» Ειρήνης Ταχατάκη, Ηράκλειο 2016
To βαθυπράσινο εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα πέτρινο γουδί, βαλμένο σε πήλινο “σκουτέλι”και περιτριγυρισμένο από μυρωδικά και βότανα της κρητικής γης.
Η περιδιάβαση στις σελίδες του δίνει απάντηση στο ερώτημα “χρειάζεται να παρουσιάζονται εκδόσεις περασμένων ετών;” και η απάντηση είναι ” Ναι, ασφαλώς!”.
Ναι, διότι η πάροδος του χρόνου αφήνει να κατασταλάξουν οι εντυπώσεις από το συγκεκριμένο έργο, το οποίο σταδιακά αξιολογείται ξανά και ξανά, συγκρίνεται με άλλα ανάλογης θεματολογίας και παραμένει, σαν ακριβό απόσταγμα, το τελικό συμπέρασμα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο της Δασκάλας, λαογράφου, συγγραφέα και ζωγράφου Ειρήνης Ταχατάκη, με τίτλο “Η Λαϊκή Ιατρική στην Κρήτη” προλογίζεται από τον Γιάννη Χλουβεράκη, φαρμακοποιό, ο οποίος σημειώνει, μεταξύ άλλων:
“…Το παρόν βιβλίο, ένα κράμα λαϊκής ιατρικής με θεατρικά δρώμενα(έμμετρο και πεζό) προλήψεις και παρατηρήματα, έθιμα και δοξασίες, πληροφορίες για τη ζωή σπουδαίων Αρχανιωτών, με γιάτρουσσες, πρακτικές μαίες, αναφορές σε διάφορες αρρώστιες και θεραπείες, με γιατροσόφια, διαβαστικά, ροτσέτες, βότανα και ξόρκια, γητειές και προσευχές, είναι υλικό πολύτιμο για τους μελετητές της λαϊκής ορολογίας των ασθενειών και των βοτάνων…”
Πολύτιμο πραγματικά το έργο αυτό και ασφαλώς ανυπολόγιστος ο κόπος και ο χρόνος που δαπανήθηκαν από τη συγγραφέα, με οδηγό και κινητήρια δύναμη το αδιάκοπο μεράκι της για τη διάσωση πολιτισμικών θησαυρών που χάνονται, όπως τα συγκεκριμένα γιατροσόφια, ξόρκια και διαβάσματα, οι ξεθωριασμένες χειρόγραφες σημειώσεις με τα ακατανόητα -για τους μη γνώστες- γράμματα της αλφαβήτου και τις ροζέτες, τα αστέρια και άλλα σύμβολα. Όπως σημειώνει ο κ. Χλουβεράκης, είναι απορίας άξιο το πώς διαφορετικοί αρχαίοι λαοί, οι οποίοι δεν είχαν μεταξύ τους επικοινωνία, είχαν ανακαλύψει τα ίδια θεραπευτικά βότανα για την ίδια ομάδα ασθενειών, γεγονός που δεν μπορεί να απαντηθεί. Ωστόσο, η μεγάλη θεραπευτική συμβολή αυτών των αρχέγονων ιαμάτων ουδέποτε αμφισβητήθηκε, καθώς κάποια από αυτά χρησιμοποιούνται και σήμερα, σε επεξεργασμένη μορφή, από διάφορες φαρμακοβιομηχανίες.
Αυτές τις μέρες του χειμώνα όλοι μας έχουμε να θυμηθούμε κάποιο μεγάλο τσαγερό στο πυρομάχι, όπου που έβραζε το νερό με διάφορα “βραστάρια”, με πρώτα και καλύτερα τη μαλοτήρα και το φασκόμηλο. Η ευωδιά τους είχε ήδη, έστω και ως εισπνοή, θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Η συγγραφέας επισημαίνει: “Το παρόν βιβλίο περιέχει στοιχεία που συνέλεξα από δεκαετίες με στοργή και αγάπη για τούτο το θαυμαστό τόπο, την Κρήτη μας. Είναι ένα υλικό που δεν αποθησαυρίζεται από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε από τον ένα χρόνο στον άλλο. Θέλει την απέραντη υπομονή της μέλισσας…”
Όπως είναι φυσικό, από τη συλλογή αυτή δεν λείπουν οι επικλησεις προς τον Θεό. Προσευχές γεμάτες από ζωντανές εικόνες παρατίθενται, όπως η παρακάτω (απόσπασμα):
“Εξημέρωσ’ ο Θεός κι είδαμε το Άγιο Φως. Προσκυνούμε τον Χριστό και τον Τίμιο Σταυρό….
Πιστεύω πως θα κατεβούν οι Δώδεκα Αποστόλοι με την κυρία Δέσποινα και με τον Άη Γιάννη να κρίνει ζώντας και νεκρούς, αμαρτωλούς και δίκιους.
Να κρίνει την ψυχούλα μου την πολυπαθιασμένη απού την έχω κρίματα περίσσια φορτωμένη. Παναγία Χαριτωμένη κι Αγγελοπροσκυνημένη. Στέκω και περικαλώ Σε του Χριστού με παραδώσεις. Κι ο Χριστός να με περάσει απ’ τση Τρίχας το Γιοφύρι κι από τα φοβερά τελώνια.
