Στα Χανιά βρέθηκε προ ημερών η γνωστή δημοσιογράφος Βίκυ Φλέσσα για την παρουσίαση του βιβλίου της: “Γιατί Ψυχανάλυση, κύριε Γιωσαφάτ;”. Λίγο πριν την εκδήλωση, τη συναντήσαμε στο ξενοδοχείο όπου διέμεινε στο ενετικό λιμάνι και μας μίλησε για το βιβλίο, τη γνωριμία της με τον εμβληματικό ψυχίατρο Ματθαίο Γιωσαφάτ, την εκπομπή της: “Στα άκρα”, τη δημόσια τηλεόραση, στην οποία, όπως τονίζει, «δεν γίνεται να μην έχει θέση ο πολιτισμός», τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και τη γνωριμία της με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη καθώς η ίδια ήταν το 2019 υποψήφια ευρωβουλευτής.
Να σημειώσουμε ότι η παρουσίαση του βιβλίου, πραγματοποιήθηκε από το Ανοιχτό Λαϊκό Πανεπιστήμιο και τις Εκδόσεις Αρμός, στο Ιστορικό Καφέ “Κήπος” και τη συζήτηση συντόνισε η πρόεδρος του Α.Λ.Π., Ελένη Βουγιούκαλου.
Τι περιλαμβάνει το βιβλίο σας: “Γιατί Ψυχανάλυση, κύριε Γιωσαφάτ;”
Το βιβλίο είναι μία μεγάλη συνέντευξη, περίπου 18 ωρών, με τον ψυχίατρο – ψυχαναλυτή, Ματθαίο Γιωσαφάτ. Νομίζω ότι είναι η πλέον εμβληματική φυσιογνωμία της ψυχανάλυσης – ψυχοθεραπείας στην Ελλάδα. Και γιατί το λέω αυτό; Θα πω κάτι το οποίο δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό. Στον Ματθαίο Γιωσαφάτ, οι γυναίκες χρωστάμε εν Ελλάδι την άδεια μητρότητος. Δηλαδή, αυτός με πολύ μεγάλη προσπάθεια, με ελάχιστους, τότε, ψυχαναλυτές γιατί δεν υπήρχαν πολλοί, έδωσε μάχη στις Επιτροπές των υπουργείων Εργασίας και Υγείας με αποτέλεσμα να μπορούμε να μιλάμε σήμερα για την άδεια μητρότητος. Διότι ήταν πεπεισμένος, έχοντας θητεύσει στα μεγαλύτερα τότε ινστιτούτα ψυχικής υγείας του παιδιού, στο Λονδίνο, ότι ο πρώτος χρόνος της ζωής του παιδιού, γενικώς στη ζωή όλων μας, είναι ο πλέον κρίσιμος. Στον Ματθαίο Γιωσαφάτ οφείλουμε και πρέπει να τον ευγνωμονούμε, αυτή την πολύ μεγάλη αλλαγή. Η ψυχαναλυση και τα άτομα με αναπηρία είναι ζητήματα “ταμπού” τα οποία δεν θα μπορούσαμε να συζητήσουμε πριν από 50 χρόνια. Και αυτό επίσης το χρωστάμε στον Ματθαίο Γιωσαφάτ. Η ιδέα (για το βιβλίο) ξεκίνησε από τον εκδότη των εκδόσεων Αρμός, κ. Γιώργο Χατζηιακώβου, ο οποίος γνώριζε βέβαια τον Ματθαίο και επίσης τις τρεις εκπομπές που είχαμε κάνει “στα άκρα” και την πόσο μεγάλη απήχηση είχαν και μου ζήτησε να κάνουμε μία συνέντευξη μόνο για να γίνει το βιβλίο. Δηλαδή, αυτό το βιβλίο δεν είναι οι απομαγνητοφωνημένες τηλεοπτικές συνεντεύξεις. Τον είδα, νομίζω, έξι φορές, μιλήσαμε πάρα πολλές φορές στο τηλέφωνο και χαίρομαι που στα τελευταία του γενέθλια στις 10 Μαρτίου 2022 – πέθανε 27 Ιουλίου 2022 – ολοκληρώθηκε το βιβλίο, του το είπα. το είδε και το χάρηκε πάρα πολύ»..
Το βιβλίο θα έλεγα ότι αποτελεί και συνέχεια της εκπομπής…
Είναι πάνω από την εκπομπή. Και είναι από τα χρησιμότερα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου.
