Στην απέραντη επικράτεια της Ιστορίας ενός τόπου, του Βάμου, με τις πολλές και σύνθετες παραμέτρους, η οποία είναι γεμάτη στοιχεία, βιβλία, χειρόγραφα, επίσημα έγγραφα, φωτογραφίες, αναμνήσεις…
Γεμάτη χώμα ποτισμένο με αίμα και σάρκα, βυθισμένα στα έγκατα του χρόνου, γεμάτη πέτρες, βράχια, χαράδρες, ερείπια και αλυσίδες γεγονότων, μνήμη και λήθη, κάποτε, εντελώς τυχαία, ένας ντόπιος μπερδεύεται και σκοντάφτει σ’ έναν εγκαταλελειμμένο κρίκο αυτής της αλυσίδας, που τον βγάζει εντελώς έξω από το καθημερινό, το σύνηθες και το τετριμμένο, για να οδηγήσει στην ιστορία του Αποκόρωνα.
Η λήθη που σκεπάζει τη ζωή του τότε, ξυπνά από μία απότομη, έντονη και χρονοβόρα καταιγίδα και αργά, ρυθμικά, σταθερά μεταμορφώνεται σε μνήμη.
Όλα ξεκίνησαν Τρίτη 16 Αυγούστου, όταν αυτός ο ντόπιος πραγματοποίησε μία σύντομη ξενάγηση σε γραφικά, παλιά μέρη του Βάμου, κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό κουβάρι Ιστορίας.
Συμπτωματικά, μια αίθουσα ανακαινισμένη βρέθηκε ορθάνοιχτη και η ανθρώπινη περιέργεια διέσχισε το κατώφλι της πέτρας του τοίχου με την ημερομηνία της 21ης Αυγούστου 1865.
Δεξιά, έλαμψε ένα τόσο δα κανόνι. Πόσες φορές το είχε μέχρι τότε προσπεράσει άγρυπνος, κουρασμένος, πονεμένος, ετούτος ο απλός και συνηθισμένος τύπος χωριάτη, άγνωστο…
Ωστόσο εκεί τη φορά, ήτανε σάμπως το κανόνι να εκπυρσοκρότησε φως μέσα στην καρδιά και στο μυαλό του και φωτιά στα αισθήματα και στις αισθήσεις του.
Συγκινημένος, συγκλονισμένος πλησίασε και το περιεργάστηκε.
Έπειτα επέστρεψε στον προσωπικό του χώρο, άρπαξε ένα χαρτί κι ένα μολύβι και βιάστηκε να ξαναπάει μπροστά, βολίδα, στο κανόνι.
Αυτός ο άνθρωπος, ο απλός κι αμόρφωτος, έγραψε στο χαρτί ό,τι ξεχώριζε και μας το παραχώρησε.
Ας διαβάσουμε, λοιπόν, τα στοιχεία:
Ψηλά στη μπούκα, το κανόνι γράφει: LE SERIN.
Πιο κάτω: 1. Μέτα, έχει χαραγμένο ένα μεγάλο, πλατύ βασιλικό στέμμα με κάτι σαν μανδύα στη βάση, με σημάδια από πράσινη σκουριά και κάποιες γραμμές δυσθεώρητες και έναν σωρό γράμματα στο κάτω μέρος που δεν μπορούσε, ούτε εμείς ούτε οι άλλοι, ανίκανος να τα περιεργαστεί, να τα ξεχωρίσει και να τα διαβάσει, λόγω της ξένης γραφής, της παλαιότητας και του προβλήματος στα μάτια.
Σημείωσε, ωστόσο, την ημερομηνία στο τέλος:
22 Χ SRE 1821
“Κι αν το έκλεβαν;” σιγοψιθύρισε. Αν βρεθεί κάποιος να το σύρειμ τι ρίξει χάμαι ή το μισοκαταστρέψει; Αν το πουλήσει;
Θυμήθηκε που πριν από κάποια χρόνια, λίγο πιο πέρα, στον δρόμο της εκκλησίας απ’ τις πολλές του χωριού μου, δίπλα στην πρώτη μαύρη καγκελόπορτα της στροφής προς τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, καθώς περπατούσε είδε κάτι να γυαλίζει στα πόδια του. Ετούτος ο άνθρωπος έχει, βλέπεις, την παράξενη συνήθεια να βαδίζει σκυφτός, λες και κάτι συνεχώς τον απασχολεί. Κανείς δεν ξέρει το γιατί, μήτε κι ο ίδιος.
