Τα Τζουμέρκα είναι κομμάτι της οροσειράς της νότιας Πίνδου, εκεί που ενώνονται οι νομοί Άρτας, Ιωαννίνων και Τρικάλων, είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη από τα ωραιότερα ορεινά πεδία στην Ελλάδα!
Εκεί λοιπόν, η ομάδα των 30 μελών του Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων πέρασε ένα γεμάτο τετραήμερο με πεζοπορίες στα ψηλά βουνά, στα δεκάδες ρυάκια και τους εντυπωσιακούς καταρράκτες, αλλά και στα πετρόχτιστα παραμυθένια χωριά Συρράκο και Καλαρρύτες!
Μέχρι την Άρτα φτάσαμε αέρινα …, αλλά και λιγάκι αλμυρά, η αλήθεια είναι, αφού η Ιόνια οδός θέλει συχνά πυκνά να πληρώνεις για διόδια. Τα Πράμαντα, ένα ορεινό μεγάλο κεφαλοχώρι, ήταν η έδρα των Χανιωτών. Στο καταφύγιο στη ρίζα της επιβλητικής Στρογγούλας μείναμε το πρώτο βράδυ. Η Στρογγούλα, βουνό άγριο με υψόμετρο 2.109 μέτρα, είναι μια από τις πέντε ψηλές κορυφές των Τζουμέρκων, και στις απολήξεις της ακουμπούν τα Πράμαντα. Αφού τακτοποιηθήκαμε, η μέρα είχε αρκετή ώρα ακόμα. Κατά ομάδες μπήκαμε στο σηματοδοτημένο μονοπάτι μέσα στα έλατα και σε λιγότερο από μια ώρα φθάσαμε στους δυο καταρράχτες πάνω από το χωριό Μελισσουργοί. Η γνωριμία μου με αυτούς τους ιδιαιτέρους, γειτονικούς καταρράχτες είχε γίνει πριν 10 χρόνια, όταν πάλι ο Σύλλογος μας είχε εκδράμει εδώ. Το θέαμα είναι μοναδικό.
«Απότομαι και οδοντωταί αι κορυφαί των Τζουμέρκων εγείρουν στην καρδίαν των θεατών το τραχύ και άγριον ορεινόν αίσθημα». Με αυτά τα λόγια ο ορεσίβιος ποιητής και πεζογράφος Κώστας Κρυστάλλης (καταγόταν από το Συρράκο Ιωαννίνων) περιγράφει τα βουνά αυτά.
Το πρόγραμμα την επομένη ημέρα ήταν προσαρμοσμένο στις δυνατότητες των συμμετεχόντων. Μια ομάδα ξεκίνησε για την κορυφή Στρογγούλα και μια άλλη για το δεύτερο καταφύγιο της περιοχής, αυτό των Μελισσουργών. Η πεζοπορία της πρώτης ομάδας σταμάτησε πολύ πριν την κορυφή, αφού πολλές χιονούρες, αν και Μάιος, δεν επέτρεψαν την ανάβαση στα ψηλά. Ίσως όμως βγήκε σε καλό, αφού όλη η ομάδα κατέβηκε γρήγορα γρήγορα στις πηγές του Άραχθου και συμμετείχε στην πρωτόγνωρη και ιδανική διαδρομή ράφτινγκ μέσα στον ποταμό για αρκετές ώρες. Όλοι έμειναν ενθουσιασμένοι με αυτό το ποτάμιο άθλημα. Η δεύτερη ομάδα μέσα από πυκνό δάσος ελάτων και περνώντας από τρεχούμενα ρέματα και από γοερά ρυάκια έφτασε στο καταφύγιο των Μελισσουργών, αφού βρέθηκε για λίγο επί σχοινίου κρεμάμενη.
Για την τρίτη μέρα της εξόρμησης είχαμε στο πρόγραμμα τη γνωριμία με τα χωριά Συρράκο και Καλαρρύτες, γραφικά, πετρόχτιστα, δυσπρόσιτα κεφαλοχώρια με λίγους κατοίκους τώρα πια, αλλά με μοναδική αρχιτεκτονική και αρχοντιά που τα ζηλεύεις. Πετυχημένοι έμποροι και τεχνίτες οι κάτοικοι τους, έκαναν πάντα οικονομική βοήθεια στα κοινά έργα που είχαν ανάγκη τα χωριά. Σχολεία, εκκλησίες, βρύσες, όλα μερακλίδικα, αθάνατα, πέτρινα αρχιτεκτονικά στολίδια. Επισκεφθήκαμε το σπίτι του Κρυστάλλη που τώρα είναι μουσείο και είχαμε μια σύντομη μεστή ξενάγηση.
Τα σύνορα του Ελληνικού κράτους είχαν οριστεί στον ποταμό Χρούσιο, που χωρίζει τα δυο χωριά, μέχρι το 1913. Μετά και τους Βαλκανικούς πολέμους η περιοχή εντάχθηκε στο Ελληνικό κράτος. Το θαυμάσιο μονοπάτι που ενώνει τα δύο χωριά, το περπατήσαμε όλοι και απολαύσαμε αυτή την ξακουστή διαδρομή της περιοχής.
Το απόγευμα επισκεφθήκαμε την κορυφαία Μονή Κηπίνας, που είναι φωλιασμένη στα ψηλά κατακόρυφα βράχια της διαδρομής μας. Βέβαια να μην ξεχάσω ότι μετά από τις πεζοπορίες, τα βράδια δεν τρώγαμε μόνο γαλοτύρι και πίτες!
Για το τέλος αφήσαμε το καλύτερο, βράχια και νερά και τα δύο στον υπερθετικό βαθμό. Τους υδάτινους γίγαντες, που βρίσκονται πάνω από το χωριό Καταρράχτης επισκεφθήκαμε την τελευταία μέρα. Η θέα των καταρραχτών αυτών δεν περιγράφεται. Βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και ο θόρυβος ο οποίος προκαλείται από την πτώση τους είναι εκκωφαντικός!
Το νερό είναι πάρα πολύ και σε μεγάλη απόσταση αισθάνεσαι να σε «μαστιγώνουν» οι σταγόνες του, που πέφτουν από ψηλά και σκορπίζονται παντού ολόγυρα. Είναι μια εμπειρία απίστευτα αναζωογονητική. Η διαδρομή της επιστροφής συνεχίστηκε περνώντας δίπλα από ότι απόμεινε από το γεφύρι της Πλάκας, για να μην ξεχνάμε πόσο της πλάκας έχουν πάρει οι αρμόδιοι τα μοναδικά πέτρινα αξιοθέατα όλης της Ηπείρου και όχι μόνο! Τελικά η γεύση που μένει ύστερα από μια επίσκεψη στα Τζουμέρκα είναι μοναδική και απροσδιόριστη, γλυκιά μα και πικρή, πασπαλισμένη με δόσεις νοσταλγίας και ίσως μελαγχολίας για τις εποχές που πέρασαν, και γι αυτές που αναπόφευκτα έρχονται.