Χιλιάδες βήματα μακριά, χίλια κι ακόμα τόσα…
Είσαι Θεός; λιγόστεψε τα μαύρα βήματά μου,
κάνε ξημέρωμα γλυκύ να μ’ έβρει πρίχου* φτάσω
στην ξένη Γη ν’ αναπαυθώ με τον καημό σαράκι
που έφαγέ μου την ψυχή, τρύπωξε στο μυαλό μου
και βρήκε τόπο να σταθεί: τα μαύρα δάκρυά μου
και της καρδιάς το θησαυρό που απορώ ποιος είδε.
Ποιος είδε και ποιος ένιωσε πως «πόνος» ήταν κι όχι
«οίστρος της ποίησης βαρύς και τάλαντο» κανένα
απού’βαζε τα λόγια μου ομάδι σε στιχάκια.
Είσαι Θεός! και μέγιστα όλα τα ποιήματά Σου
μα, βόηθα μένα την μικρή που πίστεψα ανοήτως
πως «όπου Γης, εκεί πατρίς!» Αλίμονο! το ψέμα
βαρύ όποιος το σκέφτηκε και πρίχου καλονιώσει
την αμαρτία την πικρή, πετά ο λόγος, πάει…
Πόσο μακραίνει, σκέφτομαι, τ’ ανθρώπου η λαχτάρα
για μια πατρίδα μακρινή, για έναν τόπο θείο
όπου μονάχα στ’ όνειρο φτάνει να περπατάει,
να ανεριγιά*, να λύνονται τα γόνατα απ’ τον πόθο,
κι απ’ του καημού το βάσανο που τελειωμό δεν έχει.
Μόνο καημό. Μόνο σιωπή. Βουβό ένα κλάμα μόνο.
Είσαι Θεός; Λυπήσου με και ευθύς ρίξε πελέκι*
να κάψεις τούτην τη ζωή, αλλού να ξημερώσω.
Κι αν με ρωτήσουνε ξανά αν θέλω άλλον τόπο
«όχι» θα πω! «όχι» θα πω! μα στων Σφακιών την πέτρα
βλόγησε Θε μου να βρεθώ για μια ζωήν ακόμα.
Τα πλούτια δεν ‘ποσβήνουνε τ’ ανθρώπου τη λαχτάρα
κι αν με ρωτάς, «όχι» θα πω, ας γίνω φτωχοπούλα
μόνο στις πέτρες Άρχοντα, στον λιολουσμένο τόπο
κάθε πρωί να χαιρετώ στο χρυσαφένιο άρμα
τον όμορφο Φαέθοντα που θα με καλοβλέπει
πανευτυχής, θαρρώ, κι αυτός για την καλή μου τύχη
να γεννηθώ ξανά, ξανά στου Λιβυκού την άκρια.
Ξάφνου πουλί γλυκόλαλο στέκει σιμά και λέει:
«Ασέβεια να δείχνουμε, Κυρά, πρέπον δεν είναι,
μουδέ τα ζώντα να ρωτούν του Αφέντη την θεότη.
«Είσαι Θεός;»! Πώς τόλμησες θνητή να Τον ρωτήσεις!
Και Του ζητάς να μην κυλά τη Ρόδα των Αιώνων
και να σταθεί, να καλοδεί ποιος τόλμησε να υψώσει
θνητό του το ανάστημα και να Τον αντικρίσει!
Θε μου συχώρα την θνητή, νομίζει μία είναι
που θρόνιασε το θράσος της στις απορίες τάχα!»
Είπε πουλάκι τ’ ουρανού πριν μακριά πετάξει…
Συχώρα Θε μου την θνητή σαν όμοιασε με θράσος
του νόστου το παράπονο και του καημού η πίκρα.
Κατέχεις όμως: «Σφακιανός» αλλιώς σημαίνει ότι
σε Σε μιλιούμε. Προσευχή δεν κάνουμε σαν άλλους
μα, σαν Πατέρας σοβαρός πάντα στο νου μας στέκεις.
Στον ώμο Σου κουρνιάζουμε σαν τ’ ουρανού τα ζώντα
κι αποζητούμε πατρικό το χάδι, την στοργή Σου.
Σιργουλευτά* παράπονα γροικάς, και κάθε δάκρυ
στην αγκαλιά Σου σβήνεται, γίνεται ατμός και πάει.
Αλλιώς Θε μου ξανοίγουμε κάθε που χρυσοφέγγει
πώς φτάνουν οι αχτίδες Σου, πώς Σε δοξολογούνε.
Και τις ρωτώ, και τις ρωτώ, σαν αδερφές χαμένες,
πώς είναι στην Πατρίδα μου, μέρα πώς ξημερώνει;
Ακούγεται το όνομα; θυμούνται την μορφή μου;
Χιλιάδες βήματα μακριά κι όλοι σ’ αποξεχνούνε
και μένει μόνο ένα φιλί στην πυρωμένη πέτρα
να πάρει ο λίβας ο ακριβός, βόλιτα να το πάει
κι απής* να το ξανακουμπά στον λιοκαμένο τόπο.
Περνούν οι χρόνοι, χάνονται και απομένει μόνο
μια αχνοθύμηση φτωχή που ο καιρός θαμπώνει.
Πατέρα μου αγαπητέ, σεβάσμιε Πατέρα,
μην κακοβάζεις του πουλιού όσα ανοήτως είπε.
Εμένα γροίκα* μοναχά, το δόλιο το ξενάκι
που η ρίζα μου δεν κόβεται, πονάει και ματώνει…
Κάθε πρωί. Κάθε νυχτιά. Κάθε μια νέα μέρα
ολόιδια της χτεσινής κι αυτής που ξημερώνει…
Και το πουλί σαν ένιωσε τον λάθος λογισμό του
ξανά ζυγώνει με, ξανά αρχίζει να μου κρένει*.
«Συμπάθα με Κυρούλα μου, ορθά τα όσα είπες.
Αλλιώς μιλάτε στον Θεό στον μακρινό σου τόπο.
Για σας η Ρόδα σταματά! αλλιώτικα γροικά σας!
Πόνος αλλιώτικος, θαρρώ, και το βαρίδι άλλο
του μέγα Κοσμοκράτορα που, φάνηκέ μου ίδιους
μας έχει όλους στη ζωή. Λάθος! ΕΙΣΑΙ η μία
που είδα Τον πώς σε γροικά, πώς σε θωρεί Τον είδα…
Μα δεν ‘ποσβήνουνε Κυρά οι πόνοι των ανθρώπων
μον’ στέκονται αραδιαστά κι ολοχρονίς πληθαίνουν.
Σαν τάφου πλάκα ασήκωτη, φορές, τόσο βαραίνουν…
Θέσε Κυρά στο πλάι μου, γλυκοτραγούδησέ Του
και ζήτησε τού Αφέντη μας ευθύς να σε κοιμίσει,
ευθύς στα άγια χώματα να σε καλοξυπνήσει!
Ευθύς Κυρά, μην χάνεσαι στο κλάμα και στα «ίσως».
Περνά ο καιρός και χάνονται στιγμές μαλαματένιες
στην μακρινή πατρίδα σου την ωριοπλουμισμένη…»
Ελάλησέ μου το πουλί κι απόμεινα μονάχη
να τραγουδώ ψιθυριστά και να παρακαλάω.
Συχώρα Θε μου την φτωχή…
*πρίχου = πριν
*ανεριγιώ = ανατριχιάζω, νιώθω ρίγος
*πελέκι = πέλεκυς
*σιργουλευτά = με καλό τρόπο
*απής/απόης = μετά
*γροικάω/γροικώ = ακούω
*κρένω = λέω, μιλώ
Υ.Γ. οι επεξηγούμενες λέξεις της κρητικής ντοπιολαλιάς περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου ΒΗΜΑΤΑ, και είναι γλωσσάρι μόνο για τους μη Κρήτες.