Έσκυψε πάλι το γερασμένο, μαγκούφικο κορμί του, έπιασε τον μικροσκοπικό μεταλλικό δίσκο κι έμεινε έκπληκτος, πλησιάζοντας τον στα χαλασμένα του μάτια, πολύ κοντά: «Νόμισμα είναι» μονολόγησε. «Κρητική Πολιτεία».
Όταν μετά απ’ αυτό είχε κάνει λόγο για Μουσείο στον Βάμο και του είπαν πως, αφού υπάρχει Μουσείο στο Γαβαλοχώρι, δεν υπάρχει λόγος ο Βάμος να έχει Μουσείο, πικράθηκε τόσο, που πήρε αμέσως την απόφαση και το παρέδωσε μαζί με άλλα παλιά, δικά του αντικείμενα στο Λαογραφικό Μουσείο Γαβαλοχωρίου. Και δεν συνέβη μόνο αυτό. Μια μέρα, ένας γνωστός του πρόσφερε μια μικρή μπάλα κανονιού, που είχε βρει στα πόδια ενός σκουπιδοτενεκέ. Τη φύλαξε κι αυτήν και την παρέδωσε στο ίδιο Μουσείο, άγνωστο αν ήταν από το ίδιο ή από άλλο κανόνι.
Γιατί, όμως, το νόμισμα και η μπάλα του κανονιού ήταν πεταμένα στον δρόμο;
Μια βαθιά θλίψη από τότε, του έκλεινε όλο και περισσότερο το βλέμμα, το στόμα, τον έκανε ν’ αποτραβιέται απ’ τον κόσμο, του έσκυβε όλο και πιο πολύ τη ράχη και του βράδυνε το βήμα.
Οι συγχωριανοί του άρχισαν να τον θεωρούν τρελό, ελαφρόμυαλο και ονειροπαρμένο, σε σημείο να τον κοροϊδεύουν και να του βάζουν τις φωνές, να τον υποτιμούν και να τον βρίζουν.
Κάποιες φορές, δάκρυζε αντικρίζοντας την ελληνική σημαία. Ήταν από τις λίγες στιγμές που σήκωνε ψηλά το κεφάλι, όταν του έδινε την εντολή η ψυχή του η ίδια, η μνήμη, το συναίσθημα, η νοσταλγία.
Το ίδιο και με τα σύμβολα των μνημείων του Βάμου και τις πέτρινες Βάσεις τους. Σκουριασμένα, συχνά σπασμένα, χιλιοτρυπημένα, το πανί της Γαλανόλευκης κουρέλι μπερδεμένο σε κλαδιά, με τους συγχωριανούς να μη διακρίνουν τίποτα ούτε να δίνουν δεκάρα τσακιστή για τέτοια.
Κι ύστερα, στις επετείους, τα γνωστά: το τυπικό, το βιαστικό, το γρήγορο, σημαίες πεσμένες στον δρόμο, μια απλή κατάθεση στεφάνων, η φωτογράφηση των επισήμων και ο Εθνικός Ύμνος μέσα στον θόρυβο και στη φλυαρία του όχλου, η έλλειψη οργάνωσης, οι δημόσιες σχέσεις και οι συναλλαγές για τη δουλειά και το χρήμα.
Άρχισε να θυμάται, καθισμένος ολομόναχος στο παράθυρο του χώρου όπου δούλευε:
«Σαν ήμουνε κοπέλι, όντεν είχαμε Γραμματέα του Συλλόγου μας του πολιτιστικού, αν θυμούμαι καλά, το Φραγκιά το Μανόλη, μας έδειξε μιαν ημέρα απού τονέ βοηθούσαμε στη Βιβλιοθήκη του χωριού, τσι Σημαίες του Αγώνα στον Βάμο, στον Αποκόρωνα και… Ω, Θε μου…»
Και… Μα πόσες ήταν οι νεκροκεφαλές που μας έδειξε τότε ο Φραγκιάς και από ποιους;
Έτρεμε σύγκορμος. Τα παράτησε όλα σύξυλα, τη δουλειά του, έσπασε έξω, ρώτησε, ξαναρώτησε κι έμαθε, τώρα, χρόνια μετά. Οι νεκροκεφαλές υπάρχουν ακόμη, εδώ, στο χωριό κι είναι κρυμμένος, είναι καταχωνιασμένες, πέντε στον αριθμό. Ανήκουν σε πέντε αγωνιστές της Μεταπολιτευτικής Επανάστασης.
