Η κατάρα των Ελλήνων
Γεωργία Γαλάνη
Εκδότης: Πατάκης
Περσία, 482 π.Χ.. Ο βασιλιάς Ξέρξης ετοιμάζεται πυρετωδώς για μια εκστρατεία κατά της μακρινής Ελλάδας. Μέσα σε ατμόσφαιρα ανυπομονησίας, αμφιβολιών, μηχανορραφιών και δυνατών συγκινήσεων, ο νεαρός Αρταχαίης ετοιμάζεται για τον πόλεμο που θα αλλάξει σαν θύελλα τη ζωή του.
Ελλάδα, 480 π.Χ.. Συνωμοσίες, δολοπλοκίες και προδοσίες θολώνουν το πεδίο του πολέμου. Και το αίμα κυλάει επώδυνα… Ο πανίσχυρος στρατηγός Μαρδόνιος θέλει τη χώρα των Ελλήνων δική του σατραπεία και δε συγχωρεί την εύνοια του Μεγάλου Βασιλιά σε κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό του. Ξηρά και θάλασσα συστρατεύονται κρυφά και χαρίζουν μια νίκη ανέλπιστη στους Έλληνες. Οι θεοί της Ελλάδας είναι αμείλικτοι. Καταποντίζουν τις μοίρες ανθρώπων που πάτησαν ασεβές πόδι στη γη τους.
Η περιπέτεια ενός νεαρού Πέρση αυλικού που βλέπει τη ζωή του να συνθλίβεται στις συμπληγάδες της Ελλάδας μέσα στη δίνη ενός απρόβλεπτου πολέμου, που τσακίζει έθνη και περηφάνιες.
Σπάνιες γαίες
Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδότης: Πατάκης
Το δέκατο μυθιστόρημα της Σ. Τ. είναι η ιστορία του Πραβιέν Σεργκέγεβιτς Μακάρεφ, που γεννήθηκε στο Μουρμάνσκ, στη βορειοδυτική Ρωσία, δέκα χρόνια μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων. Ο Πραβιέν σπούδασε εδαφολογία στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ, ερωτεύτηκε μια ακροβάτισσα, διέπραξε ένα έγκλημα. Yστερα, γνώρισε έναν Aγγλο κατάσκοπο: η φιλία αυτή τον οδήγησε σε μια απόφαση που δεν πραγματοποίησε. Αναζητώντας Σπάνιες Γαίες, ο Μακάρεφ άκουσε τις γοργόνες να τραγουδάνε και τους ψιθύρους της ιστορίας που μορφάζει σαν τέρας. Οι “Σπάνιες γαίες” είναι ένα βιβλίο για τη σταλινική περίοδο και για τα ηθικά διλήμματα του ανθρώπου που βαδίζει ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στις φρικαλεότητες του πολέμου και της ειρήνης.
«Κοιμόμασταν σε μεταλλικές κουκέτες, ξυπνούσαμε μαζί το πρωί -ο Βαλόντια κι ο Ανατόλι φρέσκιοι φρέσκιοι, εγώ κατάκοπος με μαύρους κύκλους γύρω απ τα μάτια. Πετάγονταν απ τα κρεβάτια τους ολόχαροι, φλύαροι· το πάτωμα έτριζε καθώς έκαναν πενήντα κάμψεις μετρώντας τες μεγαλοφώνως. Υστερα, ξυρίζονταν σιγοτραγουδώντας, έριχναν πάνω τους μεγάλες ποσότητες κολόνιας λεμονιού και στη συνέχεια τρέχανε όλοι μαζί στα μαθήματα, στις παραδόσεις, στα εργαστήρια και στις εξετάσεις. “Φοιτητική ζωή”…
Δυο μήνες στην αποθήκη
Με εννιά σχέδια του συγγραφέα
Κωστής Γκιμοσούλης
Εκδότης: Καστανιώτης
Αποθήκη ανθρώπων που μοιάζει με φυλακή. Eνα δωμάτιο όπου πρέπει να μείνεις ζωντανός ως το τέλος. Απομόνωση όπου κόσμος πάει κι έρχεται. Το νοσοκομείο είναι θορυβώδες τσίρκο και ταυτόχρονα σιωπή. Η σιγή που τα λέει όλα. Μοιάζει ασπρόμαυρο, αλλά κρύβει χρώματα: διχασμό, έρωτα, ζήλια, απογοήτευση και γέλιο. Ο χρόνος παγώνει, αλλά εσύ μεταμορφώνεσαι. Περπατάς αργά και ονειρεύεσαι. Κι αν χρειαστεί, βγαίνεις απ’ τα όνειρά σου και γίνεσαι άλλος. Το νοσοκομείο μοιάζει με ψέμα όπου όλα είναι πραγματικά. Εκτός από το μέλλον. Αυτό δεν το γνωρίζεις, παρά μόνο όταν φεύγεις. Σαν βλέπεις την έξοδο από μακριά. Τότε που χαμογελάς και κλείνεις το μάτι, γιατί κάτι έμαθες. Και αυτό το κάτι θες να το μοιραστείς, γιατί τίποτα πια δεν είναι αποκλειστικά δικό σου. Το “Δυο μήνες στην αποθήκη” είναι μια μαρτυρία. Μια περιπέτεια προσωπική αλλά και μια αισιόδοξη ιστορία για τον καθένα από εμάς.
Νέοι εν κινδύνω
Εφη Αβδελα
Εκδότης: Πόλις
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες χιλιάδες αγόρια και κορίτσια απασχόλησαν τα δικαστήρια ανηλίκων στην Ελλάδα είτε επειδή διέπραξαν κάποιο αδίκημα είτε επειδή θεωρήθηκε ότι διατρέχουν ηθικό κίνδυνο να διαπράξουν κάποιο στο μέλλον ή επειδή οι γονείς τους δήλωναν αδυναμία να τα τιθασεύσουν.
Το βιβλίο εξετάζει ορισμένες από τις μορφές που πήρε η πειθάρχηση των νέων μετά τον πόλεμο μέσα από τρεις αλλη-λένδετες διαστάσεις: το διεθνές δημόσιο ζήτημα της νεανικής παραβατικότητας και της ελληνικής εκδοχής της, της παιδικής και νεανικής εγκληματικότητας· τη συγκρότηση και λειτουργία του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων και
τις σχέσεις ανάμεσα στους επιμελητές και τις επιμελήτριες ανηλίκων, τους ανήλικους που είχαν αναλάβει να επιτηρήσουν και να αναμορφώσουν και τις οικογένειές τους σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων.
ΔΙΗΓΗΜΑ
Οι ώρες
Μάνα μου, να ’χα έναν άνθρωπο να κουβεντιάσω.
Να πω μια κουβέντα, ν’ ακούσω τον ήχο της φωνής μου, να του πω πως χτυπά ασταμάτητα η καρδιά μου.
Τα ’φτιαξα όλα στη ζωή μου.
Λεφτά έκανα, αυτοκίνητα αγόρασα, σπίτι έχτισα.
Μα δεν έχω έναν άνθρωπο να πω μια κακορίζικη κουβέντα.
Πώς περνούν όλες αυτές οι φοβερές ώρες του εκνευρισμού που γεννά η σιωπή, η επιθυμία να μιλήσεις και να μην έχεις κανένα ν’ αλλάξεις μια κουβέντα.
Σε τούτη την πόλη μεγάλωσα, σε τούτη την πόλη έζησα, όλους τους ήξερα και όλους τους έχασα.
Αλλαξε η πόλη ή άλλαξα εγώ;
Και δεν τολμώ ν’ ανοίξω κουβέντα με κανέναν. Χάθηκα μέσα μου!
Η δειλία μου, είναι πιο φοβερή από τη μοναξιά.
Αυτήν προσπαθώ νύχτα και μέρα να νικήσω, ώρες ολάκερες στον καθρέφτη κάνω πρόβες πώς θα πιάσω κουβέντα με ένα άγνωστο, όλο λέω «τα κατάφερα» και όταν έλθει η ώρα στο καφενείο, κομπιάζω.
Κάτι βουλώνει το στόμα μου.
Κάτι ανεξήγητο, σαν ηλεκτρισμός, που ξεκινά κάτω από το πόδια μου και φτάνει μέχρι το στόμα.
Ντρέπομαι που φοβάμαι. Ντρέπομαι και είμαι μόνος. Μόνος ίδιος και απαράλλακτος με έναν άλλο μόνον κάπου αλλού που δεν ξέρω ούτε ποιος είναι, ούτε πού είναι.
Τούτες οι ώρες…
Πώς θα νικήσω τις ώρες;
Τις ώρες και την ήττα μου.