Από μικιό ζωγράφιζε παντού, ενώ χανόταν με τις ώρες στο κόσμο των παιχνιδιών, ξεφεύγοντας έτσι μέχρι και σήμερα στη μαγεία του φανταστικού. Ο Χανιώτης καλλιτέχνης Βαγγέλης Μανούσακας μιλά στο “Μολύβι μελάνι” για έναν χώρο καλλιτεχνικό με πολλές προοπτικές και ενδιαφέρον, αυτόν των επιτραπέζιων παιχνιδιών και της εικονογράφησης γενικότερα, δίνοντας μας να καταλάβουμε πως τα games είναι κομμάτι του εαυτού του.
– Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με την 9η τέχνη;
Θα πω το κλασικό, από μικιό ζωγράφιζα παντού, σε βιβλία, θρανία, τοίχους, και απλώς συνέχισα να το κάνω και μεγαλύτερος. Κάποια στιγμή στο Λύκειο αποφάσισα ότι θέλω να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτό και γράφτηκα σε μια σχολή για σκίτσο – κόμικ. Έπειτα ασχολήθηκα με πιο γραφιστικές δουλειές μέχρι που ανακάλυψα τον κόσμο του παιχνιδιού κι ότι μπορώ να ζωγραφίζω για επιτραπέζια παιχνίδια, video games και γενικά εικονογράφηση σε αυτόν τον κλάδο κι – αργά σχετικά – ξεκίνησα να δουλεύω στην πρώτη μου ελληνική εταιρία για επιτραπέζια παιχνίδια.
– Είναι ένας άλλος τομέας που ανοίγεται αυτός των επιτραπέζιων παιχνιδιών; Τι κάνεις ακριβώς;
Τα επιτραπέζια παιχνίδια έχουν ανέβει πάρα πολύ, από εκεί που θεωρούνταν ένα χόμπι πιο περιθωριακό θα μπορούσαμε να πούμε, πλέον δεν γνωρίζω κάποιον που δεν έχει έρθει σε επαφή με αυτά με κάποιον τρόπο. Υπάρχει τεράστια παραγωγή επιτραπέζιων και πολλή ζήτηση, με διαφορετικά στιλ για τον εικονογράφο και θεωρώ πως είναι ένας πολλά υποσχόμενος χώρος. Εμένα συνήθως μου δίνουν ένα πλαίσιο αναφοράς, μου λένε για παράδειγμα θέλω μια εικονογράφηση με στρατιώτες που φωνάζουν κάτω από ένα λάβαρο, μου στέλνουν κάποιες κατευθύνσεις κι έπειτα εγώ στέλνω 4-5 σκίτσα κι ιδέες, διαλέγουμε κάποιο και προχωράμε με αυτό, ενώ είμαστε σε διαρκή επικοινωνία με τον art director. Κάθε παιχνίδι έχει άλλες ανάγκες αλλά η λογική είναι ίδια. Τα βιντεοπαιχνίδια από την άλλη είναι ουσιαστικά concept art, σχεδιάζω τα κουστούμια, τους χαρακτήρες, τα περιβάλλοντα σε 2d, χρωματικές παλέτες κ.λπ., τα οποία μετά τα χρησιμοποιούν 3d επαγγελματίες κι άλλα άτομα του χώρου για να στήσουν το παιχνίδι. Τελευταία ασχολούμαι με το παιδικό βιβλίο και τα παιχνίδια με κάρτες.
– Υπάρχει κάτι που προτιμάς περισσότερο και θα ήθελες να αφοσιωθείς σε αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα από το ψηφιακό κομμάτι να περάσω στο “πραγματικό”. Δηλαδή να περάσω στο κομμάτι του fine art, των καλών τεχνών, και σε πιο φυσικά υλικά και να μεταφέρω όλο αυτό που κάνω σε λάδια κι ακρυλικά, να κάνω κάποια έκθεση κοκ. Έχει άλλη αίσθηση όλο αυτό και νιώθω ότι χάνω επαφή με το υλικό όταν δουλεύω κατά βάση ψηφιακά. Γενικά πάντως θέλω να ασχολούμαι με τα παιχνίδια, το fantasy, το παιδικό βιβλίο και τα επιτραπέζια γιατί είναι ο κλάδος που με ενδιαφέρει κι είναι το χόμπι μου, είμαι κι εγώ ένας gamer εξάλλου κι έτσι γνώρισα αυτόν τον κόσμο και σκέφτηκα πως θα ήθελα να δουλεύω σε αυτόν.
