Ο Ν. Καζαντζάκης σε επιστολή του προς τον Π. Πρεβελάκη το 1948 γράφει για το “Δέντρο” ( Το πρώτο μέρος της τριλογίας “Κρητικός”): «Περιτριγύριζα κάμποσες μέρες τον Κρητικό ( Το Δέντρο), τον περιχαιρόμουν με συγκίνηση κι όλο το ανέβαλα… Θάμα είναι η απλή συναξαρική πλοκή και η επική στόρηση… Θάμα ο πλούτος, η αδρότητα και συνάμα η αρμονία και η γλύκα της γλώσσας. Τέλεια. Κι εξαίσιες οι σύντομες, στην ακρότητα συμπυκνωμένες περιγραφές του τοπίου».
Τα εφτά διηγήματα του δασκάλου, λογοτέχνη, ποιητή και τώρα πεζογράφου Βαγγέλη Κακατσάκη διακρίνονται για ανάλογες αρετές.
Με Πατριαρχικό ύφος, ρυθμική εκφορά, βαθύ ιδιόχρωμα και με εξαίσιες εκφραστικές αποχρώσεις, περνά, ανάλογα με το διήγημα, από το ικετευτικό στο αξιωματικό, από το φιλοικτίρμον στο θρηνώδες, από το σεμνό στο μεγαλοπρεπές. Τελικά όλα τα διηγήματα, ούτως ειπείν, εφάπτονται με το χαροποιόν πένθος.
Πατρίδα μου η παιδική ηλικία, οι μνήμες άγουρες, σγουρές, αθώες. Η γιαγιά Στελιανίτσα καθισμένη στο παραγώνι σκαλίζει τη χόβολη και ανασύρει μερικούς σπινθηρισμούς από το βαθύ πηγάδι της ιστορίας. Σκόρπιες αναφορές για πραγματικά περιστατικά, ραντισμένα με σταγόνες μυθοπλασίας.
Τις ιστορίες αυτές, χρόνια αργότερα ο σπουδαγμένος εγγονός της, ο Βαγγέλης τις μεταπλάθει σε διηγήματα με όλα τα χαρακτηριστικά του είδους: Σμίκρυνση, προσδιορισμός τόπου και χρόνου, αλληλουχία περιστατικών για τη διαμόρφωση της πλοκής, σφιχτοδεμένο κείμενο, αισθητή κλιμάκωση και βεβαίως αισθητική συγκίνηση.
Τα ποιητικόμορφα αφηγήματα προκαλούν μεγάλη ένταση και συνομιλούν με την αλληγορία της τέχνης και την παραβολή της ζωής.
Είναι μικρές βινιέτες που φλερτάρουν με τα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας, του αληθινού και του φανταστικού με κυρίαρχο στοιχείο το ηρωικό. Αποτελούν ένα ονειρικό βύθισμα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στην αναπαραστατική ψυχή της μυθοπλασίας. Στις σελίδες των περιεχομένων συναιρούνται εφευρετικές αληθοφανείς ιστορίες που συγκροτούν ένα συνολικό σχεδόν πορτρέτο της ανθρωπογεωγραφίας επί Τουρκοκρατίας.
Ο συγγραφέας αναμετράται με τις λέξεις κτερίσματα του κρητικού ιδιόμελου, λειαίνει χωρίς επεξηγήσεις και το κείμενο ως ολότητα παραμένει ο μόνος πρωταγωνιστής. Αναπαριστά το κλίμα της εποχής με ιστορικούς οδοδείκτες και αφηγηματική πυκνότητα. Με την γλωσσοπλαστική του δεινότητα ανασταίνει ήρωες , σμιλεύει ψυχές ,φωταγωγεί έρωτες και διαμορφώνει χαρακτήρες. Αυτό απαιτεί μια βαθιά εργώδη προσπάθεια με συμπαραστάτες την αισθητική, την ευαισθησία, τη φαντασία και την εκ των ων ουκ άνευ καλλιέργεια του συγγραφέα.
Στο βιβλίο “Πότε θα κάμει ξεστεριά…” θα συναντηθούμε με μεστές γραπτές διηγήσεις , ολοζώντανους χαρακτήρες γεμάτους ανθρώπινα πάθη, σιωπές και δισταγμούς. Στο βάθος του εθνικού χρόνου αναδύονται καπεταναίοι με πεπρωμένα , μάχες, έρωτες, συγκρούσεις, ματαιώσεις και θυσίες.
Τα διηγήματα της καλαίσθητης αυτής έκδοσης διαλαμβάνουν ό,τι μας αγγίζει, μας τρομάζει, μας συγκινεί.
Λαδάς, Κωνσταντής, Γιώργακας,Μαριγώ, Ρούσσος, Κακάτσης, Κωσταρός είναι μια μικρή μόνο σταχυολόγηση των ονομάτων που παρελαύνουν από τα κείμενα. Είναι δηλωτικά μιας εποχής ζόφου και αβεβαιότητας, αλλά ταυτόχρονα παραπέμπουν στο αναπότρεπτο , στο δρόμο για τη λευτεριά. Πώς το ‘ λέγε ο Αντισθένης; «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις».
Αν κάθε αναγνώστης ξαναγράφει το βιβλίο που διαβάζει με βάσεις τα ιστορικά ακούσματα, αλλά κυρίως την παράδοση που μόνο οι γιαγιάδες με ιστορικομυθολογικά μινυρίσματα μπορούν να μεταφέρουν, τότε αυτά τα διηγήματα έχουν θέση στην ψυχή των μικρών και μεγάλων.
Ο Β. Κακατσάκης επέλεξε να γίνει “ένας απ’ όλους” και όχι “πάνω απ’ όλους”.
Αγαπά αυτό που κάνει. Για τους γύρω του, για την ίδια τη ζωή. Γιατί ποιος είναι αλήθεια ο σκοπός της ζωής; Δεν είναι “το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεως μας”;
*Ο Χρ. Κωνσταντουδάκης είναι δάσκαλος – συγγραφέας