«Η δύναμη του θεάτρου βρίσκεται στο στοιχείο της μοναδικότητας και του ανεπανάληπτου που περιέχει. Αν θέλετε να το συνοψίσουμε, το στοίχημα του θεάτρου είναι το στοίχημα της ανθρώπινης μοναδικότητας». Ο σκηνοθέτης – ηθοποιός Βασίλης Παπαβασιλείου είναι μια από τις εμβληματικές προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Ο μονόλογος “Ελένη” του Γιάννη Ρίτσου που είχε σκηνοθετήσει και ερμηνεύσει ο ίδιος άφησε ιστορία πραγματοποιώντας περισσότερες από 200 παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα. Φέτος, επιστρέφει στον ποιητικό θεατρικό λόγο του Ρίτσου, για να σκηνοθετήσει για λογαριασμό του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης τον Μανώλη Μαυροματάκη στον “Αίαντα”. Αυτή η νέα του δουλειά αποτέλεσε την αφορμή για να μιλήσουμε για τη σημερινή μεταιχμιακή εποχή μας, το κείμενο του Ρίτσου, τη σύνδεση του ίδιου με την επαρχία, αλλά και το ανεπανάληπτο στοιχείο στο οποίο κρύβεται η διαχρονική μαγεία του θεάτρου.
– Ο Αίαντας του Σοφοκλή υπήρξε ένας ήρωας σε μια μεταιχμιακή εποχή. Η αξία του σπαθιού που εκπροσωπούσε υποχωρούσε μπροστά στην αξία του νου που αντιπροσώπευε ο Οδυσσέας. Σήμερα, δεν είμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή; Δεν νιώθετε ότι χάνονται αυτονόητα που ίσχυαν για χρόνια;
Η αλλαγή που εκδηλώνεται στο επίπεδο της καθημερινής μας ζωής είναι ραγδαία. Το υπόδειγμα βάσει του οποίου λειτουργούσαμε έχει αλλάξει. Για παράδειγμα το κινητό τηλέφωνο που χρησιμοποιούμε πια για τα πάντα είναι εφαρμογή μιας διαστημικής τεχνολογίας. Δηλαδή εμείς ως άνθρωποι που υποκείμεθα στη βαρύτητα χρησιμοποιούμε κάτι με το οποίο παραπέμπει στην έλλειψη της βαρύτητας στο διάστημα. Αυτό δεν είναι κάτι απλό. Σημαίνει πολλά για τη ζωή των ανθρώπων και την ψυχική μας ζωή. Σίγουρα όλες οι τεχνολογικές εφευρέσεις κάνουν τη ζωή μας πιο άνετη. Αν όμως δεχθούμε ότι δεν υπάρχει νόμισμα που να έχει μόνο μια όψη, τότε, όπως έλεγε και ένας στοχαστής, το νόμισμα της προόδου έχει στην άλλη όψη τη βαρβαρότητα. Εκείνο, λοιπόν, που προσωπικά με απασχολεί είναι ότι το πρόσωπο της προόδου μπορώ να το νιώσω και να το εικάσω. Το άλλο πρόσωπο όμως; Τι είναι αυτό που εγκυμονεί ή ενδεχομένως μάς απειλεί με σύγχρονες εκδοχές βαρβαρότητας;
– Η αλήθεια είναι ότι το ερώτημα αφορούσε κυρίως τις αλλαγές στο αξιακό μας σύστημα. Πού πάμε αλήθεια;
Αναγκαστικά θα γίνει αυτό. Δεν ξέρω αν θα προλάβουμε να ζήσουμε μια – όπως θα μπορούσε κάποιος να μπει στον πειρασμό να τη χαρακτηρίσει – “κοινωνία ακοινώνητων” ή μια κοινωνία μιας νέας μορφής κοινωνικότητας. Είναι ένα ερώτημα αυτή η υπερ-αυτονόμηση και απομόνωση του ατόμου η οποία ξορκίζεται χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία της επικοινωνίας, τι είδους ανθρώπους θα παράξει; Δικαιούμαστε να απορούμε και να προβληματιζόμαστε κι ενδεχομένως λίγο να φοβόμαστε.
– Στον λόγο του Ρίτσου τι σας γοήτευσε;
Ο λόγος του Ρίτσου με συγκινεί. Στην “Τέταρτη Διάσταση” κορυφώνεται μια κεντρική πλευρά του ταλέντου του: Ο Ρίτσος είχε αίσθηση του θεάτρου. Αν διαβάζοντας τον λόγο του Ρίτσου προσπαθήσετε να τον ακούσετε μέσα από το φίλτρο της προσωπικής απαγγελίας του ποιητή, είναι ένας ύμνος σε αυτό που λέγαμε παραδοσιακά θεατρικότητα. Ένας λόγος ο οποίος είναι στην καθομιλουμένη, στη δημοτική, ένας λόγος απλός, που όμως δίνεται και φιλτράρεται μέσα από τη θεατρικότητα, η οποία είναι για τον Ρίτσο ύψιστη αρετή. Αν φανταστούμε αυτό τον λόγο μέσα από το στόμα του Ρίτσου ή μιας μεγάλης ηθοποιού, όπως της Κατίνας Παξινού, μπορούμε να νιώσουμε την αξία που έδιναν στην εκφορά του λόγου, στον φθόγγο, δηλαδή τη μουσική της γλώσσας. Τώρα είμαστε όλοι θεμελιωδώς τσαπατσούληδες όταν μιλάμε. Έχουμε αφαιρέσει ορισμένα θεμελιακά αιτήματα ως προς τον λόγο και πολύ περισσότερο ως προς την προφορικότητα. Έχει υποκατασταθεί η γλώσσα από αυτό που προσωπικά ονομάζω “μηνυματική”.
– Κάτι χάσαμε δηλαδή;
Βεβαίως κάτι χάσαμε. Όπως στον γραπτό λόγο περάσαμε από το πολυτονικό στο μονοτονικό, στον προφορικό λόγο συντελέστηκε μια μετάβαση από το τονικό στο άτονο. Χάσαμε, δηλαδή, την ελληνική έκφραση. Δεν λέω ότι κακώς έγινε η μετάβαση στη δημοτική. Όμως, όπως λέγαμε και νωρίτερα, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει πρόοδος χωρίς το αντίθετό της.
– Συνεργάζεστε με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης ερχόμενος από την Αθήνα όπου δραστηριοποιείστε και η οποία εκ των πραγμάτων είναι το κέντρο των εξελίξεων και στις τέχνες. Αυτή η μετάβαση από την πρωτεύουσα στην επαρχία συνεπάγεται κάποια διαφοροποίηση για εσάς;
Είμαι από τους πιστούς της προσπάθειας για το περιφερειακό – αποκεντρωμένο θέατρο. Έχω διατελέσει έναν χρόνο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών κι έχω συνεργαστεί με δύο ακόμα ιστορικά ΔΗΠΕΘΕ, της Λάρισας και της Πάτρας. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω κάποιες από τις καλύτερες παραστάσεις μου. Είναι δηλαδή ένα κομμάτι της ζωής μου αυτή η – εκτός Αθηνών – δημιουργική πράξη. Κι εύχομαι να έχει ο “Αίας” που παρουσιάζουμε με το ΔΗΠΕΘΕΚ την τύχη που είχε η “Ελένη” παλαιότερα.
