Η νέα ποιητική συλλογή, πέμπτη κατά σειρά έκδοσης, του δάσκαλου και πολυσύνθετου εργάτη του γραπτού λόγου Βαγγέλη Κακατσάκη, ήδη ταξιδεύει, κατ’ αρχήν, (καθώς θα ακολουθήσει και η έντυπη μορφή) στον δρόμο της διαδικτυακής επικοινωνίας με το πλατύ αναγνωστικό κοινό, ένα δρόμο ιδιαίτερα λειτουργικό στην εποχή των περιοριστικών μέτρων.
O τίτλος της συλλογής (“Τα Χελιδόνια του Μοναχού”) παραπέμπει σε ορίζοντες ανάτασης και ελεύθερης πτήσης ή πλεύσης, παράλληλα και σε τόπους σιωπής, ενδοστρέφειας και περισυλλογής. Συνταιριάζει το σχήμα της απόλυτης αφοσίωσης (μοναχός) με το σχήμα της απόλυτης ελευθερίας (χελιδόνι). Ίσως, όμως, η σύζευξη αυτή να μην είναι τόσο παράδοξη. Ο μοναχός έχει τη δυνατότητα της ελεύθερης πτήσης στους ορίζοντες της πνευματικής αναζήτησης, σε μια αφοσιωμένη διαδρομή προς τη Θέωση. Το χελιδόνι, πάλι, αφοσιωμένο στις μνήμες του, επανέρχεται ακριβώς εκεί όπου υπάρχουν.
Καίρια φιλοσοφικά ερωτήματα αναδύονται επιτακτικά από τους πρώτους στίχους της συλλογής, όπου αποτυπώνεται ο διάλογος του μοναχού με τον ηγούμενό του: “Όσο αγαπώ τον Θεό/ τόσο Τον γνωρίζω/ κι όσο Τον γνωρίζω/ τόσο αγαπώ τα πλάσματά Του/ είπε ο ηγούμενος στον μοναχό/ και του ζήτησε να το επαναλάβει./ Όσο γνωρίζω τα πλάσματα του Θεού/ τόσο τα αγαπώ/ κι όσο τα αγαπώ/ τόσο γνωρίζω τον Θεό/ απάντησε ο μοναχός./ Ο ηγούμενος χαμογέλασε.// Μόνοι μάρτυρες/ τα χελιδόνια της άνοιξης”.
Αλήθεια, τι προηγείται: η αγάπη ή η προσέγγιση; Και ακόμα, η αγάπη έχει αναλυτικό ή συνθετικό χαρακτήρα; Αγαπάμε το δημιούργημα επειδή αγαπάμε και γνωρίζουμε τον Δημιουργό του ή γνωρίζουμε (και αγαπάμε) τον Δημιουργό επειδή γνωρίζουμε και αγαπάμε τα δημιουργήματά του; Κι ακόμα, ο τελικός προορισμός ή η αυτή η ίδια η διαδρομή είναι αυτό που προέχει; Είναι η Ιθάκη ή το ταξίδι;. Και ποια είναι η “καλύτερη” και ορθότερη, η πιο ιαματική για την ψυχή του ανθρώπου διαδρομή; Και ποιος είναι αυτός που θα το αποφασίσει;
Τα ερωτήματα αυτά, που δεν προορίζονται να απαντηθούν από την επιστημονική γνώση, ταξιδεύουν και συναντώνται μέσα στα ποιήματα της συλλογής.
Οι στίχοι ατενίζουν τον άνθρωπο (με την “άνω θρώσκουσα ” λατρευτική αναζήτησή του), τη θρησκευτικότητα, την Ορθοδοξία,την Ορθοπραξία. Μνημονεύουν γνωστούς και άγνωστους ή λησμονημένους Άγιους.
Περιδιαβαίνουν τα μονοπάτια του υπαρξιακού στοχασμού, αναμετρούν την αβεβαιότητα μιας πραγματικότητας που ο ίδιος ο άνθρωπος επινόησε, κατασκεύασε και σήμερα καλείται να υποστεί τις συνέπειές της. Συναντούν ανθρώπους- αποδιωγμένα πετεινά του ουρανού, ανθρώπους- σύννεφα: “Όπως τα σύννεφα οι άνθρωποι”.Αποτιμούν την οδύνη της βίαιης αποδημίας, την αξία της αλληλεγγύης: “Μεγάλη υπόθεση να είσαι σπουργίτι”. Συνοψίζουν τον εφήμερο χαρακτήρα της επίγειας διαδρομής του ανθρώπου, διαδρομής που επιτάσσει, για την αναγκαία νοηματοδότηση της ύπαρξης, βήματα οφειλόμενα, βήματα μπροστά, στον παρόντα χρόνο. Επειδή το παρελθόν δεν είναι μεταβλητό και το μέλλον είναι αόρατο: “Η ζωή συνεχίζεται…/Σε τρεις λέξεις /που τις ακολουθούν αποσιωπητικά /ο ορισμός της”. Στροβιλίζονται στον άχρονο χρόνο οι στίχοι, εκεί όπου όλα παύουν να έχουν το σχήμα και το περιεχόμενο της ανθρώπινης αντίληψης και όπου το “”Εσαεί”, διατυπωμένο ως αξίωμα από χείλη θνητών, εμπεριέχει την αμφισβητήσιμη απολυτότητα του “Ποτέ”.
Ο Έλληνας μοναχός, ποιητής, ασκητής και φιλόσοφος, που η μορφή του αναδύεται μέσα από τις σελίδες αυτής της συλλογής, ζει μέσα στη γαλήνη και τη σιωπή του μη αναλώσιμου φυσικού τοπίου, λυτρωμένος από τις ψυχαναγκαστικές υπηρεσίες της ψηφιακής τεχνολογίας Πιθανότατα, δεν βλέπει ούτε ακούει την κίνηση των ωροδεικτών. Επισημαίνει αλάνθαστα τις αλλαγές των εποχών από τα φυσικά φαινόμενα που διαδραματίζονται γύρω του και σχηματίζει την ακλόνητη βεβαιότητα για τον ερχομό της άνοιξης μέσα από τον ερχομό των χελιδονιών. Αυτό του φτάνει. Αλλιώς δεν θα ήταν όλα αυτά που είναι.
Μέσα σε αυτή την μεταξύ ύλης και αιθέρα κατάσταση, μπορεί να προσεγγίζει ευχαριστιακά τον Θεό, δίχως να αξιώνει από Εκείνον απαντήσεις που οφείλει να αναζητήσει ο ίδιος. Φυλλομετρά σελίδες προσευχής και περισυλλογής καθώς ψηλαφά το κομποσκοίνι των θλίψεών του. Γύρω και μέσα του υπάρχουν βιώματα, σκέψεις, συναισθήματα, αναστοχασμοί, συμβολισμοί, η προαιώνια έγνοια και ανάγκη κάθε ύπαρξης για αποδοχή και αγάπη. Αναζητά, ως ζωτική προμετωπίδα όλου αυτού του ψυχοδιανοητικού συνόλου και της πνευματικής αναζήτησης, τον ουσιαστικό ορισμό της Ορθοδοξίας. Η οποία, ως ζωντανή αποτύπωση μιας πραγματικά μεγάλης “αγκαλιάς”/οικογένειας/εκκλησίας, δεν μπορεί παρά να πραγματοποιεί άφοβα την υπέρβαση, να δικαιώνει τον οικουμενικό χαρακτήρα της, αναγνωρίζοντας τα πανανθρώπινα δικαιώματα του Υπάρχειν, του Ανήκειν και του Διαφέρειν, προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της μοναδικότητας του ανθρώπινου προσώπου.
Συγχαίρω από καρδιάς τους αγαπητούς φίλους Βαγγέλη (που μου έκανε την τιμή να θέσει στην αντίληψή μου αυτό το επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον, μεστό ώριμης σκέψης και βαθύτερων προβληματισμών πόνημά του και μου έδωσε τη δυνατότητα για στοχαστική ανατροφοδότηση) και Ευδοκία, που είχε σημαντικό μερίδιο φροντίδας και ευθύνης στην επιμέλεια της όλης έκδοσης. Η συλλογή αυτή είναι αφιερωμένη στα τέσσερα εγγόνια τους, που εύχομαι πάντα να μοιράζονται με αγαλλίαση το στοργικό ίσκιο της ελιάς αλλά και της παρουσίας των γονέων, παππούδων και γιαγιάδων, να φυτεύουν τριαντάφυλλα για να κόβουν και να προσφέρουν, βασιλικούς για να μοιράζουν απλόχερα την ευωδιά τους.
Να είναι καλοτάξιδο και αυτό το νέο βιβλίο, να έχετε όλοι υγεία!
Αγαπητέ φίλε Ευάγγελε,
μέχρι πρότινος πίστευα -μάλλον αφελώς- πως το χάρισμα να γράφουν όμορφα, λιτά και να μας συγκινούν με τα πονήματά τους δόθηκε από τον μεγαλοδύναμο Θεό μόνο στους ευλογημένους φιλολόγους και τους εν γένει εκπαιδευτικούς συνανθρώπους: ΩΣΤΟΣΟ, ή ο ανωτέρω κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του ή το χάρισμα της όμορφης γραφής και του λόγου ανήκει πλουσιοπάροχα στους ανθρώπους απανταχού της γης, που αυτοί βιώνουν την αληθινή, την έμπονη ή αυτοθυσιαστική αγάπη.
‘Ετσι, η υπέροχη, η άφθαστη αγαπημένη της Χανιώτικης κι όχι μόνο πολιτιστικής ζωής γιατρός και λογοτέχνιδα ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΝΤΟΥΝΤΟΥΛΑΚΗ, με το ιδιαίτερο ήθος της γραφής της, ξεσήκωσε με την απίστευτη αύρα της πνευματικής της ωρίμασης όλα τα “ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ” και τα έκρυψε στα μύχια της ψυχής μας, να παραμείνουν εκεί ως να γαληνέψει αυτή από τα πάθη και τις αγωνίες της. Τόσο όμορφη ανάλυση, τέτοιος λυρισμός που ξεσηκώνει τα συναισθήματά μας κι ένας μοναδικός ειρμός νου και ψυχής που καταξιώνουν το αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο της αξιόλογης συνεργάτιδας των “Χ.Ν.” αλλά κι όλους εμάς που συμβιώνουμε και συνυπάρχουμε με τόσο εκλεκτά πρόσωπα της Χανιώτικης κοινωνίας. Την αγάπη μας και τα πιο θερμά συγχαρητήρια στην Πόπη Ντουντουλάκη, τον δικό μας άνθρωπο. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.