Καλό ναι τ’ Άγιος ο Θεός, καλό ‘ναι τ’ Άγιο Πνέμα κι απού το λέει σώζεται κι απού το κουβεδιάζει κι απού το καλαφουκραστεί Παράδεισο θα λάβει…”
Στο βιβλίο περιλαμβάνεται και η βιογραφία του Γιατρού Διογένους Ευτυχή, ο οποίος ήρθε στις Αρχάνες το 1878 και έθεσε αυτόν στην υπηρεσία των ανθρώπων του τόπου. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 60 ετών και η επιτύμβια στήλη στο μνήμα του σώζεται ακόμα, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας. Το επίγραμμα το είχε γράψει ο ίδιος στο λεύκωμά του, λίγο πριν τον θάνατό του:
“Έζησα με τον θάνατο ζωή εξήντα χρόνια
τώρα πηγαίνω στη ζωή και εις ζωήν αιώνια”.
Ακολουθεί η βιογραφία του Εμμανουήλ Γ. Λυδάκη, Νομάρχη Ηρακλείου κατά την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, σύγχρονου και φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου, με ενδιαφέρουσες αναφορές στα κρίσιμης σημασίας κοινωφελή και αναπτυξιακά έργα επί των ημερών της θητείας του ως Νομάρχη.
Στην πλουσιότατη ύλη του πονήματος αυτού εντάσσονται και δύο θεατρικά έργα της Ειρήνης Ταχατάκη, με αναφορά στη λαϊκή ιατρική.
Η αγωνία που προκαλεί η ασθένεια, η θλίψη που προκαλεί ο θάνατος, καθημερινά εναλάσσονται με την ανάγκη για μια πιο αισιόδοξη οπτική στη ζωή των ανθρώπων. Με τη διαπίστωση αυτή παρατίθεται, ως επίλογος στο σημείωμα αυτό, ένα απόσπασμα από το βιβλίο αναφορικά με την κατάργηση της “τσόχας” (παλιό Αρχανιώτικο έθιμο στις κηδείες των πιο επίσημων προσώπων της τοπικής κοινωνίας. Όπως αναφέρει η συγγραφέας, επρόκειτο για τσόχινο ύφασμα διαστάσεων 50χ200 εκ. περίπου, κεντημένο ολόγυρα με πλουμιά, του οποίου τις άκρες κρατούσαν, στις κηδείες επισήμων, τέσσερις προπορευόμενοι βρακοφόροι). Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται στον θάνατο, το 1915, ενός πολύ αγαπητού σε όλους Αρχανιώτη. Επρόκειτο για τον καλόχαρο Σπυρίδο του Κατρουλοβασίλη, όπως ακουγόταν. Το γεγονός έφερε μεγάλη θλίψη στους Αρχανιώτες, που αγαπούσαν πολύ τον συντοπίτη τους, ο οποίος, όσο ζούσε, μοίραζε χαρά και χαμόγελο σε όλους. Σκέφτηκαν, λοιπόν, να μετατρέψουν τη θλίψη της κηδείας σε κάτι πιο χαρούμενο, όπως θα άρμοζε στην προσωπικότητα του εκλιπόντος:
“…Πρωτοστατούσαν στην ενέργεια αυτή παλιοί γλεντζέδες των Αρχανών…Μάζεψαν και τα απαραίτητα : κανισκάρες με ψωμιά κι ελιές, “τσούκους” (κολοκύθες, φλασκιά) με κρασί.Αγόρασαν και από του Κωστή του Καζαντζάκη του Γιαμαλή 19 κόκκινα φέσια και τα φορέσανε όλοι οι πρωταγωνιστές και, το σπουδαιότερο, ζήτησαν να πάρουν από την εκκλησία και την “τσόχα”.
Οι παπάδες και η ενοριακή επιτροπή δεν το δεχτήκανε στην αρχή: “Ηντα θέλετε δα, να να πλερώνετε ένα λοϊζι για το χατήρι του Σπυρίδου;” είπαν. “Εμείς θα δώσομε δυο και δώσετέ μας την τσόχα!”.
Ετοιμάσανε την πομπή. Μπροστά πήγαινε η “τσόχα” και ακολουθούσαν ο λυράρης ο Κοντόχας με τους γλυκούς σκοπούς της λύρας. Πίσω οι φεσάδες, μετά οι στενοί μαυροφορεμένοι “συγγενείς” με τα τσεμπέρια τα μαύρα. Άλλος υποδυόταν τη μάνα του εκλιπόντος, άλλος τις αδελφές του, τις θειάδες, τη γυναίκα του. Όλα ψεύτικα και φτιαχτά και μόνο ο εκλιπών ήταν ο αληθινός, βουβός κι αμίλητος στην “κάσα” του. Τα μοιρολόγια έδιναν κι έπαιρναν, τραβούσαν (οι παριστάμενοι) τα μαλλιά τους, σπάραζαν και θρηνούσαν.
Ήταν Καθαρή Δευτέρα, τελευταία μέρα της Αποκριάς, και στο γλέντι του λέγανε και μαντινάδες:
” Με γλέντι τονε θάψανε την Καθαρή Δευτέρα
κι άφηκε θλίψη στο χωριό τη σημερνή ημέρα”.
Οι μαντινάδες συνεχίστηκαν μέχρι την τελευταία του κατοικία. Εκεί, αφού τον ενταφίασαν και βλάλανε τις πλάκες στο μνήμα του, αρχίσανε ένα τρικούβερτο γλέντι με λύρα και χορό ώσπου νύχτωσε. Κατέβηκαν μετά στο χωριό, με τη λύρα και τα τραγούδια και πήγαν στο μπακάλικο του λυράρη Κοντόχα . Εκεί χόρευαν και διασκέδαζαν όλη τη νύχτα.
…Από τότε, όμως, καταργήθηκε η τσόχα και δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε ποτέ…”