Αχ, τούτη η γής. Μ’ αφουγκράζεται. Μα δεν έχω άλλα λόγια να της πω. Παρ’ εκτός ένα απαγορευμένοτραγούδι. Κι η βροχή που θα ‘ρθει, ο μόνος γιορτινός μου σύντροφος. Μα πήγε αργά. Και το μόνο που μένει είναι μακρινές απουσίες. Και μιά αρχή που αιμοραγεί φωνές. Που τα λόγια τους, όλο και ξεμακραίνουν. Και χάνονται πίσω από καπνούς περασμένων καιρών. Και η ομίχλη σκεπάζει όλα τα λιθόστρωτα του νου. Κι οι σιωπές έρχονται σα ματωμένο απόδειπνο. Και σα κλεμμένα ιερά. Από βέβηλες απουσίες. Κι ότι γυρίζει, στοιχειωμένα δάκρυα. Ρυτίδες, σα ρωγμές στο χρόνο. Π’ ακροπατούν εκεί που δεν είσαι πιά. Εκεί που δεν ήσουν ποτέ. Γι’ αυτό κι έφυγες. Κι είναι βαρβαρικό τραγούδι η σιωπή σου. Με ήχους ξένους. Που δεν έγιναν ποτέ δικοί μου. Και προτειμώ τη μοναξιά των μακρινών διαδρομών. Και μοιάζεις παράταιρο μειδίαμα που βεβηλώνει τη σιωπή μου. Είμαι πιό πέρα απ’ το πέρα τώρα. Μιά κλέφτρα σκιά είσαι στο νου. Π’ αποδιώχνω. Η μοναχική γιορτή, είναι πάντα πιό όμορφη. Κι η ομορφιά της, έχει τη τρυφερή σκληράδα τραγουδιού παλιού. Που σε συντρόφευε στις νυχτερινές διαδρομές στα τραίνα του Νοτιά. Με τη παγωμένη σταγόνα αυτού που πέρασε, στο τζάμι. Το
θολωμένο από την ανάσα που ξέχασες να πάρεις μαζί σου. Μακρινό ουρλιαχτό αγριμιού η σιωπή σου. Μα εγώ δε θέλω στη γιορτή μου άλλες βέβηλες απουσίες.