Στάθηκε µπροστά από το ράφι µε τις σοκολάτες…
∆εν άπλωσε το χέρι όπως συνήθως, να βάλει βιαστικά στο καλάθι της τις αγαπηµένες αµυγδάλου της οικογένειας.
Μόνο σάρωσε µε το βλέµµα της τα γλυκά εκθέµατα, για να γυρίσει µετά την πλάτη της και να αποµακρυνθεί απογοητευµένη.
Εκείνη τη µέρα, έψαχνε τα σοκολατάκια Τζοκόντα.
«Πού τα θυµήθηκες καλέ» της είχε πει η συνάδελφος της στη δουλειά «Εχω χρόνια να τα δω κι αλλά τόσα να φάω».
Αναζητούσε το χαµόγελο του περιτυλίγµατος τους, είχε στο στόµα της τη γεύση τους, ένιωθε στα δόντια της την τραγανή τους γέµιση, θυµόταν ακόµα και την κίνηση του χεριού, που κάλυπτε το µισό πρόσωπο, για να µη φανεί το φουσκωµένο από το µπούκωµα µάγουλο.
Η προηγούµενη, ήταν µια µέρα γιορτής, που δε γιορτάστηκε…
Όπως ούτε πέρυσι, ούτε πρόπερσι… Οι άνθρωποι, δεν γιόρταζαν πια όπως τότε, που πιτσιρίκα, µπουκωνόταν µε τις Τζοκόντες.
Μικρές φύτρες αναµνήσεων ξεπετάχτηκαν.
Η φωνή της µάνας της..
«Λοιπόν, ακούστε µε προσεκτικά! Ξεκινάµε νωρίς µε τη θεία Ελένη.
Σας θέλω ανθρώπους κι ας µην είστε.
Μην αρχίσετε τα βαριέµαι και τα, δεν έχω τι να κάνω!
Μια ώρα θα κάτσουµε και θα φύγουµε.
Θα πάµε στη θεία την Κωστούλα. Οι οδηγίες, είναι ίδιες.
Και τελειώνουµε το βράδυ µε τον θείο Κωστή. Έχει τραπέζι.
Όχι κυνηγητό στο σαλόνι όπως πέρσι, που γκρεµίσατε το σύνθετο της θείας και παραλίγο να σας σφάξουν τα κρύσταλλα!
Άντε τσάκα τσάκα και βάλτε ρούχα της προκοπής, τα καλά σας.
Η θεία θα έχει πολύ κόσµο, µη µε κάνετε να ντραπω, σας έφαγα!
Αν κλωτσήσω το πόδι σας κάτω από το τραπέζι, σηµαίνει ότι έχω θυµώσει».
Κάθε χρόνο, τα ίδια έλεγε η µάνα της σ’ αυτήν και στην αδερφή της, κάθε χρόνο το σπίτι της θείας Βούλας, γινόταν γης Μαδιάµ…
Τι όµορφα που ήταν!
Όλα ξεκινούσαν ήρεµα και µε τάξη.
Όλοι στους καναπέδες και στις πολυθρόνες.
Οι κύριοι, µιλούσαν για πολιτικά.
Οι κυρίες τους συµφωνούσαν κοιτάζοντάς τους µες στα µάτια µε θαυµασµό και κουνώντας το κεφάλι.
Μετά η θεία Βούλα ξεκινούσε το κέρασµα µε την ίδια αυστηρή σειρά.
Πρώτα το βερµούτ και το λικέρ, ή ή τσικουδιά. Το ουίσκι, έβγαινε µετά το φαγητό.
Αυτή καθόταν στη βελούδινη µπροκάρ µπρεζέρα, κουνώντας νευρικά τα ποδαράκια της, που δεν άγγιζαν το χρυσοπράσινο µωσαϊκό.
Και να, ερχόταν…
Η φοντανιέρα µαζί µε τη θεία.
Και είχε µέσα πολλές Τζοκόντες!
Ένα λοφάκι απόλαυσης, µέσα στο κρύσταλλο της προίκας!
Η θεία Βούλα πάντα την κέρναγε πρώτη.
