Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η βιοποικιλότητα στην Ελλάδα

Από την Εθνική Αναφορά έκτασης και κατάστασης της Βιοποικιλότητας στη χώρα μας  που συντάχθηκε από το Ζωολογικό Μουσείο του Τμήματος Βιολογίας του Παν/ου Αθηνών το 1999, με υπεύθυνο συντονιστή, τον καθηγητή Ζωολογίας του Παν/ου Αθηνών Αναστάσιο Λεγάκη, προκύπτει, σαφώς, υψηλή βιοποικιλότητα για την άγρια πανίδα και τη χλωρίδα, αλλά και για τους γενετικούς πόρους που εντοπίζονται στη γεωργία και στη διατροφή.
Έτσι εκτιμάται ότι στην Ελλάδα υφίστανται περίπου 30.000 – 50.000 είδη ζωικών οργανισμών, ενώ γνωστά είναι 15.000 είδη, με έναν ενδημισμό που προσεγγίζει περίπου το 25%. Τα φυτικά είδη εκτιμώνται από 4.900 μέχρι 5.500 με 1.000 απ’ αυτά ενδημικά. Τα νομοθετικώς όμως προστατευμένα είδη είναι περίπου 700 είδη ζώων και 900 είδη φυτών, από τα οποία, ελάχιστα στην πράξη, προστατεύονται (Αθανασάκης 2010).
Η Ελλάδα αποτελεί σημαντική περιοχή ευρωπαϊκής πανίδας, επειδή διατηρεί υψηλό ενδημισμό, αλλά και αποτελεί καταφύγιο πολλών σπάνιων ευρωπαϊκών ειδών. Ακόμη, οι οικότοποι της Ελλάδας παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, λόγω του έντονου γεωγραφικού της διαμελισμού και των, σχετικά, ήπιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η ηπιότητα των ανθρωπογενών παρεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον του τόπου μας, προφανώς ισχύει μέχρι το 1999, έτος σύνταξης της εθνικής αναφοράς βιοποικιλότητας. Οι οικότοποι αντιπροσωπεύουν 25 ομάδες μακί και φρυγάνων, σε θαλάσσιες, παράκτιες και δασικές περιοχές, που είναι ιδιαίτερης σημασίας για παραγωγικές δραστηριότητες. Οι υγρότοποι (ή υδροβιότοποι) της Ελλάδας είναι μικρής έκτασης με ποικιλία οργανισμών που τείνουν συνεχώς να μειώνονται στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, λόγω των πολλών αποξηράνσεων (Γεράκης 1992). Πολλοί απ’ αυτούς έχουν ενταχθεί στη συνθήκη RAMSAR για την προστασία τους. Επίσης σημαντικός αριθμός υγροτόπων εντάσσεται στο δίκτυο NATURA 2000, με βιοποικιλότητα, η οποία κατά πολλούς ερευνητές, απειλείται άμεσα. Οι σπουδαιότεροι υδροβιότοποι στον τόπο μας είναι οι εκβολές του Δέλτα του Έβρου, οι Λίμνες της Θράκης (Πόρτο Λάγος, Φανάρι, Αρωγή, Μέση, Καρακατσάλη, Μιτρικού), το Έλος Κουμπουρνού Θράκης, η Λίμνη Κερκίνης Σερρών, οι Λίμνες Βόλβη και Κορώνεια Θεσσαλονίκης, το Δέλτα των ποταμών Αξιού, Αλιάκμονα και Λουδία, οι Εκβολές Νέστου, η Μικρή Πρέσπα, ο Κόλπος Άρτας, η Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου, η Λιμνοθάλασσα Κοτύχι Ηλείας, κ.ά.
