Γνώρισα πριν από χρόνια έναν Μοναχό σ’ ένα απόμερο, αλλά πανέμορφο, μοναστήρι στους Αγίους Τόπους και όπως τον είδα σ’ εκείνη την ερημιά θυμήθηκα τους στίχους του 101ου ψαλμού: «ωμοιώθην πελεκάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, ηγρύπνησα και εγενήθην ωσεί στρουθίον μονάζον επί δώματι…».
-Δε φοβάσαι να μένεις κατάμονος σ’ αυτή την ερημιά; τον ρώτησα
– Όχι, παιδί μου, είπε χαμογελώντας. Νομίζεις ότι είμαι μόνος, αλλά έχω συντροφιά πολλούς φίλους. Ελα να σου τους γνωρίσω είπε και μ’ οδήγησε στο εσωτερικό του ναού.
Αυτοί είναι οι φίλοι μου. Αυτοί με συντροφεύουν και την ημέρα αλλά και την νύκτα είπε δείχνοντάς μου τον Ιησού Χριστό και τους Αγίους στο τέμπλο και τους τοίχους.
Ο ποιητής Βαγγέλης Κακατσάκης γνώρισε έναν άλλο “Μοναχό’, που είχε καθημερινή συντροφιά τα λουλούδια, τα πουλιά και ξεχωριστά τα σπουργίτια και τα χελιδόνια.
Και όντας γνήσιος ποιητής, με τη γοητευτική γλώσσα του, αποτυπώνει μοναδικές στιγμές από τη βιοτή του “Μοναχού” σε μια θαυμάσια ποιητική συλλογή 60 ποιημάτων (η 5η του δημιουργού) που κρατούν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Δεν γνωρίζω πως θα χαρακτήριζε ένας κριτικός τα ποιήματα αυτής της νέας συλλογής του Βαγγέλη Κακατσάκη. Εμένα μου φαίνεται ότι όλα είναι ποιήματα Πίστης. Πίστης στο Θεό. Πίστης στον ανθρωπο. Πίστης στη ζωή.
Κι ακόμη είναι ποιήματα που ξεχειλίζουν από λυρισμό, ελπίδα, αισιοδοξία και αγάπη. Δηλαδή είναι ποιήματα που γαληνεύουν τον όποιο αναγνώστη και ταυτόχρονα τον προβληματίζουν.
«Δηλώνουν αναμάρτητοι// κι εξακολουθούν ν’ αμαρτάνουν.
Να παίρνουν μέρος// στους κάθε είδους λιθοβολισμούς,
που γίνονται καθημερινά,// η αγαπημένη διασκέδασή των»
Και παρ’ όλα αυτά
«Δεν αποστρέφεται το πρόσωπό Του// ο Κύριος των Δυνάμεων.
Για όλους, έχει πάντα ανοιχτή// την πύλη της μετάνοιας.»
Τις ώρες που ο “Μοναχός” «είναι εκτός του κόσμου», ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να «συνομιλήσει» με αγαπημένα πρόσωπα (τους Ειρηναίους, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Αθανάσιο Διάκο, το στρατηγό Μακρυγιάννη), να σχολιάσει γεγονότα (περί ευθύνης, σταγόνας λάμψη) και να παιγνιδίσει με τα “γράμματα”.
Ο μοναχός των Αγίων Τόπων αναπαυόταν ψάλλοντας νυχθημερόν τα χερουβικά και τα μεγαλυνάρια στον Ιησού Χριστό και τους φίλους Του, τους Αγίους.
Ο “Μοναχός” του Κακατσάκη αναπαύεται φυτεύοντας τριανταφυλλιές, μοιράζοντας τριαντάφυλλα, προσκαλώντας τα περιστέρια, συνομιλώντας με τα σπουργίτια και με όλα αυτά αισθάνεται όπως ο «πάτερ Σέργιος» του Τολστόι, ο οποίος αγαπώντας τα πλάσματα του Θεού, (τους ανθρώπους) αγαπούσε τον ίδιο το Θεό.
Μας το βεβαιώνει με το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής
«Όσο γνωρίζω τα πλάσματα του Θεού,// τόσο τα αγαπώ. Κι όσο τα αγαπώ,// τόσο γνωρίζω το Θεό..».
Επομένως,λογικό και φυσικό είναι το ότι «Συνυπάρχουν στην ίδια αυλή// οι μοναχοί με τα περιστέρια και τελούν, από κοινού και με ευλάβεια,// τις ιερές ακολουθίες…».
«Ουκ ελάτρευσαν την κτίσιν οι θεόφρονες παρά τον κτίσαντα», ψάλλομε κάθε χρόνο την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, τότε που όλη η φύση ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον Αναστημένο Χριστό, για να θυμούμαστε ότι «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής».
Ο ποιητής το γνωρίζει και το ενστερνίζεται. Ταυτόχρονα όμως, όντας Ελληνας και Ορθόδοξος Χριστιανός, διατρέχοντας τους φωτεινούς αιώνες τούτου του τόπου, ομολογεί ότι «Ορθοδοξία είναι ορθοπραξία…».
Και μ’ αυτό το πνεύμα μας δίδει (σε ηλεκτρονική μορφή) την εξαίσια ποιητική συλλογή “Τα Χελιδόνια του Μοναχού”, γεμάτη φως, αισιοδοξία και ελπίδα, γεμάτη ευωδιές και χελιδονίσματα, δηλαδή μας προσφέρει ποίηση γνήσια και αληθινή.
Καλοτάξιδα λοιπόν τα Χελιδόνια.
Να σκορπούν απλόχερα γύρω μας την Ελπίδα, την Ανοιξη, την Ανάσταση, το Φως…