Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου, 2025

Βιβλία

Για τις γάτες
Τσαρλς Μπουκόβσκι

Aνθολόγηση: Abel Debritto
Mετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος
Εκδόσεις: Πατάκη

b242998
“Όταν διαλύομαι, απλά κοιτάζω μία ή περισσότερες από τις γάτες μου. Έχω 9. Απλά κοιτάζω κάποια να κοιμάται ή να μισοκοιμάται κι ηρεμώ. Η γραφή είναι επίσης η γάτα μου. Η γραφή με αφήνει να αντιμετωπίζω τα πράγματα. Με χαλαρώνει”.
Κείμενα του Τσαρλς Μπουκόβσκι αστεία, συγκινητικά, άλλοτε σκληρά και άλλοτε τρυφερά, για τις γάτες που το διεισδυτικό τους βλέμμα τον μάγευε, που τις θαύμαζε και στην αντίληψή τους υποκλινόταν. Ποιήματα και πεζά για τις γάτες -αυτούς τους “ωραίους διαβόλους”, όπως τις αποκαλούσε- τα οποία τις παρουσιάζουν στην πιο αδίστακτη και ανθεκτική πλευρά τους: είναι κυνηγοί, είναι μαχητικές και κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν, προκαλούν δέος και κερδίζουν τον σεβασμό, έτσι όπως με πείσμα γαντζώνονται στη ζωή. Ίσως γι’ αυτό ο Μπουκόβσκι θεωρούσε τα πλάσματα αυτά εφ’ όρου ζωής δασκάλους του.
Μια τραχιά, μα τρυφερή και αστεία ματιά στη σχέση των ανθρώπων με τις γάτες από έναν από τους πιο αγαπημένους και οριακούς συγγραφείς του κόσμου.
“Η γάτα είναι μονάχα Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΗΣ. Αντιπροσωπεύει τις ισχυρές δυνάμεις της ΖΩΗΣ που δεν τα παρατούν”.

Ο χαρακιάς
Δημήτριος Σ. Παπαδόπουλος (Σταυριώτης)

Εκδοτικός Οίκος: Α. Α. Λιβάνη

OXarakiasEx_Layout 1

Από τα Μεγάλα Λιβάδια, ένα βλάχικο κεφαλοχώρι του Πάικου, αρχές του 20ού αιώνα, ακολουθώντας τους Βλάχους με τα κοπάδια τους στα ποταμίσια νερά για τα χειμαδιά στο Νταούντ Μπαλί (Ωραιόκαστρο των προσφύγων), στο όργιο της ρουμάνικης προπαγάνδας και στη μεγάλη μετανάστευση των Αρμάνων (Βλάχων) στη Ρουμανία.
Από τον ταραγμένο Μεσοπόλεμο στη Σαλονίκη των προσφύγων στο αλβανικό έπος του ’40. Κι ύστερα, στη Λάρισα της Κατοχής, με τους ιταλόφρονες Βλάχους λεγεωνάριους, τους ΕΑΣΑΔίτες και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που φώλιαζαν στα βουνά του Πάικου και της Πίνδου. Στα ριζά του Ολύμπου, οι τουρκόφωνοι Πόντιοι καπεταναίοι της Πιερίας, οι αδελφοκτόνες μάχες τους με τους ΕΛΑΣίτες μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσης της Σαλονίκης από τους Γερμανούς.
Τούτες είναι κάποιες από τις στάσεις στο οδοιπορικό του Χαρακιά με τα αιματοβαμμένα χέρια, ενώ το ίδιο ταξίδι επιχειρεί να κάνει χρόνια μετά ένας απόγονός του, προσπαθώντας να ανακαλύψει ποιος στ’ αλήθεια ήταν εκείνος ο άνδρας… ο Τέγος με τ’ όνομα, ο Χαρακιάς στην όψη.

Η κραυγή
του χελιδονιού
Αχμέτ Ουμίτ

Μετάφραση: Θάνος Ζαράγκαλης
Εκδόσεις: Πατάκη

b243000

Είδα τον πόνο. Είδα αργά αργά να συρρικνώνεται η ίριδα στο µέσον των µατιών τους και κατόπιν να σκάει έξαφνα σαν κραυγή. Είδα τα τρεµάµενα χείλη, τα πρόσωπα που µετατράπηκαν σε µελισσοκέρι, τα βαθουλωµένα µάγουλα, τα διογκωµένα ζυγωµατικά, τις κόγχες των µατιών που βάθαιναν και θύµιζαν σπηλιά, τις αποξηραµένες γλώσσες µέσα στα στεγνά στόµατα. Και αντιλήφθηκα ότι η στιγµή κατά την οποία συνειδητοποιούµε την ύπαρξή µας είναι η στιγµή που σπαρταρούµε από τον πόνο…
Φοβόµουν, διότι είδα την αρχική στιγµή όταν άνθρωπος σκοτώνει τον συνάνθρωπο, άκουσα το ουρλιαχτό της νίκης του δολοφόνου, την κραυγή φόβου του θύµατος. Ούρλιαξα κι εγώ σαν δολοφόνος κι έβγαλα την κραυγή του φόβου που βγάζει το θύµα. Μου άρεσε αυτή η κατάσταση του ανθρώπου. Ο αστυνόµος Νεβζάτ αναλαµβάνει, µαζί µε τους βοηθούς του, τον υπαστυνόµο Αλή και την υπαστυνόµο Ζεϊνέπ, να ανακαλύψει τον δολοφόνο που εξοντώνει παιδόφιλους, µέσα σ’ ένα κλίµα αναταραχής και βίας,…

Σπίτι παιδιού
Κυριάκος Συφιλτζόγλου

Εκδόσεις: Αντίποδες

b243153

Ο αφηγητής του βιβλίου επιστρέφει στο Σπίτι Παιδιού όπου μεγάλωσε, στην Πλατανιά Δράμας, αλλά και στα γύρω χωριά. Είναι ένας τόπος ζεστασιάς, παιχνιδιού και χαράς. Εκεί το παιδί αντικρίζει τη ζωή και το θάνατο – τα μάτια του είναι αθώα.
Ανέμελα περάσματα, χωρίς την άδεια των μεγάλων στα ακατοίκητα σπίτια, με το εξαπτέρυγο στα χέρια στην εκκλησία, παίζοντας κρυφτό στα νεκροταφεία. Προσπαθεί να ξετυλίξει, μέσα από τα μισόλογα συγγενών και ξένων, τις ατομικές ιστορίες καθενός, αλλά και το περίπλοκο κουβάρι που είναι οι συλλογικές ρίζες.
“Μια Κυριακή μεσημέρι στην Προσοτσάνη, στον τάφο της γιαγιάς, η μαμά έπλενε τα μάρμαρα και πότιζε τα βασιλικά. Εγώ με τον αδερφό μου παίζαμε κρυφτό. Ένας καμούσε στο κυπαρίσσι μέχρι τα εκατό και ο άλλος κρυβόταν εκεί γύρω. Ο μπαμπάς στο αμάξι άκουγε ποδόσφαιρο απ’ το ραδιόφωνο. Ο ήλιος χτυπούσε πολύ, αλλά στο νεκροταφείο είχε πολλές κρυψώνες, αρκεί να μη σε πρόδιδε η μαμά με τα μάτια της. Ξεκίνησε να καμάει ο αδερφός μου κι εγώ να τρέχω να κρυφτώ. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και ανέβηκα πάνω σ’ έναν τάφο. Στάθηκα ακίνητος κι έκανα με τα χέρια νοήματα στη μαμά και
στον αδερφό να ’ρθουν αμέσως. […]”


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα