» Olivia Manning (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδόσεις Μεταίχμιο)
(Είχα ανάγκη από μια παράλληλη πραγματικότητα, από μια μεγάλη αφήγηση, και η Βαλκανική Τριλογία έφτασε την κατάλληλη στιγμή. Κάποιες φορές η συγκυρία είναι με το μέρος μας.)
Είναι η ιστορία του Γκάι και της Χάριετ. Το νιόπαντρο ζευγάρι αφήνει πίσω του την Αγγλία και φτάνει με τρένο στο Βουκουρέστι το φθινόπωρο του 1939, λίγες εβδομάδες μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Στο Παρίσι της Ανατολής, όπως ήταν γνωστή η ρουμανική πρωτεύουσα την εποχή εκείνη, επικρατεί αναβρασμός και πολιτική αστάθεια, η μαύρη αγορά συναλλάγματος ανθεί, οι φήμες δίνουν και παίρνουν, οι συμπαθούντες τον Άξονα ολοένα και δυναμώνουν. Ο Γκάι, που έχει απαλλαχθεί από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, δουλεύει στο πανεπιστήμιο διδάσκοντας αγγλικά, κυρίως σε νεαρούς εβραίους που γυρεύουν διαβατήριο για τη Δύση. Παθιασμένος με τη διδασκαλία, ο Γκάι δεν πτοείται από τις ολοένα και πιο αντίξοες συνθήκες, καθώς η επιρροή του Άξονα μεγαλώνει, και η αγγλική κοινότητα περνά σιγά-σιγά στο περιθώριο. Η Χάριετ, που θα μπορούσε να θεωρηθεί άλτερ έγκο της Μάνινγκ -όπως και ο Γκάι του συζύγου της άλλωστε-, νιώθει κάπως παραμελημένη, σκέφτεται όλο και συχνότερα πως ίσως να βιάστηκε να παντρευτεί τον Γκάι, πως ίσως να μην είναι ο κατάλληλος. Αντίθετα από τον Γκάι, που με ευκολία ορμάει σε νέες προκλήσεις, η Χάριετ δυσκολεύεται να βρει ένα κίνητρο, κάτι που θα την ενώνει με τη ζωή, αποσπώντας την από την καθημερινότητα. Η Χάριετ, που στερήθηκε την αγάπη από παιδί, όταν οι γονείς της χώρισαν και παντρεύτηκαν ξανά, και εκείνη μεγάλωσε με μια θεία της που στιγμή δεν έχανε την ευκαιρία να της τονίζει πως δεν της άξιζε η αγάπη και πως καθόλου απορία δεν της προξενούσε που οι γονείς της την παράτησαν, πάσχει, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, από έλλειψη αγάπης, κενό το οποίο ο Γκάι δεν μπορεί να καλύψει, όχι με τον τρόπο που εκείνη το επιθυμεί τουλάχιστον.
Μέσα από την ιστορία των δύο, και ενώ δεκάδες ακόμα πρόσωπα περνούν από την κεντρική σκηνή της αφήγησης, ξετυλίγεται η ταραγμένη αυτή περίοδος της ιστορίας. Η Ρουμανία βρίσκεται -αρχικά- στο επίκεντρο της δράσης, καθώς τα πολιτικά παιχνίδια στη σκακιέρα της Ευρώπης δεν την αφήνουν ανεπηρέαστη, ο συσχετισμός των δυνάμεων ολοένα μεταβάλλεται, γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο στο εσωτερικό της χώρας, η προπαγάνδα παραμορφώνει την πραγματικότητα, ενώ οι φήμες δημιουργούν πότε αναστάτωση και πότε εφησυχασμό. Ο Γκάι και η Χάριετ, προνομιούχοι ξένοι στη χώρα, μέλη μιας αρκετά μεγάλης βρετανικής κοινότητας, “προσφέρουν” στον αναγνώστη μια διαφορετική προσέγγιση της ρουμανικής πραγματικότητας, το βλέμμα τους, οι προσλαμβάνουσές τους, οι εναλλακτικές τους, αλλά και η ίδια η καθημερινότητά τους με διαφορετικούς προβληματισμούς σε σχέση με των ντόπιων. Κάπου στο φόντο παίζεται το μέλλον της Ρουμανίας, τη στιγμή που η Μάνινγκ έχει στο προσκήνιο το ζεύγος, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της αγγλικής κοινότητας. Και είναι αυτή η ιδιότυπη εστίαση, που αφήνει κάπως φλουταρισμένη την εικόνα, μια συγγραφική επιλογή καίριας σημασίας, καθώς καθιστά ανθρώπινες τις αντιδράσεις όλων των προσώπων, αλλά μαζί με αυτών και της ίδιας της συγγραφέως, που αποφεύγει ηρωισμούς και ανθρωπισμούς χάρτινους, τονίζοντας την υπό διαμόρφωση ατομικότητα της εποχής.