Στον τομέα διατήρησης της βιοποικιλότητας, έχουν κατοχυρωθεί νομοθετικά Δέκα Εθνικοί Δρυμοί (Ολύμπου, Παρνασσού, Πάρνηθας, Σαμαριάς, Αίνου, Οίτης, Πίνδου, Βίκου – Αώου, Σουνίου και Πρεσπών) και δύο θαλάσσια πάρκα, ενώ 510.000 εκτάρια έχουν ενταχθεί σε προστατευμένες περιοχές. Επίσης 200 περιοχές έχουν προταθεί για ένταξη στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας NATURA 2000. Ωστόσο για την πλειοψηφία των απειλούμενων ειδών δεν έχουν ακόμη ληφθεί συγκεκριμένα μέτρα προστασίας, εκτός από ορισμένα απειλούμενα είδη (Θαλάσσια Χελώνα – Μεσογειακή Φώκια – Αρκούδα), τα οποία φροντίζουν, μέσω περιβαλλοντικών, νομοθετικών και εκπαιδευτικών παρεμβάσεων, μη κυβερνητικές οργανώσεις, με την ενίσχυση κρατικών και ιδιωτικών φορέων. Η έρευνα για τη βιοποικιλότητα στη χώρα μας, πραγματοποιείται κυρίως σε τμήματα Βιολογίας, Δασολογίας, Γεωπονίας και Περιβάλλοντος των πανεπιστημίων, καθώς και σε λίγα, αλλά σπουδαία ερευνητικά ινστιτούτα όπως είναι το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων (Μ.Α.Ι.Χ.), το Κέντρο Γεωργικής Έρευνας Μακεδονίας – Θράκης του τομέα αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών κ.ά. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ένα στα τέσσερα είδη ζωικών οργανισμών, είναι ενδημικά με σημαντικότερες περιοχές ενδημισμού την Κρήτη για όλα τα είδη, τις Κυκλάδες και τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ενδημισμό, επίσης, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο, παρουσιάζει η Πελοπόννησος και τα Ιόνια νησιά. Ενδημικά είδη (κυρίως ασπονδύλων) υπάρχουν ακόμη στα 8000 περίπου σπήλαια της Ελλάδας, μερικές εκατοντάδες των οποίων έχουν ερευνηθεί.
Σημαντική είναι και η ποικιλότητα αγροτικών και οικόσιτων ζώων με αρκετές αυτόχθονες φυλές αγελάδων, αλόγων, προβάτων κ.ά. Ως προς την προστασία των ζωικών ειδών, 733 είδη θεωρούνται προστατευμένα, ενώ 128 είδη θεωρούνται απειλούμενα (Economic Commission for Europe 1991, Καρανδεινός 1992, IUCN – WCMC 1996).
Η βιοποικιλότητα των φυτικών ειδών, και όπως αυτή εκφράζεται από τη σχέση αριθμού ειδών και έκτασης της χώρας εκτιμάται ότι βρίσκεται ανάμεσα στα υψηλότερα επίπεδα της Μεσογείου και της Ευρώπης με 4.900 – 5.500 είδη (Strid and Tan 1991).
Τα περισσότερα ελληνικά ενδημικά είδη βρίσκονται στην Κρήτη, λιγότερα στη Στερεά Ελλάδα και ακόμη λιγότερα στην Πελοπόννησο. Σε παρόμοια συμπεράσματα για τον ενδημισμό, οδήγησε και η ανάλυση της ορεινής χλωρίδας της Ελλάδας (Strid 1986), γεγονός που δείχνει ότι η Νότια Ελλάδα διαθέτει περισσότερα τοπικά ενδημικά φυτικά είδη. Ο χλωριδικός κατάλογος του IUCN του 1996 περιλαμβάνει 916 απειλούμενα είδη και υποείδη, ενώ η βάση δεδομένων Chloris αποτυπώνει 838 απειλούμενα είδη, που πρακτικά δεν προστατεύονται, διαπίστωση που χρειάζεται να προβληματίσει αυτούς που ασχολούνται με το ζήτημα της βιοποικιλότητας στον τόπο μας. Τα απειλούμενα είδη χαρακτηρίζονται ως σπάνια, επειδή οι πληθυσμοί τους εντοπίζονται σε μια περιορισμένη γεωγραφική περιοχή ή διασπείρονται αραιά σε μια ευρύτερη περιοχή ή διαβιούν σε ενδιαιτήματα περιορισμένης εξάπλωσης, διαδικασίες κατανομής που δείχνουν ότι η σπανιότητα των μεσογειακών ειδών συνδέεται με τη συχνότητα του τοπικού ενδημισμού (Greuter 1991).
Παρά το μεγάλο όμως αριθμό των απειλούμενων φυτών, βέβαιη είναι η εξαφάνιση μόνο, του είδους Centaurea tuntasia, που πιθανόν, να οφείλεται στην επέκταση της πόλης των Αθηνών (κόκκινος κατάλογος για την κατάσταση των φυτών της Ελλάδος, IUCN-WCMC 1997). Στο μεγαλύτερο ποσοστό ενδημικών φυτών περιλαμβάνονται αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, ο ακριβής αριθμός των οποίων δεν είναι ακόμη γνωστός. Γνωστά είναι μόνο τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά ορισμένων περιοχών, όπως της Κρήτης, των οποίων όμως η χρήση και διαχείριση δεν έχει αναπτυχθεί με τις κατάλληλες μεθόδους (Turland et al 1993) Παράλληλα, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο κυκλοφορίας και ποιοτικού τους ελέγχου, δεν καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες προστασίας και αειφορικής τους διαχείρισης, παρόλη τη σημαντικότατη οικολογική και εμπορική τους αξία.
Πέρα όμως από τις παραπάνω επισημάνσεις, για την εθνική μας βιοποικιλότητα, σε ένα άλλο επίπεδο οικολογικής προβληματικής και αντιμετώ-πισης, κινδυνεύουν να μείνουν οι προστατευόμενες περιοχές, απροστάτευτες, λόγω αδυναμίας χρηματοδότησης των φορέων διαχείρισης τους. Συχνά οι φορείς αυτοί αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία τους, όπως είναι οι γραφειοκρατικές δυσχέρειες, η ελλιπής θεσμική θωράκιση των προστατευομένων περιοχών, η ανεπαρκής στελέχωσή τους με έμπειρο, καταρτισμένο και εκπαιδευμένο, επιστημονικά, προσωπικό ή και η στάση, ακόμη, ορισμένων στελεχών της Δημαρχιακής και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, που αδιαφορούν (σκόπιμα ή μη) σε παράνομες περιβαλλοντικές δραστηριότητες συγκεκριμένων προσώπων ή και εγκρίνουν την κατασκευή έργων αμφιβόλου περιβαλλοντικής αξίας και προοπτικής. Ωστόσο, παρά την έλλειψη ουσιαστικής στήριξης, οι φορείς διαχείρισης των περιοχών αυτών έχουν επιτελέσει αξιόλογο έργο, για παράδειγμα, εξαλείφοντας το παράνομο κυνήγι και την παράνομη αλιεία στη Λίμνη Κερκίνη ή ελαχιστοποιώντας τη συνεχή απόρριψη μπάζων, σε 24ωρη βάση, στη Λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου, τόπο οικολογικής αξίας, που αντιμετωπίζεται από πολλούς, ως χώρος απόρριψης σκουπιδιών. Τέτοιες θετικές δράσεις πραγματοποίησε π.χ. ο φορέας διαχείρισης του Δέλτα Αξιού, σε συνεργασία με άλλους σχετικούς φορείς και οργανώσεις. Τα επιτεύγματα και οι συνεργασίες αυτές των φορέων δείχνουν ότι μπορούν να αποτελέσουν ουσιαστικούς φορείς προστασίας της φύσης και της βιοποικιλότητάς της, συνεργαζόμενοι αρμονικά με την τοπική κοινωνία για την προώθηση της βιώσιμής ανάπτυξης. Ωστόσο σε όλες τις φυσικές ελληνικές περιοχές, απροστάτευτες κυριολεκτικά, αλλά και προστατευόμενες με πολλές δυσκολίες, διαβιώνουν ζώα που απειλούνται με αφανισμό (Αθανασάκης – Κουσουρής 1999, Αθανασάκης 2010).
Ωστόσο το 2010 δόθηκε στη δημοσιότητα το “Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας”, που επισήμως πλέον, δείχνει ότι από τα 422 είδη σπονδυλοζώων (ψάρια, αμφίβια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά), τα οποία αξιολογήθηκαν με βάση τα διεθνή αποδεκτά κριτήρια της IUCN, κινδυνεύουν 171 (15%) είδη με εξαφάνιση. Επίσης από τα 591 χερσαία και θαλάσσια είδη ασπονδύλων (χερσαία σαλιγκάρια, αράχνες, κολεόπτερα, κ.ά.), που για πρώτη φορά μελετήθηκαν, κινδυνεύει η επιβίωση 297 (50%) ειδών.
Από τα σπονδυλόζωα, αξιολογούνται ως επισφαλή, το 37% ειδών ψαριών του γλυκού νερού, το 27% ειδών αμφιβίων, και από τα θηλαστικά η μεσογειακή φώκια, ο λύγκας και το ελάφι που, ως είδος, αφθονεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εξάλλου η κρητική μυγαλή, που αποτελεί μοναδικό ενδημικό είδος θηλαστικού στην Ελλάδα, η ασιατική τρανονυχτερίδα, ο μπαρμπαστέλος, η βίδρα, το πλατώνι, ο οστεποποντικός, ο σκαπτοποντικός του Felten και η φώκαινα χαρακτηρίζονται ως κινδυνεύοντα. Επίσης το 50% των αρπακτικών, υδρόβιων και παρυδάτιων ειδών πουλιών, απειλείται σοβαρά με εξαφάνιση. Εξάλλου, αντιδιαμετρικά, στην Ελλάδα αφθονούν 64 διαφορετικά είδη ερπετών, που αντιπροσωπεύουν το 50% της συνολικής ευρωπαϊκής ερπετοπανίδας καθώς αυτή αποτελεί περιοχή συνάντησης ευρωπαϊκών και ασιατικών ειδών.