Από τη συγκεκριμένη εκπομπή τι ξεχωριστές αναμνήσεις έχετε;
Πολύ δύσκολη ερώτηση. Επειδή δεν θέλω να αδικήσω ανθρώπους, θα μείνω μόνον σε έναν ο οποίος είναι και Χανιώτης. Νομίζω ότι όποιος γνώριζε τον Μίκη Θεοδωράκη, αντιλαμβανόταν ότι η αύρα του ήταν τέτοια που σκέπαζε τα πάντα. Είναι μία από τις εκπομπές που έχω μιλήσει το λιγότερο. Δεν μιλάω σχεδόν καθόλου. Κι είναι ένας Μίκης χείμαρρος.
Ξεχωριστή, προφανώς, αυτή η γνωριμία…
Η συνέντευξη η πρώτη έγινε 15 Ιανουαρίου το 2010. Κλείστηκα 20 μέρες στο σπίτι μου. Δεν γιόρτασα ούτε Χριστούγεννα, ούτε Πρωτοχρονιά. Ούτε γιόρτασα τη γιορτή μου. Ήμουν με όλα του τα βιβλία. Διάβαζα. Κρατούσα σημειώσεις. Έκλεινα το φως όταν κουραζόμουν. Κοιμόμουνα. Και ξεκινούσα πάλι να διαβάζω. Δεν ήξερα αν είναι μέρα. Δεν υπήρχε ρολόι. Δεν υπήρχε τίποτα. Ολοκληρώθηκε η προετοιμασία. Και πηγαίνω 15 Ιανουαρίου, το μεσημέρι, στο σπίτι, με το συνεργείο για να στήσουμε. Κώστας Διαμαντής σκηνοθέτης, Γιάννης Λαζαρίδης, διευθυντής φωτογραφίας. Δίνω στη Ρένα Παρμενίδου, το δεξί χέρι του Μίκη, δεκατέσσερις σελίδες με τις ιστορίες που θέλω να θυμηθεί. Ο Μίκης κοιμόταν το μεσημέρι. Της λέω: «Δείξτε αυτά στον κ. Θεοδωράκη, να έχει περίπου μία εικόνα για το πού θα κινηθούμε γιατί η αλήθεια είναι ότι είναι πολλά». Γύρω στις 5.30 κατεβαίνει κάτω ο Μίκης και μου λέει: «Καλά, διάβασες όλα τα βιβλία μου; Δεν το πιστεύω. Δεν θυμάμαι τίποτα. Εσύ θα τα πεις».
Και έτσι ξεκινήσαμε μία συνέντευξη η οποία διήρκεσε γύρω στις τέσσερις ώρες. Πήγαμε άλλες δύο φορές. Δηλαδή, ήταν περίπου 13 ώρες υλικό. Έχουμε πέντε μέρη στα οποία ξετυλίγεται η ζωή αυτού του πολύ ξεχωριστού ανθρώπου.
Πείτε μου και για την εμπειρία από την ΕΡΤ, όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και για την ελληνική τηλεόραση τού σήμερα.
Είμαι ιδιαιτέρως ευτυχής που κατάφερα να διευρύνω το τηλεοπτικό τοπίο εισάγοντας συνεντεύξεις με ανθρώπους του πνεύματος, της επιστήμης και του πολιτισμού, κάτι το οποίο δυστυχώς εκλείπει από την ελληνική τηλεόραση και πρέπει να είμαστε σε αυτό πάρα πολύ προσεκτικοί. Νομίζω ότι η δημόσια τηλεόραση στην Ελλάδα είναι αυτή η τηλεόραση που όλοι περιμένουμε να διακονεί τον πολιτισμό και τη νέα γενιά και να δίνει τη δυνατότητα σε προϊόντα τα οποία δεν είναι “εμπορικά” με όρους αγοράς να έχουν θέση στην τηλεόραση. Δηλαδή, την δημόσια τηλεόραση, την πληρώνουμε υποχρεωτικά κάθε μήνα μέσω της ΔΕΗ, ακριβώς για να βλέπουμε την όπερα της Βιέννης, παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, κι ας τη βλέπουν 100 άτομα στην Ελλάδα. Αυτός είναι ο χαρακτήρας της ΕΡΤ, αυτή είναι και η αποστολή της συνταγματικά.
Θα παρατηρήσω ότι η ΕΡΤ2 παίζει μόνο επαναλήψεις και άλλες ιστορικές εκπομπές όπως το “Μονόγραμμα” έχουν σταματήσει και μεταδίδονται σε επανάληψη.
