Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Βασιλικά εγκαίνια στην Παλαιόχωρα

Το ξεκίνημα του υδροηλεκτρικού εργοστασίου του 1954

Σήμερα, ο κ. Γιώργος Καρεφυλάκης, ο γνωστός πια, από τα αναστορήματά του, 93χρονος Περβολιανός, θα μας διηγηθεί την πιο λαμπρή και αξέχαστη εμπειρία του, από τη θητεία του στο ένδοξο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό.
Eγώ, όπως σου έχω ξαναπεί, κυρ Δάσκαλε, υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία στο ναυτικό. Παρουσιάστηκα στον Σκαραμαγκά, έκανα τη βασική εκπαίδευση των  40 ημερών, έμεινα και 3 μήνες στη σχολή των μηχανοτεχνιτών και πήρα μετάθεση στο Ναύσταθμο στη Σούδα.
Ο Ναύσταθμος είχε πρωτοϊδρυθεί και δεν υπήρχαν πολλές υποδομές, ούτε τα συνεργεία που υπήρχαν και λειτουργούσαν μέχρι πριν λίγα χρόνια, γιατί από ό,τι μαθαίνω τώρα, τις δουλειές τις παίρνουν εξωτερικά συνεργεία.
Έξω από τον Ναύσταθμο ήταν παροπλισμένα στη σειρά οκτώ πολεμικά πλοία, Μιαούλης, Κανάρης, Θεμιστοκλής και άλλα και περίμεναν επισκευή· μόνο το Λάσκος είχε πλήρωμα, εκεί υπηρετούσα κι εγώ. Εργατοτεχνικό προσωπικό πολύ λίγο, καμιά 80ριά Χανιώτες και 20 περίπου παλιοί, που τους είχαν κατεβάσει από τη Σαλαμίνα.
Την Άνοιξη του 1954, Φλεβάρης, Μάρτης θα ήτανε, μας λέει ο ύπαρχος, ο αξέχαστος πλωτάρχης Χαριζίδης από την  Κοκκινιά.
– Παιδιά, σε λίγο καιρό θα κατέβει ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα και θα παραστούμε κι εμείς ως τιμητικό άγημα και πρέπει να ετοιμαστούμε κατάλληλα.
Εμείς από τη μια χαρήκαμε που θα είμαστε στο τιμητικό άγημα, από την άλλη αναλογιστήκαμε τι ετοιμασίες θα κάναμε.
Είπαμε και πιο πριν ότι ο Ναύσταθμος ήταν αδιαμόρφωτος και δεν βόλευε ο χώρος να κάνουμε τις ανάλογες προετοιμασίες.
Μπαίναμε, λοιπόν, για δύο μήνες περίπου, σε ένα λεωφορείο του ναυτικού  και πηγαίναμε στον δρόμο έξω από τις φυλακές της Αγιάς, που είναι μια μεγάλη ευθεία. Τότε δεν υπήρχε καθόλου κίνηση στον δρόμο, ζήτημα να περνούσε το δίωρο  που κάναμε πρόβες κανένα φορτηγό.
Κάναμε βηματισμό, προσοχή, ανάπαυση, σημειωτόν, παρουσιάστε και ό,τι άλλο παράγγελμα μας έδιδε ο εκπαιδευτής μας. Υπόψη ότι όπλο δικό μας,  χρεωμένο σε μας, όπως στον στρατό, δεν είχαμε, μας το δίνανε από την αποθήκη και το παραδίδαμε αμέσως μετά.
Αρχές Μαΐου, μας λέει πάλι ο ύπαρχος, την τάδε μέρα να είστε έτοιμοι, την καλή σας τη στολή περιποιημένη, σιδερωμένη, γιατί θα πάμε στην Παλιόχωρα που θα έρθει ο Βασιλιάς να εγκαινιάσει ένα μικρό υδροηλεκτρικό έργο στην περιοχή.
Μπήκαμε, λοιπόν, το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας από την άφιξη του Βασιλιά στο λεωφορείο του ναυτικού και φτάσαμε στην Παλιόχωρα. Μας οδήγησαν στο Δημοτικό Σχολείο,  όπου εκεί οι Τοπικές Αρχές, μα και ο απλός κόσμος είχαν ετοιμάσει τη διαμονή μας. Πατανίες και κουβερτούλες για τον βραδινό μας ύπνο, μα και πολλή περιποίηση στα σπίτια και στα μαγαζιά.
Νεαροί και μεσόκοποι Σελινιώτες, ντυμένοι με γνήσιες ντόπιες κρητικές φορεσιές ήρθαν και μας πήραν και τους  τριάντα του Ναυτικού και κάναμε παρέα ως αργά το βράδυ..
Υπόψη, ότι από τους τριάντα που συμμετείχαμε στο τιμητικό άγημα, μόνο 2 είμαστε Κρητικοί , εγώ και ένας Παπαδάκης από το Ρέθυμνο· οι υπόλοιποι, ήταν κυρίως από τη Νησιωτική Ελλάδα.
Στον πηγαιμό με το λεωφορείο, έδειχναν «κουμπωμένοι», γιατί φαίνεται  ότι είχαν ακούσει στον τόπο τους ότι οι Κρητικοί είναι άγριοι, απότομοι, μέχρι  και μαχαιροβγάλτες του έλεγαν.
Εγώ και ο Παπαδάκης τους καθησύχασαμε, τους  είπαμε ότι δεν είναι έτσι όπως τα έχουν ακούσει, μονάχα να προσέξουν να μην «προσβάλλουν» καμιά κοπελιά.
Όλο το Σέλινο γιόρταζε, τα μαγαζιά γεμάτα κόσμο, τα σπίτια ανοιχτά να μας κεράσουν, να μας περιποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μας αναζήτησε ο Αξιωματικός μας, ο αξέχαστος Χαριζίδης, μας βρήκε σε ένα μαγαζί στο «τσακίρ κέφι».
Σταματά στην πόρτα και μας λέει
-Ρε παιδιά, με κάψατε, τι θα κάνουμε  αύριο; Πώς θα παρουσιάσουμε;
Αμέσως τον κυκλώνουν οι βρακοφόροι, θέλοντας να μας υπερασπιστούν.
– Πρόσβαλες την παρέα κ. Διοικητά, και για τιμωρία σου επιβάλλουμε να πιεις δέκα κούπες.
– Ω! Όχι, εγώ δεν πίνω. Κατεβάζανε τις κούπες 9,8.7……1, εν τέλει, ήπιε μισή κούπα.
Στη συνέχεια, συνοδεία των βρακοφόρων, πήγαμε στο Σχολείο, όπου με έκπληξη είδαμε ότι όλοι οι πεζικάριοι ήταν μέσα και με φρουρό στην είσοδο, δεν τους επετράπη φαίνεται καθόλου η έξοδος.
Εμένα, μάλλον, με είχε πειράξει το κρασί και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ξάπλωσα μα βούιζε όλος ο κόσμος πάνω μου, βγήκα έξω να πάρω αέρα και μπήκα να ξαπλώσω σε ένα ξέσκεπο αμάξι του στρατού. Ήρθε ο στρατιώτης φρουρός και με παρακάλεσε να μπω στο Σχολείο, γιατί έξω θα κρυώσω. Σε λίγο συνήλθα, μπήκα στο Σχολείο και το πρωί «ήμουν περδίκι».
Το πρωί, λίγο πριν το μεσημέρι, ήρθε το αντιτορπιλικό με τον Βασλιά και τη συνοδεία του. Εμείς, το άγημα και του ναυτικού και του στρατού, αποδώσαμε τις πρέπουσες τιμές, σε λίγο έγιναν τα εγκαίνια και μετά άρχισε τρικούβερτο γλέντι σε όλη την Παλιόχωρα· μέχρι και η Βασίλισσα Φρειδερίκη χόρεψε.
Το απόγευμα μπήκαμε στο λεωφορείο για την επιστροφή και τότε ένας πανύψηλος συνάδελφος, από το Κριεκούκι  Αττικής, Καραγκιοζίδης αν θυμάμαι καλά το όνομά του, σηκώνεται και λέει φωναχτά «Μωρέ στο χωριό μου, αν ζητήσεις νερό, πιθανόν να σου δώσουν, εδώ δίχως να μας ξέρουν μας έδωσαν  και την ψυχή τους ακόμα. Αγάπησα την Κρήτη και θα την αγαπώ αιώνια».

*Ο Γεώργιος Μανιαδάκης είναι Συν/χος Δάσκαλος.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα