Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου, 2025

ΒΑΣΙΑ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ: «Η αφήγηση επιβάλλεται από την ιστορία»

Η Βάσια Τζανακάρη (Σέρρες, 1980) ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως μεταφράστρια. Έχει δημοσιεύσει τη συλλογή διηγημάτων 11 Μικροί φόνοι, ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave (Μεταίχμιο, 2008), το μυθιστόρημα Τζόνι και Λούλου (Μεταίχμιο, 2011), το παιδικό βιβλίο Ένα δώρο για τον Τζελόζο (Μεταίχμιο, 2013) και τη συλλογή διηγημάτων Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα (Μεταίχμιο, 2013).

Επ’ αφορμή της κυκλοφορίας του τελευταίου μυθιστορήματός της Αδελφικό (Μεταίχμιο, 2020), της ζητήσαμε να μας απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ιδού τι μας απάντησε!

Πες μας δυο λόγια για το Αδελφικό και τη διαδικασία γραφής.
Ξεκίνησα να γράφω στα τέλη του ’15, αρχές του ’16. Με τα χρόνια, πολλά και διαφορετικά πράγματα είχαν τροφοδοτήσει το Αδελφικό. Το ίδιο το χωριό, στο νομό Σερρών, που ήταν τόπος καταγωγής ενός ποιητή, οικογενειακού φίλου, που έχασε τη ζωή του πολύ νέος και είχα στα χέρια μου κείμενά του. Οι λωτοί που είδα να φυτρώνουν στις αυλές. Η ιστορία του θανάτου του Τάσου Λειβαδίτη – σκεφτόμουν συνέχεια τον γιατρό που είχε αναλάβει να τον χειρουργήσει, και ο οποίος αποτέλεσε ψήγμα για τη δημιουργία του Μελισσινού. Η μητρότητα: όταν γίνεσαι μητέρα, μεταμορφώνεσαι σε κάποια άλλη ή παραμένεις ίδια; Ήθελα επίσης να μιλήσω για τις σχέσεις των αδελφιών, πώς μας διαμορφώνουν, πώς γίνονται ένα πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Κι έπειτα για τον ίδιο τον κόσμο, που έβλεπα να αλλάζει κι αυτός διαρκώς γύρω μας, για τον κόσμο που είχαμε ζήσει και έναν κόσμο που δεν θα ξαναζήσουμε ποτέ.
Αναπολούσα τη δεκαετία του ’90 και είχα μια τάση για φυγή, για επιστροφή σε ένα παρελθόν χωρίς ευθύνες. Και πρόσεξα πως αυτό συνέβαινε σε πολλούς ανθρώπους της ηλικίας μου. (Γιατί άραγε αναζητούμε καταφύγιο στη μνήμη;).
Στις αρχές του ’16 ο Ντέιβιντ Μπόουι εγκατέλειψε τα εγκόσμια, και ο τρόπος που αντέδρασε μαζικά ο κόσμος στα social media μου έκανε μεγάλη εντύπωση – απ’ ό,τι φαινόταν, είχε αγγίξει τις ζωές τόσων ανθρώπων με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Γιατί όχι και μια ηρωίδα σαν τη Μάρω, που θα είχε μεγαλώσει με τη μουσική του;
Έγραφα στην Αθήνα, αλλά περισσότερο, όταν ξέφευγα, στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες, ενώ το βιβλίο τελείωσε στη Μάλτα.

Η παρουσία των απόντων, και κυρίως του πρόωρα χαμένου Δημήτρη, που διαμόρφωσαν, ακόμα και άθελά τους, τη Μάρω και τον Γιώργο, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο κεντρικός άξονας περιστροφής του μυθιστορήματος, ένας φόρος τιμής που ο καθένας μας οφείλει να αποδώσει στις δικές του αναφορές. Υπήρχε αυτή η σκέψη στο μυαλό σου κατά τη συγγραφή;
Λοιπόν, όχι, είναι κάτι που προέκυψε από μόνο του. Αλλά φαντάζομαι ότι οι απόντες είναι οι άνθρωποι που κατοικούν στον «απόντα» κόσμο, τον κόσμο που θυμούνται και οι δύο ήρωες.
Μοιάζουν να έχουν νοσταλγία για το παρελθόν, χωρίς όμως να την προσωποποιούν σε ανθρώπους. Και ίσως αυτό έχει ενδιαφέρον στη ζωή: δεν αντιλαμβανόμαστε απόλυτα ποιοι άνθρωποι μας επηρεάζουν· ή, ακόμα κι αν το αντιλαμβανόμαστε, δεν το σκεφτόμαστε – απλώς συμβαίνει.

Στο Αδελφικό επέλεξες μια εναλλασσόμενη πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τη μεριά των δύο κεντρικών χαρακτήρων, αφήνοντας εκτός έναν παντογνώστη αφηγητή. Δεν μπορεί, πιστεύεις, άλλος κανείς, εκτός από εμάς τους ίδιους, να αφηγηθεί την ιστορία του;
Όταν ξεκίνησα να γράφω το Αδελφικό, η αφήγηση ήταν τριτοπρόσωπη. Αλλά ήδη από τις πρώτες σελίδες το γύριζα κατά λάθος σε πρώτο πρόσωπο, έβγαινε από μόνο του.