Επειδή αναφέρεστε στο “Μονόγραμμα”, δεν νομίζω ότι υπάρχει εμβληματικότερη εκπομπή στην ΕΡΤ και ο βίος του πρέπει να είναι χωρίς υπερβολή μισό αιώνα. Καθημερινά μιλάμε με τον κ. Γιώργο Σγουράκη τον οποίο θεωρώ έναν εξαίρετο άνθρωπο του πολιτισμού. Είναι διάκονος του πολιτισμού ο κ. Σγουράκης. Και στα καθημερινά τηλεφωνήματά μας, εκφράζουμε εκατέρωθεν την ανησυχία μας για αυτή την κατάσταση. Δεν μπορώ να σκεφτώ μία ΕΡΤ χωρίς το “Μονόγραμμα”, χωρίς την εκπομπή “Εποχές και συγγραφείς” του Τάσσου Ψαρρά, χωρίς το “Παρασκήνιο” του Λάκη Παπαστάθη, κ.ά.
• Ολοι ανησυχούμε για το μέλλον της δημόσιας τηλεόρασης.
Όλοι ανησυχούμε. Και ελπίζω αυτό να φτάσει σε ευήκοα όντα, ότι δεν γίνεται ο πολιτισμός να μην έχει θέση στη δημόσια τηλεόραση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πληρώνουμε όλες και όλοι.
• Εχετε εμπειρία και από την πολιτική ως υποψήφια ευρωβουλευτής (2019). Πώς ήταν εκείνη η περίοδος και η γνωριμία σας με τον πρωθυπουργό.
Είναι μία από τις πιο σημαντικές εμπειρίες μου. Η γνωριμία μου με τον πρωθυπουργό ήταν χρόνια πριν, γιατί ήταν καλεσμένος μου, δύο ή τρεις φορές, στην εκπομπή μου “Στα άκρα”, όταν παλαιότερα, γύρω στο 2006, καλούσα και πολιτικούς. Είχε έρθει δύο – τρεις φορές στην εκπομπή μου ως ο πρώτος σε ψήφους, τότε βουλευτής. Με είχε εντυπωσιακή η ευγενική του συμπεριφορά. Ήταν πάρα πολύ ευγενής. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό να βλέπεις πως φέρονται οι άνθρωποι που έχουν εξουσία, σε τεχνικούς, στους θυρωρούς, σε αυτόν που φέρνει το νερό, σε αυτόν που φέρνει το καφέ… Η εμπειρία μου από την πολιτική; Ηταν 22 μέρες προεκλογικής εκστρατείας. Η επίσημη ανακοίνωση έγινε 14 Απριλίου. Την επομένη ήταν τα γενέθλιά μου. Και μάλιστα μίλησα σε μία εκδήλωση για την Κική Δημουλά. Μου συνέβησαν δύο πράγματα τα οποία ήταν για εμένα κέρδος. Το πρώτο ότι δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει πόσο πολύ η δουλειά μου ως αποτύπωμα δημόσιο αφορά τόσο πολύ κόσμο. Να το πω διαφορετικά: Δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ ο κόσμος αγαπάει τους καλεσμένους και τις συζητήσεις που γίνονται. Το δεύτερο ήταν ένα γενναίο μάθημα για εμένα που υπήρξα -υπάρχω αλλά περισσότερο τότε- μία εκνευριστική τελειοθήρας, ήθελα όλα να είναι τέλεια. Κι είναι αυτό μία διαστροφή επαγγελματική της φιλολόγου. Δεν μπορείς το λάθος. Αντελήφθη, λοιπόν, στην πολιτική, αυτές τις 22 μέρες, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνεις λάθος. Μάλιστα, σε μία συζήτηση ο Στέλιος Ράμφος μου είχε πει ότι η τελειοθηρία είναι μία καμουφλαρισμένη αλαζονεία. Ήρθα αντιμέτωπη αυτές τις 22 μέρες καθημερινά με τη βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάποιο λάθος. Δηλαδή, έρχεσαι αντιμέτωπος – αντιμέτωπη με την πραγματική ζωή. Είναι πολύ σκληρός αγώνας ο αγώνας της πολιτικής, η διακονία του κοινού καλού.
Μιλήστε μας και για αναμνήσεις σας από τα Χανιά στα οποία έχετε έρθει και άλλες φορές.
Στα Χανιά θυμάμαι τις καλοκαιρινές διακοπές για έξι χρόνια κάθε χρόνο με τον αδελφό μου, τον Σαράντο, ο οποίος είναι στην Πολεμική Αεροπορία. Ήταν εδώ, στη Σούδα, για έξι χρόνια και ερχόμασταν κάθε χρόνο με τον γιο μου, ο οποίος ήταν τότε έφηβος, και δεν θα ξεχάσω ποτέ το βουητό της θάλασσας στα Χανιά, τις βόλτες στο λιμάνι τα βράδια και πάνω από όλα την πρώτη φορά που ήρθα στα Χανιά και γύρισα κι είπα στον αδελφό μου: «Σαράντο, θα ‘θελα να μείνω εδώ και να κάνω ένα σχολείο».