» Γρηγόρη Γεωργουδάκη, εκδόσεις Έρεισµα, Χανιά 2023
Εντροπία, έννοια της φυσικής. Στη µέγιστη εκδοχή της σηµαίνει µια δυσάρεστη και µη αναστρέψιµη κατάσταση: µετάβαση από την αταξία, την οµογενοποίηση, στον απόλυτο θάνατο. Πέρα από έννοια της φυσικής, έχει κοινωνικοοικονοµικές διαστάσεις και συνάρτηση µε πολιτικά πεδία. Η νέα ποιητική συλλογή του Γρηγόρη Γεωργουδάκη, του οποίου η θητεία στην ιατρική και την ποίηση είναι εξ ίσου πολύχρονη και διακεκριµένη,έχει τον τίτλο « H Eντροπία των Ρολογιών» και παραπέµπει σε κλασσικά έργα του κορυφαίου εκπρόσωπου του σουρρεαλισµού Σαλβαδόρ Νταλί, όπου γυαλί και µέταλλο χάνουν το σχήµα τους και συντήκονται, προαναγγέλλοντας το Τέλος.
Το Παρόν άγεται στην αυξανόµενη αταξία. Το Παρελθόν, τα χρόνια του στοχασµού, της ολιγάρκειας και της σοφίας, τα χρόνια της αρµονικής ένταξης του ανθρώπου στο αλώβητο φυσικό περιβάλλον, παραµένει παγιωµένο:
«Έφυγαν άραγε οι πρόγονοι;
Τ΄αποτυπώµατά τους στην βιβλιοθήκη, στα τραπέζια,
στις χειρολαβές, σε πόρτες και παράθυρα, στους καθρέπτες.
Η µορφή τους υπαινιγµός στις κινήσεις, στα λόγια των παιδιών.
Χνώτα κι οµιλίες πάνω στους τοίχους,πίσω απ΄την κουρτίνα.
Άλλοτε αναδύεται µια σιγανή µουσική, άρωµα λουλουδιών,
άλλοτε λόγια του νερού κι άλλοτε ψίθυροι του δάσους.
Σε κάθε γωνιά µια σκιά στέκει».
Αθέατος βιρτουόζος µιας απόκοσµης µελωδίας ο ποιητής, συνθέτει πάνω από το κοινό και το δεδοµένο. Συνοµιλεί µε το κύµα του χειµώνα και τις ανεµώνες της πρώιµης άνοιξης, µε το χώµα (που διαρκώς αντικαθίσταται από συµπαγή και αδιαπέραστα σε κάθε ανάσα ζωής υλικά) µε τον άνεµο (που δεν κουράζεται, ωστόσο, να ταξιδεύει και να ελπίζει), µε το κύµα (που πάντοτε επιφυλάσσει, για τους συνειδητούς οδοιπόρους, αδιάψευστα θραύσµατα ζωής). Συνοµιλεί µε την ιδέα και το όραµα του πανανθρώπινου διαλόγου:
«…Εφτιαξε την έδρα και το βήµα
χωρίς ίχνος µετάλλου
µόνο ξύλινες πρόκες και σανίδια.
Να µιλήσει για την ειρήνη».
Η ειρήνη, ωστόσο, συµβαδίζει µε την χαµηλή εντροπία. Όταν η ανθρώπινη απληστία οδηγεί σε καταστροφή του φυσικού πλούτου και ακραία υποβάθµιση του περιβάλλοντος, όταν κυριαρχεί η απαξίωση για κάθε µορφής ζωής (κατά συνέπεια και για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη), τότε η αυξανόµενη αταξία µοιραία θα οδηγήσει στην εντροπία των ρολογιών:
«…;Υστερα από χρόνια επέστρεψε, αγνώριστος ο τόπος.
Τσιµέντα και πίσσα και στύλοι και σύρµατα
κάτι από κρεβατοκάµαρες στην παραλία.
Περίµενε µια όµορφη νέα, κι αυτή γερασµένη
άνευρη, ρυτιδωµένη µε πληγές που έσταζαν πόνο.
Σκέπασε τον τόπο του µε σιγανή βροχή δάκρυα».
Η προσδοκία για το καλύτερο Αύριο πασχίζει, ως ίαµα, να επουλώσει τραύµατα του αφιλόξενου και συγκεχυµένου παρόντος:
«…Τόσος κόσµος
τόσος κόσµος φεύγει κι έρχεται.
Μου λένε πως έρχονται πολλοί ως ενοικιαστές των ηµερών
πόσους άραγε µπορεί να σηκώσει ο τόπος;
Και η πλατεία γιατί άδεια µένει;…»
Η νοσταλγία αντιπαλεύει µε τον χρόνο, ενώ τα ρολόγια χάνουν το σχήµα τους, ο χρόνος αποδεικνύει τη ρευστότητά του,οι ωροδείκτες απολιθώνονται ή σκουριάζουν. Παλιοί ένοικοι της πόλης, µετά από πολύχρονη παρουσία ξάφνου επιστρέφουν, ισως για να διαπιστώσουν τις ολετήριες αλλαγές που επισυµβαίνουν. Ύστερα εξαφανίζονται απροσδόκητα, έτσι όπως ήρθαν. Μένουν τα κτίσµατα και τα έπιπλα που µοιάζει να ατενίζουν πέρα, προς τις γενιές που έρχονται:
«Αίφνης τα πράγµατα
-ορθοστάτες, πολυθρόνες, τραπέζια-
αποχτούν µια αναίδεια µια υπεροψία
-ιδίως αυτά των προγόνων-
βλέπουν τόσο εφήµερη την παρουσία µας
µας αγνοούν.
Τώρα κοιτάζουν πάνω απ’ τους ώµους µας
την επερχόµενη γενιά».
Ανθρωποκεντρική η µατιά του ποιητή, συχνά ατενίζει το µεταφυσικό πεδίο, ενώ η έγνοια του για το αυθεντικό και γνήσιο, για ιδέες και αξίες που αντέχουν στον χρόνο, για πανανθρώπινα οράµατα και ελπίδες πλανάται πάνω από το σύνολο των ποιηµάτων. Ανταµώνει σεβάσµιες µορφές, πορεύεται µε τους στίχους προγενέστερων ποιητών που φωτοδοτούν τον ορίζοντα:
«Βαστώ το σώµα της σιωπής» του Μανουσάκη
έχω εδώ τη Θεοδώρου, τον Χιωτάκη, τον Καλοκαιρινό
τον Ζαχαράκη, τον Γυπάκη, τον Ζερβάνο, ταξιοδεύω.
Ο φάρος, το λιόγερµα µε καταιγίδες, πυρκαγιές
πάνω στην πόλη ποιητές…».
Η Ιστορία του Ανθρώπου υπάρχει πάντοτε στο παρόν, στη συλλογική µνήµη, στους αιθέρες. στα άπειρα συγκρίµµατα της άµµου. Βρίσκεται εδώ για να µας διδάξει, αρκεί να έχουµε τη διάθεση να ανασκάψουµε τις στιβάδες του χρόνου. Αυτό είναι ένα από τα πολλά σηµαντικά που διατυπώνει µε τον ποιητικό λόγο του ο Γρηγόρης Γεωργουδάκης:
«Κρατούσε το ιερό όστρακο σαν φυλαχτό
ως τρόπαιο ανεπαίσθητο για να ελπίζει
απερίσκεπτα να συνεχίζει να σκάβει
µέσα στους σκονισµένους χρόνους
για το µικρό, λαµπρό ενώτιο της ιστορίας».