Ακόμη η Ελλάδα και η Ισπανία αποτελούν τις πλουσιότερες ευρωπαϊκές χώρες σε σαλιγκάρια, με 680 ελληνικά είδη στα νησιά του Αιγαίου, στη Δ.Πίνδο και στη Β.Ελλάδα. Ως κυριότερες απειλές για τα ελληνικά είδη ζώων θεωρούνται, κατά το “κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας”, η καταστροφή των ενδιαιτημάτων και βιοτόπων τους, που σημαίνει υποβάθμιση και απώλεια της τροφής τους, καθώς και η λαθροθηρία, τα δηλητηριασμένα δολώματα, οι τεράστιες, κατά τα τελευταία χρόνια, πυρκαγιές, αλλά και τα μεγάλα τεχνικά έργα, κυρίως οδικών αξόνων, που μείωσαν την εξάπλωση των χερσαίων και θαλάσσιων οργανισμών.
Από τα απαιτούμενα μέτρα διατήρησης της ελληνικής βιοποικιλότητας, κυρίως προβάλλεται η εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, η ανάπτυξη διαχειριστικών σχεδίων προστασίας, καθώς και οι δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών, ιδιαίτερα για απειλούμενες ομάδες ψαριών και αμφιβίων. Το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων ζωικών οργανισμών, με επιστημονική επίβλεψη της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας, ολοκληρώθηκε με τη συμμετοχή της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Ερπετολογικής Εταιρείας, του Ινστιτούτου Σπηλαιολογικών Ερευνών Ελλάδας και της WWF Ελλάδας, μετά από 2,5 χρόνια σκληρής συλλογικής εργασίας 120 ερευνητών από ολόκληρη τη χώρα. Είναι μια εξαιρετικά χρήσιμη έκδοση δεδομένων που θα ενισχύει την προσπάθεια προστασίας, διατήρησης και διαχείρισης της ελληνικής βιοποικιλότητας και θα είναι διαθέσιμη για κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας. Ωστόσο δεν αρκούν μόνο οι καλές προθέσεις και διαθέσεις των σχετικών επιστημόνων, αλλά και η διαμόρφωση ενός σαφούς πλαισίου σχεδιασμών, στόχων, μηχανισμών και δράσεων από την πολιτεία, που θα αντιμετωπίζει την προστασία της βιοποικιλότητας, ως βασική προτεραιότητα της ποιότητας του ελληνικού φυσικού περιβάλλοντος.

*M.Sc., M.R.D., M.Ed.
καθηγητής Φυσικών και Περιβαλλοντικών Επιστημών

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ  ΠΗΓΕΣ

Αθανασάκης Α., Κουσουρής Θ., Οικολογία και Περιβάλλον στην Εκπαίδευση, ΧΡ. ΔΑΡΔΑΝΟΣ, Αθήνα 1999.
Αθανασάκης Α., Η Βιοποικιλότητα ως περιβαλλοντικός πόρος οικολογικής και πολιτισμικής αξίας, ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ, Αθήνα 2010.
European Red of globally threatened animals and plants, Economic Commission for Europe, 1991.
Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας, Αθήνα 2010.
Γεράκης Π., Προστασία και Διαχείριση Ελληνικών Υγροτόπων, Α.Π.Θ. – WWF – IUCN, 1992.
Καρανδεινός Μ., Το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων σπονδυλωτών της Ελλάδας, Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία και Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 1992.
Strid A. and Tan K., Mountain Flora of Greece, vol.3, UNIVERSITY PRESS, Ediburg 1991.
Grewter W., Botanical Diversity, Endemism and Extinction in the Mediterranean Area: An analysis based on the published volumes of Med – Check-list, Bot. Chron., 10, 1991.
Λεγάκης Α., Απειλούμενα, προστατευόμενα και ενδημικά είδη ζώων της Ελλάδας, Ζωολογικό Μουσείο, Τμήμα Βιολογίας Παν/ου Αθηνών, 4, Αθήνα 1999.
Turland N. et al, Floristic notes from Greece, Bot. J. Linn. Soc., 108, 1993.
IUCN-WCMC, List of Threatened Animals, 1996.
IUCN-WCMC, Κόκκινος Κατάλογος για την κατάσταση των φυτών της Ελλάδος, 1997.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα