Έχουν περάσει 124 χρόνια από το θάνατο του Σκωτσέζου αρχιτέκτονα και μηχανικού Τζέιμς Λίντζι (1824- 1899) που απεβίωσε σαν σήμερα, 17 Μαΐου, στη Σούδα της Κρήτης και όμως η θύμησή του παραμένει ζωντανή μέσα από τα αποτυπώματα του κατασκευαστικού του έργου, αλλά και μέσα από ακούσματα της προφορικής ιστορικής παράδοσης της περιοχής. Ήλθε στην Κρήτη με εντολή της τουρκικής κυβέρνησης προκειμένου να αναλάβει την επίβλεψη της κατασκευής στο λιμάνι της Σούδας« του Αυτοκρατορικού Ναυστάθμου της Μεσογείου.»
Έτσι αποκαλούσαν οι Οθωμανοί το εμβληματικό αυτό έργο, μέσω του οποίου φιλοδοξούσαν να ισχυροποιήσουν την επικυριαρχία τους στην Κρήτη και στη Μεσόγειο θάλασσα. Το έργο που αποπερατώθηκε σε χρόνο ρεκόρ για την εποχή του και για το μέγεθος του, εγκαινιάστηκε το 1873 από τον ίδιο τον Σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ.
Ο Λίντζι έφυγε από την υπηρεσία του τουρκικού δημοσίου το 1879, όχι όμως και από τη Σούδα που σαγηνεύτηκε από τις ομορφιές της και διάλεξε να ζήσουν με τη γυναίκα του Μπέτσυ το υπόλοιπο της ζωής τους σε αυτήν. Αλλά, ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΩΤΙΑ
ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ.
Ο Τζέιμς Λίντζι γεννήθηκε στο Νταντί της Σκωτίας το 1824 σε μια ενδιαφέρουσα εποχή της ιστορίας της χώρας του κατά την οποία τα πανεπιστήμια της έγιναν ξακουστά. Σπούδασε μηχανικός στο Ινστιτούτο Βαττ του Νταντί. Μόλις τελείωσε τις σπουδές του σε ηλικία 20 ετών, παντρεύτηκε την κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερή του, Μπέτσυ Μπελ και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να εργασθεί στον τομέα των κατασκευών που στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν εκείνη την περίοδο στα βρετανικά χέρια. Εκεί εργάσθηκε ως επιβλέπων και μελετητής στα λιμενικά έργα του Βοσπόρου και διακρίθηκε για τις γνώσεις και τις ικανότητες του.
ΣΤΗ ΣΟΥΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Σουλτάνος του ανέθεσε το σχεδιασμό και την επίβλεψη της κατασκευής του Οθωμανικού Ναυστάθμου στη Σούδα στην οποία μετακόμισε με τη σύζυγό του το 1869. Αρκετές μάλιστα από τις κτιριακές υποδομές των χρόνων εκείνων, διατηρούνται ατόφιες ακόμα και σήμερα, όπως επίσης και το μεγαλοπρεπές τείχος που περιέβαλλε τις εγκαταστάσεις, το οποίο σώζεται στην αρχική του μορφή. Και μπορεί ο Τζέιμς Λίντζι, όσο ήταν στην υπηρεσία του Τουρκικού κράτους να διακρινόταν για τα φιλοτουρκικά του αισθήματα, ωστόσο μετά τη αφυπηρέτησή του, το σπίτι του που στο μεταξύ είχε κατασκευάσει σε μια έκταση 15 στρεμμάτων, 150 μόλις μέτρα νοτιοδυτικά της κεντρικής πύλης του Ναυστάθμου, αποτέλεσε καταφύγιο για τους Χριστιανούς, εκείνα τα δύσκολα χρόνια των διωγμών τους από τους Μουσουλμάνους. Σε αυτό συνετέλεσαν και οι άριστες σχέσεις που διατηρούσε ο ίδιος με τους κατά καιρούς Βρετανούς προξένους στην Κρήτη, καθώς και παρουσία της Βρετανικής σημαίας που κυμάτιζε μονίμως στο σπίτι του εξασφαλίζοντας έτσι διπλωματική ασυλία στους κυνηγημένους Κρήτες. Τα γεγονότα των ταραγμένων εκείνων χρόνων στην περιοχή και όσα συνέβαιναν στην οικία των Λίντζι, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο η ανιψιά του Τζέιμς, Μάγκυ Μοντγκόμερυ, η οποία φιλοξενείτο στο σπίτι του θείου της, σε επιστολές της που έστειλε σε ένα ιερέα, φίλο της οικογένειας που ζούσε στη Σκωτία. Οι επιστολές αυτές εκδόθηκαν αργότερα σε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο:«Οι εμπειρίες μιας Σκωτσέζας στην Κρήτη.» Χαρακτηριστικά σε μία από αυτές τις επιστολές, στις 20 Οκτωβρίου 1896, αναφέρεται στη φιλοξενία 400 αμάχων Χριστιανών, κυρίως Τσικαλαριανών που βρήκαν καταφύγιο και τροφή το καλοκαίρι εκείνο στην οικία των Λίντζι προκειμένου να αποφύγουν τις συχνές επιθέσεις και βιαιοπραγίες των Μουσουλμάνων στα Τσικαλαριά και στα άλλα περίχωρα των Χανίων. Ανάμεσα στα άλλα γράφει στην επιστολή αυτή:« Από την αρχή του Μάη, οι άνθρωποι στο κοντινότερο χωριό από το δικό μας, τα Τσικαλαριά και οι χριστιανοί που έμεναν κοντά μας στη Σούδα, ικέτευσαν τον θείο μου να τους επιτρέψει να φέρουν τα πράγματά τους στο σπίτι μας, καθώς ήταν σίγουροι ότι κάτι τρομερό θα συνέβαινε. Ο θείος δεν άντεχε να τους αρνηθεί, καθώς και εκείνος πίστευε ότι τους περίμεναν δύσκολοι καιροί. Οι πρόσφυγες ήταν αρκετά ευχαριστημένοι στις σκηνές στον κήπο μας, ο οποίος, όπως γνωρίζετε, είναι πολύ μεγάλος και υπάρχει και ένας αμπελώνας, εξάλλου το σύνολο περιέβαλε ένας συμπαγής πέτρινος τοίχος.»
Ο ΑΝΟΙΧΤΟΜΥΑΛΟΣ ΛΙΝΤΖΙ
Πολυπράγμων, νεωτεριστής και ανοιχτόμυαλος ο Τζέιμς Λίντζι πρόσφερε σημαντικά στην ανάπτυξη της καινούριας πατρίδας του μέσα από πρωτοπόρες για την εποχή του οικονομικές δραστηριότητες, δίνοντας ταυτόχρονα το μήνυμα της οικονομικής σημασίας της παρουσίας του Ναυστάθμου και του λιμανιού για την ευρύτερη περιοχή. Συγκεκριμένα ασχολήθηκε με την επισκευή των πλοίων, ενώ κατασκεύασε και μικρούς οικίσκους προς ενοικίαση. Ακόμα άνοιξε ένα τεϊοποτείο κοντά στην παραλία. Αγόρασε επίσης κτήματα και ασχολήθηκε συστηματικά με τη γεωργία καθιερώνοντας νέα αρδευτικά συστήματα στην περιοχή.
Εξάλλου γύρω από το σπίτι του έχτισαν τα δικά τους οι ντόπιοι , κυρίως Τσικαλαριανοί. Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος συνοικισμός στην κωμόπολη, που προσπαθούσε να βρει εκείνα τα χρόνια το βηματισμό της.
Σημαντική και η προσφορά του στον πολιτισμό, καθώς έφερε νέα κουλτούρα στην περιοχή.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Άγνωστη στους πολλούς, αλλά και στη γυναίκα του Μπέτσυ, ήταν η σχέση του με την Σκεύη, την τότε διευθύντρια του Δημοτικού σχολείου Τσικαλαριών, από την οποία σχέση γεννήθηκε η Ευανθία. Αργότερα η Ευανθία υιοθετήθηκε από την οικογένεια Λίντζι και η Σκεύη ένιωσε τον πόνο του παντοτινού αποχωρισμού από το παιδί της σε μια κοινωνία κλειστή και τόσο συντηρητική ως προς τις άγαμες μητέρες. Στα 22 της χρόνια η Ευανθία βρέθηκε στην Αγγλία για σπουδές, όπου παντρεύτηκε και δεν επέστρεψε πίσω ποτέ. Όμως τη Σούδα δεν φαίνεται να την έβγαλε ποτέ από την καρδιά της, καθώς το σπίτι της στο Γουόρμιτ κοντά στο Νταντί το ονόμασε Σούδα…, ενώ στον περίβολό του διατηρούσε θερμοκήπιο με αμπέλια για να θυμάται του αμπελώνες του σπιτιού τους στη Σούδα.
Μετά από χρόνια η κόρη της Νάνσυ σε μία επιστολή προς τους συγγενείς της στη Σούδα γράφει: «Πάντα είχα την αίσθηση ότι ο Τζέιμς Λίντζι ήταν ο παππούς μου. Κρίμα που η αγαπημένη μου μητέρα ντρεπόταν για τις συνθήκες της γέννησής της. Ήταν μια υπέροχη μητέρα.»
Λίγο πριν πεθάνει η Ευανθία, μετά από μια οδυνηρή ασθένεια, εξέφρασε την επιθυμία να αποτεφρωθεί και η τέφρα της να σκορπιστεί στο λιμάνι της Σούδας, πράγμα που έγινε πραγματικότητα το 1953.
Το 2013 πέθανε και η Νάνσυ αφήνοντας παραγγελία και η δική της στάχτη να σκορπιστεί στα νερά του κόλπου της Σούδας.
Οι συγγενείς και οι απόγονοι του Λίντζι, κυρίως από τον αδελφό του Ουίλιαμ που είχε έξι παιδιά, π ζουν σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία του κόσμου ( στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη νότια Αφρική, στη Νέα Ζηλανδία, στη Σκοτία και στην Ελλάδα) και κρατούν ισχυρούς δεσμούς αγάπης με τη Σούδα που αποτελεί για αυτούς σημείο αναφοράς.
Ο Τζέιμς Λίντζι και η γυναίκα του Μπέτσυ κείτονται στο Συμμαχικό Νεκροταφείο στο Βλητέ της Σούδας. Μεταφέρθηκαν τα οστά τους εκεί, μετά την κατεδάφιση του Νεκροταφείου που βρισκόταν σε ένα λοφίσκο πλησίον του τείχους του Ναυστάθμου. Το χώμα που τους σκεπάζει είναι μια ελάχιστη προσφορά του τόπου μας προς αυτούς, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα εκείνοι του έδωσαν. Το σπίτι τους, ένα διώροφο αρχοντικό με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία σώζεται ακόμα…
*Η Μαρία Μαράκη
είναι φιλόλογος,
πρώην λυκειάρχης
Βιβλιογραφία
1. Μαρί Ναξάκη Καρυώτη, Δεσμοί που ενώνουν τη Σκωτία με την Κρήτη – Ένα χρονικό, Ελλάδα 2012.
2. Μάγκυ Μοντγκόμερυ, Οι εμπειρίες μιας Σκωτσέζας στην Κρήτη, Σούδα 1906
3. Μιχάλης Ποταμιτάκης, Το λιμάνι της Σούδας στο πέρασμα του χρόνου- Σύντομο Οδοιπορικό- Χανιά 1996.