Επάνω στα ψηλά βουνά στις άγριες Μαδάρες,
ένα χωριό πανέμορφο, είναι το Ομορφοχώρι.
Στα μέσα του καλοκαιριού γίνεται πανηγύρι που είναι σ’ όλους ξακουστό για το διαγωνισμό του. Οι νιοι ανταγωνίζονται στο Ζάλο, σαν χορεύουν, ποιος θα πηδήξει πιο ψηλά στου ζάλου το τσαλίμι. Είναι ξακουστό το πανηγύρι στο Ομορφοχώρι.
Στην πλατεία του χωριού, είναι στημένη μια μαρμάρινη στήλη στην οποία είναι γραμμένο το όνομα του πρωτοχορευτή που κάνει το πιο ψηλό ζάλο. Κάθε χρόνο γράφεται το όνομα του πρωτοχορευτή που πήδηξε πιο ψηλά. Όλοι οι νιοι αγωνίζονταν ποιος θα κάνει το πιο ψηλό ζάλο για να γραφτεί πρώτο το όνομά του στη μαρμάρινη στήλη.
Ο Μάρκος, ήταν ένας νιος πανέμορφος, είχε κορμί λαμπάδα και μέση δαχτυλίδι. Χόρευε υπέροχα. Είχε όμως άγριο χαρακτήρα και ήταν τρομερά εγωιστής. Ήθελε να γραφτεί το όνομά του στην μαρμάρινη στήλη σα πρωτοχορευτής με το πιο ψηλό ζάλο. Έψαχνε να βρει ένα συγχορευτή που θα ήταν δεύτερος και θα είχε πολύ δυνατά χέρια για να τον βοηθήσει στο τσαλίμι του ζάλου και να πηδήξει πολύ ψηλά. Έπρεπε να είναι πολύ δυνατός, ιδιαίτερα στο δεξί του χέρι που πάνω του θα στηριζόταν για να πετύχει να κάνει τον πολύ ψηλό ζάλο. Είχε ακούσει ότι σ’ ένα μακρινό χωριό υπήρχε ένα τέτοιο παλικάρι. Πήγε και τον βρήκε. Του έδωσε πολλά χρήματα και τον έφερε μαζί του στο πανηγύρι στο Ομορφοχώρι.
Όλα ήταν έτοιμα. Οι οργανοπαίκτες, ένας λυράρης και δυο λαούτα. Οι κριτές που θα έκριναν το ύψος του ζάλου.
Ο Μάρκος, ζήτησε από τους οργανοπαίκτες να παίξουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα. Χόρεψε ξέφρενα. Στο τσαλίμι του ζάλου πήδηξε ψηλά με τη βοήθεια του δεύτερου. Ψηλά, αλλά όχι όσο χρειαζόταν για να γραφτεί τ’ όνομά του ως πρωτοχορευτής στη μαρμάρινη στήλη. Παίξετε πιο γρήγορα, φώναξε στους οργανοπαίκτες. Χόρευε και τα πόδια του ήταν σαν να μην πατούσαν στη γη. Ήρθε η ώρα του ζάλου. Έκαμε ένα τσαλίμι και πήδηξε.
Οι κριτές χειροκρότησαν. Το ίδιο και οι πανηγυριώτες. Είχε πηδήξει ψηλά. Κοντά στα δύο μέτρα. Το όνομά του θα γραφόταν στη μαρμάρινη στήλη, πρωτοχορευτής.
Για λίγα χρόνια, το όνομα του Μάρκου ήταν πρώτο στη μαρμάρινη στήλη. Όλα έδειχναν ότι θα ήταν πρώτο για πάντα. Ήρθαν όμως στο πανηγύρι ο Μαρουλόπετρος με τον αδερφό του τον Ανδρέα. Ο Πέτρος, ένα ψηλόλιγνο παλικάρι, ήταν πρωτοχορευτής. Ο Ανδρέας ήταν χεροδύναμος και ως δεύτερος βοηθούσε τον Πέτρο στο τσαλίμι του ζάλου. Χόρεψαν πανέμορφα. Ο Πέτρος με τη βοήθεια του Ανδρέα στο τσαλίμι του Ζάλου πήδηξε ψηλά. Πολύ ψηλά. Ένα ξέφρενο χειροκρότημα από κριτές και κόσμο έδειξε ότι ο Πέτρος ξεπέρασε τα δύο μέτρα. Το όνομά του θα γραφόταν πρώτο στη μαρμάρινη στήλη. Όλοι στο πανηγύρι χάρηκαν με την επιτυχία του Μαρουλόπετρου.
Ήρθαν όμως δύσκολα χρόνια. Το Ομορφοχώρι, όπως όλα τα χωριά της Κρήτης, άρχισε να ερημώνει, οι νέοι και οι νέες του χωριού πήραν το δρόμο της ξενιτιάς . Στο Ομορφοχώρι έμειναν πολύ λίγοι. Το πανέμορφο πανηγύρι έγινε ένα απλό πανηγύρι. Ο χορός του Ζάλου σταμάτησε. Όλα έδειχναν πως το Ομορφοχώρι θα ερήμωνε.
Κι όμως…
Κάποιους καιρούς, όχι μακρινούς, μερικοί νέοι και νέες γύρισαν στο χωριό. Είχαν καινοτόμες ιδέες για καλλιέργειες. Πέτυχαν. Άρχισαν ν’ ανακαινίζουν σπίτια και την πλατεία του χωριού. Δούλευαν σκληρά. Το χρήμα άρχισε να έρχεται πλούσιο στο χωριό.
Και άλλοι νέοι και νέες βλέποντας την επιτυχία των πρωτοπόρων, άρχισαν κι αυτοί να επιστρέφουν στα «πάτρια χώματα».
Όλα έδειχναν ότι το Ομορφοχώρι θα ξαναγίνει πανέμορφο και ο χορός του ζάλου θα ξαναγίνει.
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά θα ξαναζήσουν και στην πλατεία του Ομορφοχωριού, του ζάλου το χορό να ξαναστήσουν οι νέοι και οι νέες του χωριού.
*Απόμαχος δημοσιογράφος -τυπογράφος
Ζάλο = Βήμα, άλμα
Τσαλίμι = Επιδέξια κίνηση σε χορό