Κάπνισα έναν ουρανό. Κι ο καπνός του αερικό. Ζεστό. Που φορώ κατάσαρκα. Βαρύ λα’ι’κό, τ’ απόβραδο. Στα ύστερα του νου μου, μιά νυσταγμένη εθνική οδός. Κι ο δρόμος ατέλειωτος, όσο προχωρά η νύχτα. Πρίν ξεκινήσεις, είναι σα να σταματά ο χρόνος. Για μιά στιγμή μόνο. Όσο διαρκεί η επιβίβαση στο άγνωστο. Ύστερα όλα πέρνουν το δρόμο τους. Κι είναι οι καιροί, όλα τα χαμόγελα που έδωσες και πήρες. Όλο το δάκρυ που δε μοιράστηκες. Όλες οι ανάσες που αντάλλαξες. Κι έμεινες, τελευταίο σχισμένο τσιγαρόχαρτο. Που προσπαθείς να το συναρμολογήσεις στη ρουφηξιά της σιωπής. Κοντεύουν έξι χιλιάδες φεγγάρια κοντά σου. Κι ήταν σα και χτές, που έγειρες στον ώμο μου. Στο ταξίδι της θύελας. Μα, ήταν πάντα Άνοιξη από τότε. Ακόμα κι αν ήταν χειμώνας. Γιατί είσαι χελιδόνι που δεν έφυγε. Καθώς οι λέξεις τελειώνουν στην άκρη της ματιάς της νύχτας. Βαρύ λα’ι’κό, τ’ απόβραδο. Που το χορεύουν όλοι οι δαίμονές μου. Που το χορεύουν όλοι οι άγγελοί μου. Μόνο εγώ δε το χορεύω. Μα τ’ ακούω προσεχτικά. Με μισόκλειστα βλέφαρα. Με τη τελευταία ρουφηξιά του άγνωστου. Στο πιό γαληνεμένο ταξίδι. Βαρύ λα’ι’κό τ’ απόβραδο. Μα ‘γω δε το χορεύω.