Θυμήθηκε επίσης, που κάποιοι συγχωριανοί του είχαν πει, ξανά και ξανά, ότι κάποιος εδώ είχε κλέψει ένα γιαταγάνι από τα Μουσειακά είδη κι ότι ήταν γνωστός.
Ξόδεψε μπόλικο χρόνο ξεκόβοντας κι άλλο από τη δουλειά του, τις υποχρεώσεις, την ανάπαυλα και τον ύπνο, γιατί το μυαλό του άρχισε να γυρίζει σαν τον τροχό.
Τον οδήγησαν στις νεκροκεφαλές και του έδειξαν τα ονόματα που τις συνόδευαν: Παπαδάκης, Μυλωνογιάννης, Λεκανίδης, Μαλινός, παπα- Μαλέκος. Μα γιατί, γιατί όμως, σκόπιμα, άραγε, τα κεφάλια κρατήθηκαν χωριστά, ενώ θάψανε κανονικά, όπως είναι γνωστό ως τα σήμερα, το σώμα του παπα- Μαλέκου, για παράδειγμα; Θα μας δώσει κάποιος μιαν απάντηση γι’ αυτή τη σιωπή χρόνων;
«Στο Μουσείο του Βάμου, στο Μουσείο δεν λειτούργησε ποτέ, κανείς δεν το προσπάθησε, σε μία εξαιρετικά ιστορική περιοχή. Οι προτεραιότητες δόθηκαν αλλού. Και εν όψει εκλογών, πάντοτε, αλλού υπήρξαν υποσχέσεις και συμφωνίες». Είχε αρχίσει πάλι να μονολογεί, σιγοψιθυρίζοντας στο μοναδικό πλάσμα που πράγματι, πάντοτε, τον άκουγε, στον ίδιο του τον εαυτό.
Μίλησε όμως και λίγο παραπέρα, για να βρεθεί σ’ όλα αυτά, η πρώτη άκρη του νήματος.
– « Πρόσεχε, κακομοίρη», του είπαν, «μην τραβήξεις πολύ το σκοινί, γιατί θα σου γυρίσουν όλοι την πλάτη, κι αν ποτέ χρειαστείς βοήθεια, κανείς δεν θα σε βοηθήσει. Κι ύστερα, αυτά στις εκλογές δεν μετράνε, αλλού είναι οι ψήφοι και τα φράγκα κι οι δημόσιες θέσεις».
«Κατάλαβες, χωριατάκι;», ρώτησε τώρα ο ίδιος τον εαυτό του.
Το χωριατάκι, όμως, έψαξε ήρεμα, σιγανά, κι άλλα στοιχεία. Ακαλλιέργητος, φτωχός, ανήμπορος, ολομόναχος, όμως, με την ψυχή του στα δόντια, προς τιμήν των ηρώων μας και του παππού του Κουφοκωστή, ενός άλλου ήρωα, αλλά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Για σένανε, παππού μου, για σένανε, ηρωικές μας παπα- Μαλέκο, που έχουμε παραπεταμένο το ηρωικό σου λείψανο, το ηρωικό σου κεφάλι, για όλους εσάς, Αγωνιστές μας και δεν μας το είπανε ποτέ κι ούτε ποτέ σας αφιερώσαμε το Μουσείο, για την Τιμή και την Πατρίδα…»
Το Μουσείο του Βάμου, λοιπόν, το οποίο δεν ανοίχτηκε ποτέ για την Ιστορία μας και τους Ήρωες της, για τον Βάμο, την Κρήτη και την Ελλάδα, από κανέναν, στο 50% υπήρξε δωρεά εν ζωή από τον Αλέξανδρο Κονταδά, Γυμνασιάρχη, στις 11-2-1992, ενώ το υπόλοιπο 50% αγοράστηκε από τη Χρυσή Δερμιτζάκη του Αντωνίου, σύζυγο του Αλέξανδρου Κονταδά, στις 8-9-1992, την εποχή που ήταν συνταξιούχοι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Συμβολαιογραφείου Βάμου.