Νατουραλιστική γραφή ήπιων τόνων με αργή εξέλιξη των χαρακτήρων, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις στην πλοκή, που δεν ποντάρει στην έκπληξη ή στην ανατροπή, αλλά επικεντρώνεται στην αφήγηση της ιστορίας· έτσι θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τεχνικά και εν συντομία τα τρία αυτά βιβλία. Το χτίσιμο των χαρακτήρων είναι από τα δυνατά στοιχεία του έργου. Σελίδα τη σελίδα ο αναγνώστης νιώθει να γνωρίζει ολοένα και καλύτερα τους ήρωες της Μάνινγκ. Όπως επισημαίνει και η Ράσελ Κασκ στην εισαγωγή της, τα πρόσωπα της πλοκής είναι άντρες και γυναίκες συναισθηματικά καθηλωμένοι, που κινούνται σε ένα περιβάλλον ατομικής δυστυχίας και κοινωνικής βίας. Η Μάνινγκ αποτυπώνει τον ζόφο της εποχής, περιγράφει τη στέρφα γη στην οποία τίποτα δεν ανθίζει πια, καθώς ο πόλεμος και ο ναζισμός εξαπλώνονται, και πάνω της κινούνται χαμένοι οι χαρακτήρες της. Και αν ο Γκάι και η Χάριετ μονοπωλούν το ενδιαφέρον, υπάρχουν και τα υπόλοιπα πρόσωπα της πλοκής, καλοσχηματισμένα και λειτουργικά ενταγμένα στην πλοκή, με προεξάρχοντα τον Γιάκι, έναν αξέχαστο πραγματικά δεύτερο ρόλο.
Οι ήρωες της Μάνινγκ διαθέτουν κάτι το τυχοδιωκτικό, παρά τον όποιο θεσμικό ρόλο διαδραματίζουν, κάτι που δεν τους επιτρέπει να γίνουν απόλυτα συμπαθείς. Γενικότερα, δύσκολα κάποιος θα χαρακτήριζε ως πατριωτική τη γραφή της Μάνινγκ, αφού σε κανένα σημείο δεν επιθυμεί να υψώσει κάποιο μνημείο για τον ρόλο των ομοεθνών της στα πράγματα. Δε διστάζει μάλιστα να αναδείξει τα κακώς κείμενα, τον σκοτεινό ρόλο που έπαιξε η Αγγλία, αλλά και οι συμπατριώτες της, σε δεδομένες στιγμές. Και αυτή η αντικειμενική και αποστασιοποιημένη ματιά της Μάνινγκ έρχεται και κουμπώνει υπέροχα με την οπτική γωνία μέσω της οποίας αφηγείται την ιστορία αυτή.
Η Βαλκανική Τριλογία είναι -και- ένα βιβλιοφιλικό μυθιστόρημα. Οι φιλολογικοί κύκλοι, επιφορτισμένοι μεταξύ άλλων και με πολιορκητικούς κριούς λόγω της περιόδου ως αναπόσπαστα όργανα της προπαγάνδας, διατηρούν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά τους, με τις έριδες και τη ματαιοδοξία να σκεπάζουν την άοκνη εργασία των μυρμηγκιών της γραφής. Λόγω της ιστορικής περιόδου, αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η απόσταση που χωρίζει τους κατ’ όνομα φορείς διανόησης από τον πραγματικό κόσμο, κάτι το οποίο έχει προφανή επίπτωση στην οποιαδήποτε πολιτισμική πολιτική, αλλά και την ταξική πεποίθηση περί ανάγνωσης που ακόμα και σήμερα γνωρίζει κάποια -μικρή ευτυχώς- αποδοχή.
Η υπογραφή της Κασκ στην εισαγωγή του βιβλίου αυτού αποτέλεσε την αφορμή να διαβάσω ξανά κάποια αποσπάσματα από τη δική της τριλογία. Η επιρροή της Μάνινγκ -και της λογοτεχνικής αυτής περιόδου εν γένει- στο έργο της είναι ορατή. Και σε αυτό έγκειται μέρος της σημασίας του έργου της Κασκ, πέρα από όποιο hype έχει γύρω του χτιστεί, η προσαρμογή της κλασικής αυτής αφήγησης στον σημερινό κόσμο, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, με τον ήπιο τόνο νατουραλισμό. Θα άξιζε κανείς να διαβάσει το Περίγραμμα μαζί με το τρίτο μέρος της Βαλκανικής Τριλογίας ώστε να διακρίνει πώς μια επιρροή χωνεύεται.
Υπάρχουν στιγμές που ο αναγνώστης “ξεχνά” πως πρόκειται για μυθιστόρημα εποχής, κάτι το οποίο συμβαίνει τόσο γιατί στο προσκήνιο βρίσκονται τα ανθρώπινα βάσανα και πάθη, οι ελπίδες και οι φόβοι που δεν αποτελούν προνόμιο της μιας ή της άλλης περιόδου, όσο και γιατί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η ρευστή πραγματικότητα, σε αναλογία πάντοτε, συναντούνται και σήμερα. Δεν είναι απαραίτητο να διαβάσει κανείς απνευστί και τα τρία μυθιστορήματα της τριλογίας, παρότι πιστεύω πως στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η ανάγνωση θα είναι συνεχής. Η μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ αποτελεί ευτύχημα για τον αναγνώστη.
Η ανάγκη για μια παράλληλη πραγματικότητα ικανοποιήθηκε. Η Βαλκανική Τριλογία είναι ένα σπουδαίο βιβλίο που άντεξε στον χρόνο.