Νομίζω ότι η αφήγηση επιβάλλεται από την ιστορία. Οι ήρωες βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία ενδοσκόπησης, κάτι που δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνει αν είχαμε έναν παντογνώστη αφηγητή – δεν θα μπορούσε να ξέρει τα πάντα.

Έχεις την ηλικία των ηρώων σου, έχεις ζήσει στις ίδιες πόλεις με αυτούς, αγαπάς τον Μπόουι. Είναι πιστεύεις εφικτό ο συγγραφέας να αφήσει τον εαυτό του έξω από την ιστορία του;
Ακόμα κι αν έγραφα μια ιστορία για μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει απομονωμένη σε ένα νησί, κι εκεί θα υπήρχαν κομμάτια μου.
Η σκέψη του συγγραφέα είναι αυτή που μπαίνει στην ιστορία του. Τα υπόλοιπα μπορεί να ταυτίζονται μαζί του, μπορεί και όχι.

Όσο γράφεις, ζητάς τη γνώμη κάποιου ή κάποιων; Έχεις βρει τον ιδανικό σου αναγνώστη;
Όταν τελειώνω το πρώτο draft, το δίνω σε μερικούς στενούς φίλους, είτε συγγραφείς και κριτικούς, είτε αναγνώστες.
Νομίζω ότι ιδανικοί αναγνώστες σε αυτό το επίπεδο είναι άνθρωποι που έχουμε ίδια ματιά απέναντι στα πράγματα, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία.
Την έχω βρει την ιδανική μου αναγνώστρια, και μου έδωσε και μια δική της φωτογραφία για το εξώφυλλο του βιβλίου.

Τον εκάστοτε επιμελητή τον θεωρείς εν δυνάμει φίλο ή εχθρό;
Σίγουρα φίλο. Ένας καλός επιμελητής μπορεί να αναδείξει το κείμενό σου, να σε γλιτώσει από κακοτοπιές.
Ένας καλός επιμελητής είναι το δίχτυ σου, ο άνθρωπος που θα σε σώσει.

Ως τώρα έχεις δοκιμάσει τόσο τη μικρή όσο και τη μεγάλη φόρμα, ενώ έχεις γράψει και ένα παιδικό βιβλίο. Τι πιστεύεις πως σου ταιριάζει αλλά και σε εκφράζει καλύτερα;
Αγαπώ πολύ τα διηγήματα, απολαμβάνω να τα γράφω. Το μυθιστόρημα είναι για μένα ψυχοφθόρο, κουραστικό, απαιτεί αφοσίωση, και στην επαγγελματική και οικογενειακή κατάσταση που βρίσκομαι είναι πολύ δύσκολο.
Σαν ιδιοσυγκρασία, το διήγημα με «βολεύει» γιατί είμαι ανυπόμονη.
Αλλά πρέπει να ομολογήσω πως νιώθω ιδιαίτερη περηφάνια που ολοκλήρωσα το Αδελφικό.

Πώς είναι αλήθεια να γράφει κανείς στον ελάχιστο χρόνο που μια «κανονική» δουλειά, έστω και σχετική με τη λογοτεχνία, όπως η μετάφραση, του αφήνει; Επηρεάζει το γράψιμο την κοινωνική σου ζωή;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Κάθε μέρα κουβαλάς ένα βάρος – «άλλη μια μέρα που δεν έγραψα τίποτα».
Η μετάφραση είναι απαιτητική δουλειά. Τα deadlines είναι συνήθως πιεστικά, αν αυτή είναι η μόνη σου εργασία. Δεν ξέρω πώς το κάνω. Πάντως το Αδελφικό τελείωσε ένα διάστημα που δεν μετέφραζα τίποτα. Όμως την κοινωνική μου ζωή δεν την επηρεάζει.
Δουλεύω από το σπίτι εδώ και δέκα χρόνια, είναι πολύ μοναχική συνθήκη, έτσι δεν θυσιάζω τις συναντήσεις με τους ανθρώπους μου για να γράψω. Οι άνθρωποί μου είναι για μένα πιο σημαντικοί.

Θα επιμείνω λίγο ακόμα στο θέμα της μετάφρασης και θα ήθελα να ακούσω τις σκέψεις σου γύρω από τη σχέση της με την πρωτότυπη δημιουργία.
Η μετάφραση είναι μια δουλειά ευθύνης· έχεις ευθύνη απέναντι σε κάποιον άλλο και όχι στον εαυτό σου, και καμιά φορά δείχνεις μεγαλύτερη υπευθυνότητα στο έργο κάποιου άλλου.
Δημιουργείς κάτι από την αρχή, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να διατηρείς το ύφος και -ασυζητητί- τα νοήματα. Είναι δημιουργική εργασία, αλλά υπάρχει πλαίσιο: ακολουθείς τον/τη συγγραφέα. Στη δική σου δουλειά είσαι ελεύθερος, δεν πιέζεσαι από κάποιο deadline, μπορείς να είσαι όσο «ανεύθυνος» θέλεις. Η μετάφραση είναι μια τριβή με τη γλώσσα που πιθανόν βοηθάει στη συγγραφή, από την άλλη όμως σου γεμίζει το μυαλό με το ύφος κάποιου άλλου, και αυτό μπορεί να είναι πρόβλημα.

Κάτι καλό που διάβασες τώρα τελευταία;
Τα πιο πρόσφατα είναι το “Χέρια μικρά” του Αντρές Μπάρμπα και το “Πώς πάνε τα πράγματα” του Θάνου Κάππα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα