Την είδα καθισμένη στο μικρό παγκάκι ενός πάρκου της πεντάμορφης πόλης μας, φορώντας την παραδοσιακή στολή της πατρίδας της, με σκεπασμένο σχεδόν ολόκληρο το μελαμψό πρόσωπό της, με έντονη την εικόνα της μελαγχολίας πάνω του.
Παρακολουθούσε, αυτό κατάλαβα, το μικρό σε ηλικία παιδί της, το επίσης μελαμψό, που έπαιζε ανάμεσα στ’ άλλα παιδιά, πολλών εθνικοτήτων, μεταξύ αυτών και ελληνόπουλων. Τα σπαστά ελληνικά της και ο τρόπος που μου μιλούσε έδειχναν περίτρανα την μεγάλη προσπάθεια που σε κείνη την συνομιλία μας κατέβαλε για να μην μου μιλήσει στη δική της γλώσσα και μπερδέψει με αυτόν τον τρόπο την έννοια των λέξεων που ανταλλάξαμε . Μου διηγότανε πως περνούσε όταν ήταν στην μακρινή πατρίδα της κάπου στη μέση της μαύρης ηπείρου και πολλές φορές κόμπιαζε από την μεγάλη συγκίνηση.
Στη θύμηση της ερχότανε εικόνες της παιδικής της ηλικίας όταν ζούσε κάτω από αντίξοες συνθήκες μαζί με τα άλλα οκτώ αδέλφια της και τους γονιούς της. «Μήτε νερό πόσιμο δεν είχαμε κύριε να πιούμε» μου έλεγε. «Αναγκαζόμασταν να περπατήσουμε κάθε μέρα πάνω από τρία χιλιόμετρα, να πάμε σε κάποια πηγή, να γιομίσουμε τα δυο πλαστικά δοχεία κάπου δώδεκα κιλά το καθένα και να επιστρέψουμε φορτωμένες με το πολύτιμο αγαθό της φύσης προς τον άνθρωπο, κι όχι μόνο». Στην ερώτησή μου, γιατί δεν πήγαιναν οι άντρες να πάρουν το νερό και έστελναν τις γυναίκες, η απάντηση που μου έδωσε ήταν: «οι άντρες ασχολούνται με πιο σοβαρές εργασίες. Ασχολούνται με τη φύλαξη των ζώων, με το κυνήγι, προς εξοικονόμηση μέρος της διατροφής των μελών της οικογένειας» και κατέληξε αναστενάζοντας: «έτσι είναι τα πράγματα στην πατρίδα μου κύριε. Οι άντρες είναι άντρες, είναι αφέντες της οικογένειας». Αυτή η απάντηση της αμέσως μου έφερε στο νου ιστορίες που διηγότανε οι παππούδες της δικής μου γενιάς, που εξελίσσονταν τότε στα δικά μας χωριά της Ρούμελης, και το γράφω αυτό γιατί το έζησα έντονα και το είδα ιδίοις όμμασι. Οι γυναίκες στον γυρισμό από το θέρο ή από το σκάλισμα του καλαμποκιού ή από οποιαδήποτε άλλη εργασία στην ύπαιθρο, στο σπίτι ο άντρας γύριζε καβάλα στο όποιο ζώο είχε η οικογένεια, ενώ η γυναίκα πεζή ακολουθούσε τον «αφέντη» και μάλιστα φορτωμένη «ζαλίγκα» στις πλάτες της ξύλα. Περιττό να αναφερθώ με λεπτομέρειες στους αγώνες που κατέβαλαν τότε, περισσότερο από όλους, οι διανοούμενοι της χώρας για την ισότητα των δυο φύλων. Θα πω μόνο ότι χρειάστηκαν πάνω από πενήντα χρόνια έντονων προσπαθειών για την αναγνώριση κάποιων δικαιωμάτων της ελληνίδας γυναίκας, όπως είναι το δικαίωμα της ψήφου.
Τέλος, είπαμε πάρα πολλά με κείνη την μελαμψή γυναίκα, την ντυμένη με την παραδοσιακή φορεσιά της μακρινής πατρίδας της, ίσως κατάλοιπο της συνήθειας ή μπορεί να ήταν και η απαίτηση του ανδρός της να ντύνεται έτσι. Δεν ρώτησα και δεν είμαι σε θέση να σας πω αν ήταν ακόμα επιλογή δική της η επιβολή της κουλτούρας της. Τώρα, όταν την ρώτησα γιατί τόση θλίψη απλωμένη στο πρόσωπό της και γιατί έκλαιγε συχνά στην συνομιλία μεταξύ μας, μου απάντησε «εγώ με το ένα μου παιδί κύριε, πριν από τρία χρόνια με κάποιο σαπιοκάραβο λαθραία, πληρώνοντας πολύ ακριβά τους δουλεμπόρους, καταφέραμε μετά από ανείπωτες ταλαιπωρίες και βάσανα να φθάσουμε πρώτα την Ιταλία κι έπειτα λαθραία πάλι, ήρθαμε στην Ελλάδα, στον Πειραιά. Έπειτα πάλι κρυμμένοι σε ένα φορτηγό, ήρθαμε εδώ στην Κρήτη και συναντήσαμε πολλούς ομοεθνείς μας και ριζώσαμε πλέον εδώ». Εδώ, σ’ αυτό το σημείο σταμάτησε, σκούπισε τα δάκρυα της από τα θολωμένα πλέον μάτια της και συνέχισε: «ο αδελφός μου όμως, ο Μεχμέτ» και το είπε λες κι εγώ γνώριζα ποια ήταν τα αδέλφια της και ειδικότερα ο Μεχμέτ, «δεν τα κατάφερε να βγει στην ξηρά. Πνίγηκε στη Μεσόγειο μαζί με πολλούς άλλους ομοεθνείς μου». Στη συνέχεια μιλήσαμε αρκετή ώρα ακόμα κι είπαμε πάρα πολλά. Τέλος, της είπα ότι όταν σέβεται τους νόμους της χώρας που την φιλοξενεί, δεν έχει να φοβάται τίποτα και εφόσον την χαιρέτησα, και αυτή και το παιδί της, έφυγα από κοντά τους μουρμουρίζοντας: «Πνίγηκε ο άνθρωπος όπως και χιλιάδες άλλοι στα κρύα και απύθμενα νερά της Μεσογείου, βαδίζοντας στο μονοπάτι της ελπίδας.