» Πρώτη, αποκλειστική δημοσίευση στα “Χανιώτικα νέα” από το πρώτο μέρος της υπό έκδοση νουβέλας με γενικό τίτλο “ΒΟΥΗ”*.
Κι αυτή ν’ ακούγεται εκκωφαντικά από αέρα, από θάλασσα κι από στεριά. Κι όσο περνούν τα λεπτά ο χρόνος να γίνεται αιώνιος να σείει κάθε ρίζα αφοβίας από επερχόμενο χαλασμό.
Ανάδυση τρόμου από τα βάθη της γης. Επέλαση χαμού από τα ύψη τ’ ουρανού κι η ΜΑΧΗ της μεγάλης Λάμψης νάχει αρχίσει… μόλις χάραζε η καινούργια μέρα.
Όπως, περίπου άρχιζαν (χιλιάδες, εκατοντάδες χρόνια πριν) οι μεγάλες μάχες. Ιδιαίτερα κάθε μάχη που ανέβαινε πολύ ψηλά, για νάναι μάχη ΜΕΓΑΛΗΣ Λάμψης. Δηλαδή, να θαμπώνει από την πρώτη στιγμή του χρόνου κάθε σημείο του χώρου διεξαγωγής της.
Έτσι, γεμάτο λάμψη το Συμπαγές της ακαριαίας επιθετικότητας. Αλλά, και της απρόσμενης αντιστασιακότητας. Και αυτό νάναι δύο μεγάλοι άξονες πολεμικότητας, όπου πάνω από αυτή σχηματίζεται και αποσχηματίζεται το χωρισμένο αιώνιο σύννεφο ελευθερίας – ανελευθερίας.
Με το σύννεφο της επίθεσης νάναι κόκκινο βαθύ – σκέτο αίμα – και το σύννεφο της αντίστασης νάναι ρόδινο αυγής – σκέτο πνεύμα. Με αυτό να ξεπερνά το βάρος και το βάθος του τρόμου που αναδύεται από τα έγκατα της γης. Για ν’ ανεβαίνει στις ψηλές κορυφές των βουνών αφοβίας. Ν’ ανακατεύεται με τ’ αλμυρά νερά της προαιώνιας θάλασσας και τα γλυκά νερά των αρχαίων ποταμών, για να συνομιλούν με την ΑΦΟΒΙΑ: στις αμμουδιές, στις πεδιάδες, στους λόφους, στα υψίπεδα, στις χαράδρες, στις ρίζες των βουνών. Με ανύψωση πάνω από τα νερά, για να σβήσουν με αυτά τις φλόγες ανελευθερίας.
ΒΟΥ –
ΒΟΥ – ΒΟΥ – ΒΟΥ
ή
Κι η μάχη της μεγάλης λάμψης είχε αρχίσει μόλις χάραζε η καινούργια μέρα. Όπως, περίπου άρχιζαν, απ’ αιώνων οι μάχες μεγάλης λάμψης.
Μ’ εκείνη τη μάχη νάχει προσχεδιαστεί με βάθος «Θεολογικής» έκφρασης, πάνω στις αρχές της νέας μορφής συνδυασμού επίθεσης από αέρα, θάλασσα και στεριά. Για ν’ απλωθεί στο αθεολόγητο γεωγραφικό πλάτος που έπρεπε να κατακτηθεί. Με μανία αυτο-κρατορική όπου άρχισε τότε να εκφράζεται ηχητικά, συριστικά, εκκωφαντικά.
Όλα να δονούνται. Με απειλή να σπάσουν τ’ ακουστικά τύμπανα ανθρώπων, ζώων, πτηνών, ερπετών, δέντρων, χωραφιών, λόφων, βουνών.
Βόμβος τρομερός, εκείνο το πρωινό σε ορίζοντα γλαυκό κι αμέσως σκοτεινό. Με τις ρίζες να ξεριζώνονται κι αμέσως ν’ ανορθώνονται. Ν’ απλώνεται μια απέραντη σκιά. Και μέσα σ’ αυτή ν’ αναδύεται μορφή μνήμης γενετικής από χιλιάδες χρόνια πριν. Με αναδρομή γεμάτη ποταμούς με αίμα.
Θέα (ή θεά;) κόκκινης ροής.
Με κάθε φάση της να γίνεται ζωγραφική. Με τον ζωγράφο να συνομιλεί με τον αρχαίο μπρούτζινο φύλακα.
Εκείνο το πρώτο ρομπότ, που φύλαγε τα μέσα και τα έξω. Τον φύλακα που ζώντας φύλαξε. Και μη ζώντας διαφύλαξε τη μνήμη της βαθιάς ψυχής. Με συνεχή φύλαξη του θησαυρού της. Με φύλακες άλλης μορφής. Κι άλλης στιγμής, απέναντι σε κάθε νέα απειλή, όποια κι αν ήτανε η Βου, Βου, Βουή της.
Όμως εκείνο το γλαυκό πρωινό δεν πρόλαβε να γίνει φωτεινό, κατακαλύπτοντας το ΜΑΥΡΟ. Τότε, σε ουρανό σκοτεινό, ακούστηκε μια μαγική φωνή από τα βάθη των αιώνων. Φωνή που υπερκέρασε τη βουή η η η του τρόμου λέγοντας: «Μεγάλη ακρογιαλιά. Και παραμέσα ψηλά βουνά. Κι όλα νάναι μέσα στη φωτιά της μάχης, της μεγάλης λάμψης. Αυτή, που προσκαλεί τη Νόηση να υπερβεί την παρανόηση ανυψωμένη στη μεγάλη τόλμη.
Εγώ, ο Αρχαίος φύλακας, το πρώτο ρομπότ σε ώρες φρυγμού, σε μέρες χαμού κηρύσσω ΑΦΟΒΙΑ. Για αντοχή σε μη αντοχή μέσα από όλες τις Μάχες μεγάλης Λάμψης του χθες, του σήμερα, του αύριο. Για δημιουργία νέων πινάκων ζωγραφικής σε χρόνους, χώρους και χωροχρόνους. Με επιλάμψεις βαθιάς αναπνοής για προμαχήσεις χωρίς επιφύλαξη, χωρίς σταματημό.
ΒΟΥ –
ΒΟΥ – ΒΟΥ – ΒΟΥ
ή
Νικητήρια θέαση άσπρης επιφάνειας. Από μαύρη κατωφάνεια, που εκχέεται ο τρόμος χρόνου πραγματικού. Με αντιμετώπιση της καταστροφής χρόνου α-πραγματικού από Υπερνόηση περίσωσης από την αφαλάτωση της μνήμης.
Τεχνο-άδυτα θαλασσοκρατορικής εποχής γεννούν υπερ-άδυτα αερο-πυραυλικής τεχνομορφής. Με νέα εφιαλτική Βου-Βου η η ή που σκίζει ουρανούς και υπερουρανούς με νέες μάχες σκοταδιού.
Με ακαταμάχητο και ανεξερεύνητο τον ήχο της γενετικής μνήμης του χάλκινου γίγαντα. Αυτού που τρέχει και τώρα με τις δρασκελιές εμμονής στη φύλαξη της ψυχής του Νοτιά από την παγωμένη πνοή του Βοριά. Χωρίς να θεολογεί προστατευτικά για διαφύλαξη του θησαυρού συναλλαγής στο κάθε κοίλωμά της.
Και μέσα σ’ όλη αυτή τη ροή αίματος να λυγίζει από τη φοβερή Βουή η δύναμη της αντοχής σε συχνότητες Υπερ-έντασης του ακαθόριστου.
Σ’ αυτό, που δραπετεύει ο χρόνος συνεχώς. Να χάνεται στους χώρους που φθείρουν και διαφθείρουν το ουσιώδες φως. Εκεί που το ακαθόριστο σφυροκοπά ανελέητα κι όλα τα καθορίζει. Αυτά, που εμμένουν στην αρχή της μη δραπέτευσης από τα πεδία, συνταύτισης, νόησης και επινόησης, χωρίς να εκτοξευτούν στα εφτά χρώματα της ουρανιότητας, για ν’ απελευθερώσουν παρελθόν, παρόν και μέλλον.
ΒΟΥ –
ΒΟΥ – ΒΟΥ – ΒΟΥ
ή
Για να συνεχίζει το ακαθόριστο, μετά εκείνο το πρωινό της μεγάλης Βουής, με αμέτρητες άλλες βοές μεγαλύτερης ή μικρότερης λάμψης. Με το σύμπλοκο όλων των γεγονότων του μάχεσθαι και υπερασπίζεσθαι να αποηχοποιούν την τρομερή Βου, Βου, Βου ουου ή, κάθε μορφής Μάχης. Αλλά, αείποτε πολεμικής για τις αιτίες χώρου ζωτικού με λάμψη τρόμου.
Με τον αρχαίο φύλακα όμως να υψώνει για απειροστή φορά τις ρίζες αφοβίας βοώντας με τη φωνή της θύμησης κι αντιβοώντας με τη φωνή της φύλαξής της για να πει: εγώ «αρχαίος χαλκός φέρνω αρχαίο χρησμό. Κι εκείνος γεννά χρυσό που παράγει φύλαξη για κάθε ώρα τρόμου. Χωρίς φόβο, που συνεχώς απειλεί τη βαθιά ψυχή της Μάχης της μεγάλης Λάμψης. Κι όμως εγώ, το αρχαίο ρομπότ αντιπαλεύω τον τρόμο του καταιγισμού πυρός. Με αντοχή που πολεμά τη μη αντοχή, για τη Μάχη της μεγάλης λάμψης, που από το βάθος της εκπέμπει συριγμούς και από το ύψος της σπάζει το σύμπλοκο όλων των γεγονότων του μάχεσθαι και αντιμάχεσθαι στην αποήχηση του τρόμου».
Όμως, η βουή εκτείνεται ως επίτοπη πραγματικότητα και προεκτείνεται ως υπέρτοπη μεταπραγματικότητα. Για να συνενώσει χώρους με το άχωρο και χρόνους με το άχρονο.
Και, μέσα από αυτές τις μεταστοιχειώσεις Μνήμης, συνείδησης και κληρονομιάς ν’ αναδύονται και να καταδύονται η αρχαία και η Νέα
ΒΟΥ –
ΒΟΥ – ΒΟΥ – ΒΟΥ
ή
Σε σημείο Χ συναντιούνται στο ομοιούσιο της έκβασης και στο ΟΜΟΟΥΣΙΟ του ψυχογενούς πρωτείου χάους. Με το τρομερό βουητό ν’ απλώνεται εκείνο το πρωινό που άρχιζε η μάχη της μεγάλης λάμψης ως συμπαγές διαστροφής και καταστροφής. Με άλλους τρόπους και άλλους γόους.
Όμως, στον γλαυκό ορίζοντα εκείνου του πρωινού συγκλονισμού, ήταν όλα δονούμενα, παραμορφούμενα, συν-τα-ρα-γμένα. Όταν, όλα βρέθηκαν αιφνίδια κάτω από τον κατεξουσιασμό. Με το εκκωφαντικό
ΒΟΥ –
ΒΟΥ – ΒΟΥ – ΒΟΥ
ή ΤΟΟΟΟ
Να ξεριζώνει τις ρίζες
Α-φοβίας
Τότε που ο Μέγας αρχαίος φύλακας, φώναξε από το βάθος των αιώνων πως: «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ»…
*Με την ευκαιρία του φετινού εορτασμού της 73ης επετείου της Μάχης της Κρήτης, αλλά και της σύγχρονης μεγάλης μάχης που έχει να αντιμετωπίσει στη σύγχρονη απειλητική πραγματικότητα η Κρήτη – Ελλάδα και ο κόσμος ολόκληρος.
Συγχαρητηρια στον συγγραφεα κ.Δημητρη Κακαβελακη για την αναδειξη και την τοσο βαθεια ερμηνεια της φοβερης βουης της αρχαιας αλλα και προσφατης ιστοριας μας που θα πρεπει να μας κρατα σε εγρηγορση ορθιους και ετοιμους μπροστα σε οποιον κινδυνο.