Βαμιανοί, πατριώτες, λάτρεις της Ιστορίας και των Αγώνων του τόπου μας, άνθρωποι που έχουν πλήρη επίγνωση του γνήσιου χρέους και της Δημιουργίας, απευθύνουμε θερμή έκκληση στους ιθύνοντες του τόπου ετούτου και του Αποκόρωνα, σε ιστορικούς, συγγραφείς, εκπαιδευτικούς, συγγενείς των ηρώων στους οποίους οι νεκροκεφαλές ανήκουν, στον Δήμαρχο, στο Δημοτικό Συμβούλιο και στα Τοπικά, στον Πολιτιστικό Σύλλογο του Βάμου και στους λοιπούς Πολιτιστικούς Συλλόγους, στους πνευματικούς ανθρώπους και πολίτες του Αποκόρωνα, να γίνει συνεργασία και να προωθηθεί το θέμα της διαμόρφωσης Ιστορικού Μουσείου Βάμου.
Επιπλέον, τα κεφάλια των πεθαμένων ηρώων μας δεν επιτρέπεται να είναι σε μια γωνιά κρυφή, μέσα στη σκόνη, τη μούχλα, την υγρασία και στη Λήθη της Ιστορίας. Αυτή είναι η αναγνώριση τους;
Ακόμη κι αν το Μουσείο μας είναι μικρό, όπως ειπώθηκε ως επιχείρημα, μπορεί να φτιαχτεί και ν’ αντεπεξέλθει με χρήση ραφιών, επίπλων, τοίχων, κ.λπ. και αργότερα, όταν θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία του Βαμιανού Μανόλη Μαριακάκη για δημιουργία Μουσείου στην ακίνητη περιουσία του, σύμφωνα με τη διαθήκη του που συνέταξε και κατέθεσε, μπορεί, κάλλιστα, να πραγματοποιηθεί η μεταφορά του εκεί.
Η χώρα μας, η Ελλάδα, η Κρήτη, ο Βάμος, το κάθε χωριό είναι ένα απέραντο Μουσείο. Η κάθε πέτρα, ο κάθε βράχος είναι επίσης Μνημείο που έχει χαραχτεί και διαμορφωθεί από σφαίρες, σπαθιά, βόλια κι έχει μαυρίσει και καρπίσει μέχρι και η παραμικρή, απόμερη χούφτα χώμα από το αίμα του Αγωνιστή Έλληνα, των παππούδων και των προπαππούδων μας, για να φτάσουμε στο σήμερα. Εκτός κι αν είμαστε σκλάβοι του χρήματος, των κομμάτων, της καρέκλας, της καριέρας, του ανταγωνισμού, της ματαιοδοξίας και του φθόνου του σύγχρονου ανθρώπου, ας ελπίσουμε, όχι του Έλληνα.
Τι σημασία έχει, αν δίπλα υπάρχει ένα άλλο λαογραφικό Μουσείο; Είθε ο κάθε τόπος, το κάθε χωριό να έχει το δικό του Μουσείο και να πάψει ο σύγχρονος Έλληνας να πετάει κειμήλια στα σκουπίδια. Τιμής ένεκεν.
Υπήρξε άραγε, ποτέ, ετούτος ο τόπος, από πολλές πλευρές και κριτήρια, γνήσια ανεξάρτητος; Μπορούμε ν’ απελευθερωθούμε από τη μιζέρια, τον φόβο, τα πάθη, την αμορφωσιά και τη διχόνοια, την κακή εξουσία και να προσανατολιστούμε στην Ιστορία μας, την παράδοση, τον πολιτισμό, την ποιότητα και την ουσία της ζωής και της πατρίδας μας;
Αν όχι, θα υπάρξει, ηρωικοί μας παππούδες και προπαππούδες, παπα- Μανόλη και Λεωνίδα Μαλεκάκη, Παπαδάκη, Μυλωνογιάννη, Μαλινέ, Λεκανίδη, μια γνήσια ελεύθερη και πατριωτική ψυχή, σαν τη δική σας;
Όταν οι ψυχές και οι ζωές μας ενωμένες απέναντι σ’ έναν εθνικό σκοπό, απέναντι στη Μνήμη των Αγωνιστών μας Ηρώων, θα συνεργαστούμε για το Μουσείο, την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό, και όχι μόνον για τα ατομικά μας συμφέροντα.
Θα βρεθεί, άραγε, ένας ξεχωριστός άνθρωπος να κινήσει επίσημα το θέμα και να γράψει τη δική του ιστορία, πραγματικής, εθνικής αλληλεγγύης;
Σας ευχαριστούμε
Στέλλα Καντεράκη, Βάμος,