Με αυτόν τον τίτλο και χωρίς τίποτα άλλο η κυριακάτικη εφημερίδα Αθηνών “ΤΟ ΒΗΜΑ” είχε σε τρία φύλλα της από έναν τόμο συγγραφής του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου που ανέβασαν την κυκλοφορία της τις ημέρες αυτές κατά 35.000 φύλλα επιπλέον. Πράγματι στις 1.100 σελίδες συνολικά και στις πολλές φωτογραφίες αποτυπώνεται η ιστορία της πλέον πολυτάραχης περιόδου των μεταπολεμικών χρόνων.
Φυσικά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν τα περισσότερα γεγονότα στα οποία αναφέρεται, ήταν πράγματι όπως τα γράφει και είναι απορίας άξιον πώς διατηρούσε στη μνήμη του ατέλειωτους διαλόγους και συζητήσεις με πολιτικά και άλλα πρόσωπα.
Εκεί όμως που κάνει λάθος αφορά την περίοδο της Μάχης της Κρήτης που ήταν τότε ενός έτους και ασφαλώς τα γραφόμενα οφείλονται σε διηγήσεις δικών του ανθρώπων.
Γράφει στη σελ. 93 του πρώτου τόμου:
«Όταν η Κρήτη είχε πλέον καταληφθεί -αν και με τεράστιο κόστος για τον κατακτητή, που είδε να αποδεκατίζεται το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών του- ο Βασιλεύς διέσχισε τα βουνά και μαζί με την ελληνική κυβέρνηση διέφυγαν από τις νότιες ακτές του νησιού».
Λάθος, αφού ο βασιλιάς Γεώργιος αναχώρησε στις 23 Μαΐου στην αρχή της Μάχης της Κρήτης και αυτή την ημερομηνία έχει και το διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό από τα Λευκά Όρη. Στο καταχωρούμενο διάγγελμα υπάρχουν αρκετές σειρές και περικοπές που ποτέ δεν γράφτηκαν σε άλλη σχετική αναφορά ούτε στο ημερολόγιο του πρωθυπουργού Τσουδερού που τον συνόδευε, και υπέγραφε κι αυτός το κείμενο, ούτε σε κανένα άλλο έντυπο. Στο μέρος του διαγγέλματος που δεν υπάρχει αλλού, και ίσως προστέθηκε εκ των υστέρων, ο Γεώργιος αναφέρει ότι “στάθμευσαν” στο Θέρισο για να παρακολουθήσουν την πορεία της μάχης και πιο κάτω, ότι η παραμονή των στην Κρήτη εμπόδιζε τη διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η πραγματικότητα είναι ότι φιλοξενήθηκαν στο Θέρισο διαφεύγοντες. Κατά το ημερολόγιο του πρίγκηπα Πέτρου, που ήταν μαζί, έφθασαν αργά νύχτα στο Θέρισο και αναχώρησαν ξημερώματα. Φυσικά ο Κων/νος δεν γνωρίζει τίποτα για τον χρυσό του βασιλικού των οίκου που έκρυψε ο συνοδός των διαφευγόντων συνταγματάρχης Μπλαντ στα Λευκά Όρη. Είχα γράψει στα “Χ.Ν.” για το γεγονός πριν δέκα χρόνια.
Επίσης, ότι ο βασιλιάς Γεώργιος στα Περιβόλια, που διέμεινε στου Βολάνη, άφησε την στραταρχική ράβδο και το στέμμα εκεί που τα διαφύλαξε η οικογένεια Καστρινάκη και εξεπλάγην όταν, μετά τον πόλεμο και το δημοψήφισμα, επέστρεψε στην Ελλάδα και του τα παρέδωσαν. Για ανταμοιβή μάλιστα φρόντισε να διοριστεί στην Τράπεζα της Ελλάδος μέλος της οικογένειας, αλησμόνητος φίλος μας.
Την τελευταία εικόνα των βασιλιάδων, θυμάμαι όταν, υπηρετώντας την στρατιωτική θητεία μου στα Γιάννενα, κατά την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης από τους Τούρκους 21 Φεβρουαρίου 1959, όταν, κάτω από πυκνή χιονόπτωση παρελάσαμε μπροστά στο ζεύγος Παύλο και Φρειδερίκη που τους είχαν φορτώσει, λόγω καιρού, με κάπες σκοπών.
Πριν αρκετά χρόνια είχα δημοσιεύσει στα “Χ.Ν.” την κουβέντα μου με τον επιζώντα τότε Θερισιανό Ηλία Λεβεντάκη, που στην αποχώρηση της βασιλικής συνοδείας ήταν ο αγωγιάτης του Γεωργίου.
Από τα πολλά που είχα καταγράψει αναφέρομαι μόνο σε ένα. Όταν, μετά που φιλοξενήθηκαν πρόχειρα στον κούμο των Βίγληδων στα Πόρια, και ξημερώματα θα άρχιζαν την κάθοδο προς τη Σαμαριά, ο βασιλιάς δυσανασχέτησε, επειδή δε του επέτρεψαν να ιππεύσει στο μουλάρι, για τον κίνδυνο πτώσης του, λόγω του κακοτράχαλου εδάφους.
Στη διαμαρτυρία του αυτή ο αγωγιάτης του, του απάντησε:
– Δεν μας ειδοποίησες μεγαλειότατε να φτιάξουμε βασιλικό δρόμο!!
Από μικρός θεωρούσα τους βασιλιάδες δικούς μας και ξένους, σαν ένα μέρος του παραμυθιού που όμως κάποιες φορές το παραμύθι αυτό δεν προχωρούσε ομαλά και όμορφα. Δεν μπορεί όμως κανείς διαβάζοντας τον επίλογο του συγγράμματος του Κωνσταντίνου όπου, κατ’ αρχήν, εξυμνεί τη βασίλισσα Άννα- Μαρία και τη ζωή πενήντα χρόνων μ’ αυτήν, και μετά αναφέρεται στην άλλη μεγάλη του αγάπη την Ελλάδα που την απολαμβάνει τώρα στο νέο των σπίτι. Τελειώνει γράφοντας:
«Σήμερα λοιπόν οι ημέρες μας περνούν μαζί με τη βασίλισσα στο Πόρτο Χέλι, στο νέο μας σπίτι, το πρώτο ύστερα από τόσες δεκαετίες που ζήσαμε μακριά από τον τόπο μας, με μιαν αγάπη και μια πληρότητα που δεν μπορώ να περιγράψω και για την οποία ευχαριστώ τον Θεό.
Πολλά βράδια έρχονται στο μυαλό μου μνήμες. Θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι… Και δεν ντρέπομαι να πω: είναι πολλές φορές που δακρύζω. Σκέπτομαι, κοιτώ έξω τη θάλασσα και δακρύζω. Τόσο με τις αναμνήσεις και τις σκέψεις, όσο και από τη συγκίνηση που με κατακλύζει όταν αντικρίζω τόση ομορφιά. Τις περισσότερες φορές δακρύζω από χαρά, για το δώρο της ζωής. Αλλοτε όμως κι από θλίψη…»