– Το θέατρο πως το βλέπετε σε μια εποχή που οι νέες τεχνολογίες διαμεσολαβούν την ανθρώπινη επικοινωνία όλο και περισσότερο, τονίζοντας, όπως είπατε και νωρίτερα, την ατομικότητά μας και αποδυναμώνοντας την αμεσότητα;
Το θέατρο ήταν μια θριαμβεύουσα τέχνη πριν από έναν αιώνα κι έγινε στις μέρες μας μια μειονοτική, καθώς σταδιακά, μέσα από την ανάδυση της κινούμενης εικόνας, έχασε την πρόσβαση στην καθολικότητα του κοινού, στο μεγάλο κοινό. Αυτό δεν σημαίνει όμως τίποτε άλλο. Απλώς οι αριθμοί που ορίζουν μια επιτυχία τότε ήταν χ, ενώ σήμερα είναι ψ. Το θέατρο όμως πάντα προχωρούσε μέσα από την επιτυχία αλλά και την αποτυχία. Αυτό που λέω είναι στον αστερισμό της φράσης του Μπέκετ: “Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα”. Πιστεύω, λοιπόν, ότι το θέατρο έχει δουλειά. Έχει δουλειά γιατί ό,τι κι αν γίνει ο άνθρωπος πάντα θα πέφτει και θα πρέπει να σηκωθεί ξανά. Θα πρέπει να ερωτευτεί. Θα πρέπει να πληγωθεί, να απογοητευτεί. Πράγματα δηλαδή που βρίσκουν τον ιδανικό τόπο για να εκφραστούν στη θεατρική σκηνή. Ξέρετε το θέατρο είναι μια διαδικασία όπου κάποιος σας καλεί και σας λέει ελάτε απόψε στις 21:30 στο θέατρο της Απτέρας και θα συμβεί κάτι μεταξύ μας, με πρόσχημα τον Ρίτσο, τον Σέξπιρ ή τον Ψαθά. Αντίθετα, η κόπια μιας ταινίας του σινεμά μπορεί να παίξει σε δέκα χιλιάδες σημεία ανά την υφήλιο ταυτόχρονα και να παρακολουθούμε, την ίδια ώρα, όλοι μια ταινία. Η δύναμη, λοιπόν, του θεάτρου βρίσκεται ακριβώς στο στοιχείο της μοναδικότητας και του ανεπανάληπτου που περιέχει. Αν θέλετε να το συνοψίσουμε, το στοίχημα του θεάτρου είναι το στοίχημα της ανθρώπινης μοναδικότητας.
Η παράσταση
Η παράσταση “Αίας”, σε κείμενο του Γιάννη Ρίτσου και σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, έκανε πρεμιέρα χθες στο θέατρο της Αρχαίας Απτέρας.
Πρόκειται για έναν από τους 17 μονολόγους που συγκροτούν το έργο του ποιητή Γιάννη Ρίτσου “Τέταρτη Διάσταση” (1956-1975), και ανεβαίνει από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης (ΔΗΠΕΘΕΚ).
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
Σκηνικά-Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Σύνθεση ηχοτοπίων: Jan Van Angelopoulos
Συνεργάτις Σκηνοθέτις: Νικολέτα Φιλόσογλου
Φωτογραφίες αφίσας – προβών – trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Αναστασάκης
Ερμηνεύει ο Μανώλης Μαυροματάκης
Συμμετέχει η Μάγδα Καυκούλα
Η παράσταση θα παρουσιαστεί:
– 1 και 2 Ιουλίου Αρχαίο Θέατρο Απτέρας
– 3 Ιουλίου Δημοτικό Σχολείο Παλαιόχωρας
– 5 Ιουλίου Θέατρο “Αλέξης Μινωτής” Αγίου Αντωνίου
– 6 και 7 Ιουλίου Κηποθέατρο “Μ. Χατζιδάκις” στο Ηράκλειο
– 8 Ιουλίου Θέατρο “Ερωφίλη” Φορτέτζα στο Ρέθυμνο
– 10 Ιουλίου Φρούριο Καζάρμα Σητείας
– 11 Ιουλίου στο Πέτρινο Θέατρο στα Νωπήγεια
– 12 Ιουλίου Θέατρο Μαχαιρών
Ώρα έναρξης των παραστάσεων 21:30.