Τα γράμματα της Βιέρα Ούλκμαν
Μάρω Βαμβουνάκη
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Ιδού, ζήσαμε κι εμείς!
Εμείς οι άφαντοι, οι αδικημένοι, οι άγνωστοι, οι απόκρυφοι, οι διαρκώς κρυμμένοι, ζήσαμε κι εμείς εδώ μέσα κάτι που αξίζει. Την αγάπη την ανθρώπινη, την καταδιωγμένη, τη σταυρωμένη αγάπη ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που στ’ αλήθεια και με πάθος ενώθηκαν. Έτσι νομίζω, έκανε τέλος με σπασμένη φωνή η Ταμάρα.
Και ο πιο μεγάλος εγκληματίας, λένε, επιθυμεί μια στιγμή, κάπως, κάτι να φανερώσει από εκείνο που έπραξε. Κάτι από το αποτρόπαιο έγκλημά του να ξεγλιστρήσει και κάτι να αποκαλύψει στους τρίτους, στον κόσμο. Να του δοθεί μια κάποια ευκαιρία να αποκαλυφθεί. Τρομερή ροπή έσταξε μέσα στο πλάσμα του ο Θεός.
Η καταγωγή της λύπης
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος
Εκδόσεις: Πατάκη
«Τον έρωτα τον πεθύµησε σαν ξαναγέννηµα και τον βίωσε σαν αρρώστια. Αρρώστια, από τα πρώιµα συµπτώµατα (εκείνη τη γλυκιά, την παραπλανητική αδυναµία) ως το ξέσπασµά της, ως τη διάλυση· ξαναγέννηµα, απ’ το κενό ονειροπόληµα ως την ενέργεια που απελευθερώνει η έκρηξη ενός µπουµπουκιού, µυριάδες µπουµπούκια, ένας κήπος της Εδέµ, του εαυτού άνοιξη». Η βιαιότητα της ζωής στην παιδική ηλικία, µεταµφιεσµένη σε παιχνίδι, αποκαλύπτεται ως τραύµα µε την ενηλικίωση, µε τον έρωτα, µε τον θάνατο των αγαπηµένων, λαµπρύνοντας και σκοτεινιάζοντας τον κόσµο, ως αρρώστια, ως πόνος ατοµικός και συλλογικός. Αυτά τα στάδια διέρχεται ο ήρωας του µυθιστορήµατος, µέσα από κύκλους, ευθείες και τεθλασµένες πορείες, που αρχίζουν από την καρδιά και καταλήγουν στο µυαλό, µέσα από βιώµατα και µνήµες που ανασταίνονται µεταµορφωµένα.
Αγια λευτεριά
Θοδωρής Παπαθεοδώρου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Συναγμένοι πίσω απ’ το τείχος, καρτερούν με το όπλο στο χέρι, με την ψυχή στο στόμα. Άντρες και γυναίκες όμοια ντυμένοι με φουστανέλες και σελαχλίκια, τα παιδιά λαιμαριές κρεμασμένες απάνω στα κορμιά τους σαν τάματα σε εικονίσματα, ναρκωμένα απ’ το αφιόνι.
Μόλις το φεγγάρι χάνεται στα διαβατάρικα σύγνεφα, το πρόσταγμα των καπεταναίων ακούγεται σ’ όλη τη φάλαγγα σαν πνιχτικό ψιθύρισμα. Αγωνιστές και γυναικόπαιδα κινούν για τη μεγάλη Έξοδο διαβαίνοντας σιωπηρά την πύλη. Κάποιοι γέρνουν και φιλούν το χιλιοτρυπημένο απ’ τα βόλια τείχος, κάποιοι άλλοι το ανασκαμμένο απ’ τις μπόμπες χώμα. Τα ραίνουν, τα ποτίζουν με τα σεβαστικά τους δάκρυα.
Στη Χίο, στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι…
Από ολοκαύτωμα σε ολοκαύτωμα τραβάει ο λαός μας, που πολεμάει ν’ αντιγυρίσει τη σκλάβα μοίρα του, ματοβαμμένος μ’ ακόμη ορθός. Συνάμα, πλάι στο λαμπρό μεγαλείο του αγώνα, στέκει η σκοτεινιά της μνησικακίας και της ιδιοτέλειας που φέρνει αδερφοσκοτωμό.