Σαν σήμερα -19 Μαρτίου 1936- η είδηση του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου κυριαρχεί στον ελληνικό Τύπο. Ο μεγάλος πολιτικός έχει πια αφεθεί στην κρίσιν της Ιστορίας όπως δηλώνουν κάποιοι από τους πολιτικούς αντιπάλους του! Στην εφ. “Νέος Κόσμος” παρουσιάζονται διαφορετικά στιγμιότυπα με αντιδράσεις πολιτών αλλά και την υποστολή της σημαίας «άμα τη αναγγελία του θανάτου του Δημιουργού της Μεγάλης Ελλάδος».
Σε αυτά δεσπόζει η μορφή ενός γέρου Κρητικού ο οποίος «αναγιγνώσκει με ζωηράν συγκίνησιν την είδησιν του θανάτου του Μεγάλου Τέκνου της ηρωικής Μεγαλονήσου». Εξάλλου στο μέσον βλέπουμε μαυροφορεμένες γυναίκες και παιδιά μπροστά από τη μεγάλη φωτογραφία του «Ελευθερωτού» όπως χαρακτηριστικά αναγράφει η λεζάντα… Σε δίστηλο της εφημερίδας με τίτλο “Το λαϊκόν πένθος” διαβάζουμε «ουδέποτε η πρωτεύουσα παρουσίασε περισσότερον εναργή την εντύπωσιν εθνικής συμφοράς» και λίγο παρακάτω: «…το θλιβερόν άγγελμα εσκόρπισε παντού όπου υπήρχε καρδιά ελληνική, οδύνην άπειρον και άλγος σπαρακτικόν».
Ολη η λατρεία και η αγάπη του λαού προς τον Βενιζέλο παρουσιάζεται με γλαφυρότητα. Παραθέτουμε ένα μεγάλο μέρος από αυτή την περιγραφή αυτούσια: «Παρέλειψε μήπως τίποτε ο λαός αυτός που σπαράσσεται από πόνον, τίποτε που θα ημπορούσε να σώση τον Αρχηγόν; Δεν τον ελάτρευσε; Δεν εδεήθη εις τον Θεόν; Δεν έταξαν, νύμφαι τους αρραβώνας των και τα νυμφικά των, πλούσιοι και πτωχοί, νέοι και γέροι ό,τι εσκέφθησαν προς στιγμήν ότι θα συντελούσε εις το να εισακουσθή η ικεσία των εις τους αγίους; Χιλιάδες μήπως από παντού και προ παντός από τα χώματα της ηρωικής Μεγαλονήσου, που τόσον ενοστάλγησε ο “Παππούλης”, δεν είπαν εις τον Θεόν να τους πάρη την ιδικήν των ζωήν και να χαρίση ακόμη εις την Ελλάδα, τον ήλιον της;». Στο κείμενο περιγράφονται «σπαρακτικές σκηνές» από τους συνοικισμούς όπου ο θεατής έχει την εντύπωση ότι «όμιλοι των πολιτών που εκάθηντο εις τα διάφορα κέντρα, ευρίσκοντο εμπρός εις το νεκρικόν φέρετρον προσφιλούς των προσώπου»
. Ο απλός λαός των συνοικισμών θρηνεί με αναφιλητά, πνιγμένους λυγμούς και νευρικά ξεσπάσματα «γιατί, Θεέ μου, γιατί; άκουγε κανείς ν’ ανοιγοκλείνουν τα στόματα εις θλιβερούς μονολόγους». Η ζωή μοιάζει να έχει σταματήσει… Διαβάζουμε «Η νεκρική σιγή ηπλώνετο παντού. Κάπου ακούστηκεν ένας φωνόγραφος. Πόση παραφωνία μες την γαλήνη του πόνου».