Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Βγορίζουσί μου τα Σφακιά (Το τραγούδι του Μπικογιώργη)

Στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης από τον τουρκικό ζυγό, η οικογένεια των Δεληγιαννάκηδων, με καταγωγή από το χωριό Ασφένδου Σφακίων, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα. Ειδικά στην επανάσταση του 1821, οι Δεληγιαννάκηδες εκείνης της εποχής, εφτά αδέρφια, με προεξέχουσες μορφές τους: Γεώργιο, Θεόδωρο, Σήφη και Στρατή, πολέμησαν γενναία, τόσο στα Σφακιά όσο και στις περιοχές του Ρεθέμνου, όπου ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης είχε οριστεί ως οπλαρχηγός. Τρεις από τους εφτά αδερφούς σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης (ή Γεώργιος Σφακιώτης ή Μπίκος) που σκοτώθηκε μετά από ενέδρα των Τούρκων στους Αρμένους Ρεθέμνου, τον Οκτώβριο του 1822. Στους παρακάτω στίχους, που γράφτηκαν επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης εφέτος 200 χρόνων από το θάνατό του, ο Μπικογιώργης, ο ξεχασμένος στις μέρες μας αυτός ήρωας, λίγο πριν την έναρξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, ανεβαίνει στις απάτητες από τους Τούρκους κορφές των Λευκών Ορέων (Μαδάρες), συλλογίζεται τη βαριά ιστορία των Σφακιών και τα δεινά της αγαπημένης του πατρίδας και προσμένει με ανυπομονησία την έναρξη του αγώνα, τραγουδώντας το ριζίτικο τραγούδι «ο αϊτός» (Σε ψηλό βουνό).

Στ’ αόρι εξεκίνησα και βγαίνω αλαβάρι,
στον ώμο έχω τη βούργια μου, κατσούνα γι’ αντισκάρι.
Βγορίζουσί μου τα Σφακιά ‘που την ψηλή Μαδάρα,
αμπώθει αέρας στα ψηλά τσ’ αυγής την κατσιφάρα.
Κι όπως η γη η σφακιανή απλώνεται μπροστά μου,
η ιστορία τω Σφακιώ πυρώνει την καρδιά μου.
Σαν αϊτός η σκέψη μου πετά, μα στάση κάνει,
στσ’ αρχοντικούς Σκορδύληδες και το Δασκαλογιάννη.
Σφακιά τόποι αδούλωτοι, πατρίδα τω γενναίω,
τω λεβεντόκορμω αντρώ και των καπεταναίω.
Παλικαριάς ακρόπολη, τιμή και περηφάνια,
χωρίς εσένα δε χτυπά τση λευτεριάς καμπάνα.
Ασφέντου, Ασκύφου στα ψηλά, γιαλό η Αγια Ρουμέλη,
τ’ αξίζουνε να δηγηθώ ώρα να πάρει θέλει.
Και τ’ άλλα τ’ αποδέλοιπα χωριά με ίδια αξία,
στη ρίζα σου `ναι τα Σφακιά, Κρήτη, και στην ουσία.
Θυμούμαι την αργαδινή που πήρα το χαμπέρι,
απ’ τη Βλαχιά το πέψανε στο σφακιανό λιμέρι.
Να ‘παλαγούμε απ’ την Τουρκιά καιρός κοντοσιμώνει,
ένας αιώνας και μισός είναι που την πλερώνει,
με αίμα και με βάσανα που αθρώπου νους δε βάνει,
ο Κρητικός την πίστη ν-του, που το σταυρό ν-του κάνει.
Θωρώ σημαία του σταυρού, ψηλά στσι «Πάχνες» στέκει,
και μοιάζει μου πως μου μηνά: «ως επά και μη παρέκει»·
πως σοντηρεί τση λευτεριάς η φλόγα να μη σβήσει,
άλλη μια επανάσταση κοντά ‘ναι να κινήσει.
Μα δα στ’ αόρι το ψηλό βιγλίζω αμοναχός μου,
και τραγουδώ τον «αϊτό» κι ούλη η Κρήτη ομπρός μου:
«Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι, κάθεται έν’ αϊτός…»

ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. ΒΟΣΚΑΚΗΣ

Ευχαριστώ το φίλο, Σφακιανό, Μανώλη Λελάκη, για τη συνεισφορά του στη διαμόρφωση του στίχου 24 του ποιήματος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα