις και το προφίλ σου σε τακτά χρονικά διαστήματα, αναλόγως τρομοκρατικών χτυπημάτων. Κάποτε Γάλλος, κάποτε Βέλγος, τώρα Σουηδός αλλά ποτέ μα ποτέ Σύριος. Πόσα να προλάβεις; Μεσάνυχτα παρά δέκα θα θαυμάζεις την εξωτερική αρχιτεκτονική της εκκλησίας. Ετοιμος για ένα ακόμα παγκόσμιο ρεκόρ μεταφοράς της Αναστάσιμης φλόγας.
Κυριακή. Οχι μεγάλη. Τίποτα μεγάλο τούτη η μέρα. Σε βρίσκει με μπυρίτσα, αρνάκι, σαλατούλα, κρασάκι, αστειάκι. Το μεγαλειώδες θαύμα την Ανάστασης καλά κρυμμένο πίσω από αναρίθμητα υποκοριστικά, χορούς και τραγούδια του τόπου σου.
Κι αργότερα, μια ζάλη μόνο. Ίσως από την θολή απόχρωση στον ορίζοντα, που έμαθες κι αυτήν υποκοριστικά να αποκαλείς καλοκαιράκι!