– Κινείσαι στον χώρο του φανταστικού και των παιχνιδιών στα έργα σου. Οι επιρροές ποιες ήταν κι είναι; Τι σε κράτησε σε αυτόν τον κόσμο;
Όταν ξεκινάς να παίζεις παιχνίδια ρόλων από τα 12 σου, υπάρχει ένας βομβαρδισμός εικόνων “φανταστικών”. Διάβαζα και διαβάζω αρκετά λογοτεχνία αυτού του είδους, ενώ από παιδί αποτελεί κομμάτι της ζωής μου η επιστημονική φαντασία, οι αντίστοιχες ταινίες και το gaming, οπότε η έμπνευση έρχεται ουσιαστικά από μόνη της μέσα από την τριβή. Μετά φυσικά το “εκπαιδεύεις” και εξελίσσεται όλο αυτό, καθώς κάθε φορά αφιερώνω χρόνο σε έρευνα για το κάθε πρότζεκτ. Τα games είναι κομμάτι της ζωής μου, ξεφεύγω λίγο από την πραγματικότητα, είναι διασκεδαστικά και με κρατούν σε εγρήγορση. Δεν ήμουν ποτέ από τα παιδιά που θα έβγαιναν να παίξουν μπάλα στις αλάνες, αλλά παίζαμε βιντεοπαιχνίδια, επιτραπέζια και πηγαίναμε σινεμά.
– Μπορεί να ζήσει ένας εικονογράφος – σκιτσογράφος από την τέχνη του στην επαρχία όπως εσύ; Υπάρχουν εμπόδια και περιορισμοί;
Πλέον δεν έχει σημασία από πού δουλεύεις. Εγώ δηλαδή δουλεύω κατά βάση για εξωτερικό και συγκεκριμένα Αμερική, παρόλο που μένω Χανιά. Τώρα τα πάντα γίνονται διαδικτυακά, οπότε από ένα σημείο και μετά αν είσαι καλός στη δουλειά σου και ανταγωνιστικός στον χώρο, τότε οι πελάτες σε βρίσκουν και μπορούν να είναι από το εξωτερικό. Μάλιστα θεωρώ πως είναι ένα επάγγελμα που μπορεί να σου επιτρέψει να ζήσεις όπου θες και να εργάζεσαι εξ αποστάσεως.
– Πέρυσι συμμετείχες πρώτη φορά σε φεστιβάλ και μάλιστα στη γενέτειρά σου, το Chaniartoon στα Χανιά. Αυτό τι σημαίνει για εσένα αλλά και για τον τόπο που πραγματοποιείται;
Για εμένα ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Δεν έβλεπα επαγγελματίες ή πελάτες μπροστά μου, αλλά απλό, καθημερινό κόσμο ο οποίος ερχόταν να θαυμάσει την τέχνη μας και να επικοινωνήσουμε. Αυτό ήταν και το πιο σημαντικό, μαζί με το γεγονός ότι ήρθα σε επαφή με τον κλάδο μου, με άτομα που η τέχνη είναι κομμάτι της ζωής τους, γιατί είναι κάτι που δεν το ζω επειδή δουλεύω στην “ψηφιακή μου σπηλιά”. Το γεγονός ότι γίνεται στα Χανιά, στο επίπεδο που έχει φτάσει, μόνο θετικό μπορεί να είναι και πλέον αποτελεί θεσμό για την πόλη. Φέρνει σε επαφή τον κόσμο με ένα φεστιβάλ που εξυμνεί τις τέχνες, με κόμικς κι animation υψηλού επιπέδου, κάτι που έλειπε από τα Χανιά.