Δημογέροντας και σεβάσμιος σε όλη την τοπική κοινωνία ο γέρο Δήμος ο Κονταξής, έστεκε πρωί-πρωί στην αυλή και συλλογιότανε. Θώραγε τη μικροθυγατέρα του τη Λαύρα φουριόζα, λαφροντυμένη και με ξέπλεγα μαλλιά να κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά κι η πίκρα ξεχείλαγε από τα μάτια του.
Eκατσε ανόρεχτα στο πεζούλι δίπλα στον ξυλόφουρνο, έριξε την κεφαλή στις φαρδιές απαλάμες του κι απόμεινε έτσι. Σκοτούρες και θλίψεις είχανε στοιβαχτεί στην καρδιά του και πνιγότανε που δεν μπόραγε να τα παλέψει όλα. Ήτανε, βλέπεις, η αρρώστια του τελευταία, που τον ανάγκασε να παραδώσει το διάκι της μεγάλης φαμελιάς του στη στερνοθυγατέρα του τη Λαύρα.
Άλλες τέσσερεις θυγατέρες είχε, της παντρειάς, κι ο μοναχογιός του, άξιος άντρας, που θα του στεκότανε, πριν από τρία χρόνια, αξημέρωτα του Άι Ντωνιού, είχε σκοτωθεί στης Γριάς το φαράγγι το απύθμενο.
Πέρασε ο καιρός, επουλωθήκανε λίγο οι πληγές, παντρευτήκανε οι δυο μεγάλες κόρες, καλοί μα σκληροί οι γαμπροί απαιτήσανε προίκες και πανωπροίκια πολλά, ζορίστηκε ο γέρο Δήμος μαζί με τη φαμίλια του την αρχοντομαθημένη. Κι η Λαύρα, αρμένιζε με το γερό σκαρί νύχτα και μέρα κι έτρεχε να τα φέρει βόλτα, να τα βάλει πάλι σε μια σειρά.
Μα εκεί που πηγαίνανε όλα καλά, ήρθε μια πλημμύρα, ανεμοστρόβιλος γίνηκε, τους πήρε τα ζωντανά μαζί με τα εφόδια που είχανε μαζώξει στο Αγριοκυπάρισσο, κλονίστηκαν πρόσκαιρα. Μεσολάβησε όμως κι η αρρώστια της γριάς μάνας, μια το ένα μια το άλλο, φύγανε τα λεφτά, αδειάσανε τα πιθάρια με τους καρπούς, γονατίσανε, πέσανε σε συλλογή.
Να πουλήσουνε χωράφι ή σπίτι δε γινότανε, αφού είχε ανύπαντρες δυο θυγατέρες ακόμη.
Σκεφτήκανε να ζητήσουν δάνειο, μα δε μπορούσαν να πάρουνε γιατί δεν υπήρχε αντίκρισμα κι εγγυητής. Η θέση τους είχε γίνει απελπιστική.
Περνάγανε οι μέρες, όλο και πιο δύσκολες γινόντουσαν, κι η κατάσταση δε φαινόταν να καθαρίζει εύκολα. Η αγωνία συνεχίστηκε, ώσπου ετούτο το πρωινό, μόλις ήπιανε τον καφέ στην κουζίνα, με το τζάκι να βουίζει, τινάχτηκε πάλι ορθή η Λαύρα.
Είχε πάρει την απόφαση της. Άφησε κυματιστά τα μαλλιά ως κάτω απ’ τους ώμους, φόρεσε το καλό φουστάνι, κατέβηκε αμίληχτη τα πέτρινα σκαλιά, στράφηκε στον πατέρα της που έμενε καθισμένος στο πεζούλι δίπλα στον ξυλόφουρνο.
-Την ευκή σου νάχω γέρο Δήμο πατέρα μου, μα δεν θ’ αργήσω, είπε και τρεχάτη, βρέθηκε στο καλντερίμι.
Μια και δυο, στου Βερβέρη το σπίτι.
Ο ίδιος ο προύχοντας της άνοιξε. Απόρησε προς στιγμήν, μα είχε ακούσει για τις συμφορές των Κονταξήδων, κατάλαβε, δαγκώθηκε. Κι η Λαύρα, χωρίς περιστροφές, του ζήτησε δανεικά μέχρι να βγούνε από το ζόρι.
-Ξέρεις κι εγώ τούτον τον καιρό….. προσπάθησε να βγει απ’ το αδιέξοδο αυτός, μα η κοπελιά, ανυπόμονη, τον έκοψε.
-Άρχοντα, ξέρεις ποια είμαι, ξέρεις και τον πατέρα μου που σου στάθηκε πριν από χρόνια. Λοιπόν. Μη μου τα κλώθεις τα λόγια σου.
-Δεν έρχεσαι αύριο, που…
-Σήμερα τα θέλω, επέμενε αυτή.
-Ναι μα δεν έχετε εγγυητή. Ούτε εισοδήματα πολλά….
-Σέβομαι τα χρόνια και την αρχοντιά σου κυρ Βερβέρη, σεβάσου όμως κι εσύ τους Κονταξήδες. Θα μου δώσεις το δάνειο να γιατρέψω τη μάνα μου, είπε ζωηρά η Λαύρα κι έδωκε χτύπο στον τοίχο που μάτωσε το χέρι της.
Νέκρα έπεσε ολάγερα για στιγμές λιγοστές, ξανακούστηκε η φωνή της τραχιά.
-Κι όσο για εγγυητή, έχω.
-Έχεις;
-Ναι. Βάζω ενέχυρο, εμένα. Δε σου φτάνω; Φέρε το λοιπόν λεφτά και χαρτιά να σου τα υπογράψω.
Δε θέλησε υπογραφές και συμβόλαια ο άρχοντας. Τη ξάνοιξε ερευνητικά από πάνω ως τα κάτω, ήτανε μιας πιθαμής ζουμερό, άγριο και σπιρτόζικο κοριτσόπουλο, τη μπιστεύτηκε, της έδωκε όσα ζήτησε. Κι αυτή, τα τύλιξε, τα ‘χωσε στον κόρφο της που τρεμούλιαζε ολάκερος, φχαρίστησε, του ‘κλεισε το μάτι, έκανε μια τσαχπίνικη στροφή, κουνήθηκε ανέμελα, παίξανε τα διπλοκάπουλά της, χάθηκε στη γωνία.
Έμεινε ακουμπισμένος στο περβάζι της ξώπορτας ο Βερβέρης, κι ως την εθώραγε, σκευότανε τι τον συνέφερε.
Τα λεφτά, για, το ενέχυρο.
Άλλοι λένε πως τα γύρισε τα λεφτά, κι άλλοι όχι.