Αυτή άνοιγε όσο µπορούσε τη µικρή παλάµη της για να χωρέσει πολλά σοκολατάκια, η µάνα της την αγριοκοίταζε, ο πατέρας της γελούσε κι έλεγε «άστην µωρέ, µια µέρα είναι, παιδάκι είναι, από αύριο της ξανακάνεις δίαιτα! «
Κοκκίνιζε, έπαιρνε µία Τζοκόντα την ίδια στιγµή που η θεία Βούλα άφηνε πάνω στο φρουφρουδένιο φορεµατάκι της µια χούφτα.
Λύσσαγε η µάνα, αλλά δεν συνέχιζε το θέµα.
Ο πατέρας της, ίδιος ο αείµνηστος Χαραλαµπόπουλος.
Τώρα που τους έφερνε στο µυαλό της, όλοι οι άντρες στο γιορτινό σπίτι, έµοιαζαν µε Χαραλαµπόπουλους και Κατσιφάρες.
Μετά τις Τζοκόντες ακολουθούσε το αµυγδαλωτό και το γλυκό κέρασµα τελείωνε µε το παστάκι.
Καθόλου δεν την ενδιέφεραν όµως αυτά.
Είχε ήδη πάει στο δωµάτιο του ξαδέρφου της, εκεί που όλα τα αγόρια ήταν ξαπλωµένα µπρούµυτα στη µοκέτα κι έπαιζαν playmobile.
Μόνο κορίτσι ανάµεσα τους, η αδερφή της, που για κάποιο λόγο, είχε όπως έλεγαν «αυτιά γαϊδάρου».
Τρεις φορές την έντυσε η µάνα τους µε το άσπρο φόρεµα, τρεις φορές γδύθηκε κι έβαλε το τζην της παντελόνι κι ένα µακό µπλουζάκι.
Τη ζήλευε την αδερφή της που είχε… αυτιά γαϊδάρου.
Τη ζήλευε και την λάτρευε ταυτόχρονα.
Και χαµογελούσε σαν τη Τζοκόντα, όταν την έβλεπε να πηγαίνει κόντρα σε όλους, να κάνει πάντα το δικό της, να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι όταν µεγάλωσε, να ζει µε πάθος τη ζωή, να τρώει τα µούτρα της και να τα ξανατρώει, αλλά να επιµένει και στο τέλος να τα καταφέρνει.
Οι θείοι και οι θείες έφυγαν ή γέρασαν πολύ.
Τα σπίτια τους δεν ανοίγουν πια…
Κι αυτή, κάνει ακόµα δίαιτα.
Σαράντα χρόνια δίαιτα.
Σαράντα χρόνια καλό παιδί.
Σαράντα χρόνια υπάκουη.
Με µια εξέγερση µέσα της, σε λανθάνουσα κατάσταση.
Με τις ντουλάπες των παιδιών της γεµάτες ρούχα, που τα ίδια είχαν διαλέξει.
Με το ψυγείο να έχει πάντα δυο τρεις σοκολάτες µέσα.
Με τις γιορτές πλέον, να είναι πιο αυθόρµητες κι όχι απαραίτητα προς τιµήν ενός ονόµατος.
Με τους ανθρώπους να κάθονται σε σκαµπό, σε καρέκλες, όρθιοι µε τα πιάτα στα χέρια, να σερβίρονται µόνοι τους.
Πότε ήταν καλύτερα; Τώρα ή τότε;
Σίγουρα τώρα, αλλά τι ήταν αυτό που νοσταλγούσε από το κάποτε;
∆εν ήξερε, δεν ήθελε να µάθει.
Ήθελε µόνο να βρει Τζοκόντες και να φάει δύο, τρεις, πέντε.
Να µπουκωσει χωρίς να βάλει το χέρι της µπροστά στο στόµα της, να σκουπιστεί µε την παλάµη της και µετά να τρέξει, να κυληστεί αγκαλιά µε τα παιδιά της στο πάτωµα του παιδικού δωµατίου.
*Η Χαρίκλεια Ντερµανάκη είναι συγγραφέας – πολιτευτης, αντιπρόεδρος του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Κρήτης