Ένας ολόκληρος κόσμος γεννιέται, πεθαίνει και ξαναγεννιέται και πάλι μέσα από τις σελίδες τους. Όνειρα, ιδέες, απόψεις, γεγονότα, χαρούμενες και θλιβερές ιστορίες, αφηγήσεις, ξεπηδούν από κάθε φύλλο, γίνονται κτήμα του αναγνώστη, απογειώνουν τη φαντασία, ενισχύουν τη γνώση, χαλαρώνουν και διασκεδάζουν.
Για αυτόν τον μοναδικό και σίγουρα μαγικό κόσμο των βιβλίων συνομιλούμε με συγγραφείς, βιβλιοπώλεις και απλούς αναγνώστες….
Μαγικός κόσμος, πιο αληθινός
«Όσο κι αν η τεχνολογία αλλάζει ρυθμούς, μέσα, τρόπους και αφάνταστες ευχέρειες, το τυπωμένο βιβλίο και η δύναμή του είναι ακατανίκητα γιατί πρόκειται για σχέση μαγική. Αμεσότητας σχέση, αισθήσεων, δυνατότητας να το έχεις αποκλειστικά δικό σου, μυστικά οι δυο σας σαν δυο μοναξιές, να το παίρνεις όπου πας. Είναι δικό σου, είσαι δικιά του. Μπορεί να ζει αιώνια στον χώρο σου κι ας κιτρινίζει…» λέει στις “διαδρομές” η καταξιωμένη Χανιώτισσα συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη η οποία ξετυλίγοντας μνήμες από τα Χανιά μιας άλλης εποχής, αφηγείται πώς μπήκαν στην καρδιά της τα βιβλία και ακολούθως η συγγραφή:
«Είναι από τις ευτυχισμένες, τις εκστατικές μνήμες της ζωής μου: Χανιά, μαθήτρια δημοτικού, να πηγαίνω μια φορά την εβδομάδα στο μεγάλο, πλούσιο περίπτερο της πλατείας Δικαστηρίων τότε, και να αγοράζω τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, Εκδόσεων Ατλαντίδος.
Έτσι μπήκαν στην καρδιά της ζωής μου οι Άθλιοι, ο Πύργος των Καταιγίδων, ο Τομ Σώγερ, η Μαύρη Τουλίπα, ο Ροβινσών Κρούσος, ένας κόσμος πιο ενδιαφέρων από τον κόσμο μας. Αυτό εξάλλου είναι η πρώτη αιτία που κολλάμε στα βιβλία, χαρίζουν ένα κόσμο πιο ενδιαφέροντα από ό,τι ζούμε.
Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε με εκείνα τα περιοδικά. Η αφή τους, η μυρωδιά τους, η εκφραστική εικονογράφηση, η εύστοχη επιλογή φράσεων από το πρωτότυπο; Κανείς από όσους γίναμε τότε πιστοί τους δεν τα λησμονήσαμε. Και θα έλεγα πως από εκείνους τους Άθλιους των κλασσικών εικονογραφημένων μέχρι το κανονικό Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι ο δρόμος δεν ήταν και πολύ μακρύς, η ανάγκη της λογοτεχνίας, που κάπως σε μύησαν, επιβεβλημένη. Έφτασε γρήγορα στον Καζαντζάκη που συγκλονισμένη πρωτοδιάβασα στην άμμο, στην αμμμούτσα του καλοκαιρινού Σταλού.
Μετά από τα περιοδικά της πλατείας Δικαστηρίων σα να ήθελα όλο και περισσότερο να διαβάζω βιβλία, εγκαταστάθηκε μέσα μου μια δίψα. Ιστορία ζωής, έρωτας ζωής. Κι αν αργότερα άρχισα να γράφω, η γραφή έμοιαζε με είδος ανάγνωσης κι αυτή. Να φτιάχνω ιστορίες όπως τις θέλω, να τις μελετώ γράφοντας.
Όσο κι αν η τεχνολογία αλλάζει ρυθμούς, μέσα, τρόπους και αφάνταστες ευχέρειες, το τυπωμένο βιβλίο και η δύναμή του είναι ακατανίκητα γιατί πρόκειται για σχέση μαγική. Αμεσότητας σχέση, αισθήσεων, δυνατότητας να το έχεις αποκλειστικά δικό σου, μυστικά οι δυο σας σαν δυο μοναξιές, να το παίρνεις όπου πας. Να τραβάς γραμμές με το μολύβι, να ρίχνεις πάνω του σταγόνες από τον καφέ σου. Είναι δικό σου, είσαι δικιά του. Μπορεί να ζει αιώνια στον χώρο σου κι ας κιτρινίζει. Δε σβήνει με ένα κουμπί, δεν καίγεται ο δίσκος του, καμιά απειλή εγκατάλειψης, δεν κινδυνεύει σε δευτερόλεπτα να αφανιστεί με την ευκολία που εμφανίσθηκε σε μια πλαστική οθόνη. Πας μέχρι τα μαγαζιά, το διαλέγεις ανάμεσα από πάμπολλα άλλα, το πιάνεις και το πληρώνεις, μια δυσκολία στα πράγματα πάντα τα μετατρέπει σε πιο ερωτεύσιμα.
Οι σελίδες του είναι δέντρα, οι ρίζες του στη σκέψη και στην καρδιά σου, στο υποσυνείδητο, η ομορφιά του μια γοητεία ασύγκριτη.
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα για τη μοίρα των βιβλίων στο μέλλον, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην ισχύ τους, στη μύησή τους σε σένα και στη ζωή σου όλη. Ακόμα κι όταν πεθάνω τα βιβλία που μάζεψα στα ράφια μου θα με θυμίζουν σαν τις πιο βαθειές ευαισθησίες που είχα, έτσι όπως έγινε και με τα βιβλία του βιβλιοφάγου Χανιώτη πατέρα μου που με τριγυρίζουν στο σπίτι.
Η λατρεία της ανάγνωσης
Λατρεύει την ανάγνωση και αγαπάει τα βιβλία o μαθητής της Γ΄ τάξης του 16ου Δ.Σ. Χανίων Γιάννης Αγγελίδης. Όπως κάθε παιδί μπήκε στον κόσμο των βιβλίων από πολύ μικρός. «Γνώρισα τα βιβλία από τη μαμά μου που πάντα μου διάβαζε το βράδυ πριν κοιμηθώ και όχι μόνο. Μου άρεσαν αυτά που είχαν ωραία εικονογράφηση» θυμάται ο Γιάννης, καθώς ξεκινάμε τη συζήτηση μας. Όταν έμαθε να διαβάζει ξεκίνησε να επιλέγει και πιο απαιτητικά βιβλία.
«Γελάω πολύ με τα κόμικ, ειδικά με αυτά του Αρκά. Διαβάζω και τα “Τζερόνιμο Στίλτον”, έχω πάρα πολλές από τις περιπέτειες του αλλά όχι όλες. Από τα αγαπημένα μου είναι η “τριλογία του Βαρτιμαίου” (Τ. Στράουντ ).Το βιβλίο που με στεναχώρησε λόγω του τέλους του ήταν το “Οι τελευταίοι γίγαντες” (Φ. Πλαζ). Ειδικά την “ τριλογία του Βαρτιμαίου” που είναι τρία βιβλία, διάβαζα ένα κάθε μήνα παρότι έχουν και 500 σελίδες» λέει ο Γιάννης που του αρέσουν τα συναισθήματα που προκαλεί η ανάγνωση. Και χαρά και αγωνία αλλά και λύπη, ενώ ένας από τους πιο αγαπημένους τους συγγραφείς, είναι ο Ρόαλντ Νταλ.
Θέλοντας να… ιντριγκάρουμε τον φίλος μα του κάνουμε την ερώτηση: Σου βάζουμε στο τραπέζι μπροστά σου ένα βιβλίο, ένα κινητό και ένα παγωτό… που θα πάει πρώτα το χέρι; «Πρώτα θα πήγαινε στο βιβλίο και μετά στο παγωτό! Για να διαβάσω και να τρώγω κιόλας το παγωτό μου» λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο μικρός βιβλιοφάγος.
Δυστυχώς την επιλογή αυτή δεν θα την έκαναν πολλά παιδιά σήμερα αφού οι υπολογιστές, οι παιγνιδομηχανές, τα tablets και τα κινητά έχουν επικρατήσει στην καθημερινότητα τους.
«Υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν διαβάζουν. Επίσης υπάρχουν πολλά παιδιά που βρίζουν και δεν έχουν καλή συμπεριφορά και ίσως οφείλεται στο ότι δεν διαβάζουν.
Σε ένα τέτοιο παιδί θα το έλεγα να αφήσει την οθόνη, να διαβάσει λιγάκι για να έχει μεγαλύτερη φαντασία, να αποκτήσει γνώσεις και να μάθει πράγματα που δεν ξέρει σήμερα» είναι το σχόλιο του μικρού Γιάννη, που έχει δύο βιβλιοθήκες γεμάτες σπίτι του και… πάει για την τρίτη!
«Ταυτίζεσαι με ήρωες και γεγονότα»
Το “Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο” του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, πρόταση του καθηγητή ιστορίας του σχολείου της είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασε η Κωνσταντίνα Ζερβουδάκη, μαθήτρια στο Μουσικό Σχολείο (Γ΄ Γυμνασίου) Χανίων. Από μικρή η συνομιλήτρια μας είχε μεγάλη αγάπη στο διάβασμα. Την επηρέασε όπως μας εξηγεί το διάβασμα κάθε νύχτα από τη μητέρα της, ενώ γρήγορα μόλις έμαθε να αναγιγνώσκει άρχισε να “καταβροχθίζει” το ένα βιβλίο μετά το άλλο.
«Το συναρπαστικό με τα βιβλία είναι ότι νιώθω ότι μπαίνω στην ιστορία των πρωταγωνιστών, ταυτίζομαι με τα γεγονότα και τους ήρωες» λέει. Αγαπημένος της ο Φίλιπ Πούλμαν συγγραφέας της “τριλογίας του κόσμου”.
«Ειδικά το “Αστέρι του βορά” που το διάβασα στην Ε΄ Δημοτικού με έβαλε στον κόσμο της λογοτεχνίας φαντασίας. Δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε κάτι ανάλογο, μου άρεσε πολύ ο τρόπος γραφής» αναφέρει.
Πριν ακόμα μπει στο γυμνάσιο η Κωνσταντίνα ξεκίνησε να διαβάζει βιβλία και στα αγγλικά.
«Το έκανα από τη μια για να εξασκηθώ για τις εξετάσεις αγγλικής γλώσσας και από την άλλη γιατί είχα αρχίσει να διαβάζω τη σειρά του “Πέρσι Τζάκσον”, είχα τελειώσει τις ελληνικές εκδόσεις και επειδή οι υπόλοιπες ήταν μόνο στα αγγλικά τις ξεκίνησα. Έπειτα διάβασα το “Σέρλοκ Χόλμς” και τα “Χάρι Πότερ”» λέει.
Τα περισσότερα παιδιά στην ηλικία της δεν διαβάζουν πολλά βιβλία, είναι εγκλωβισμένα μπροστά στις οθόνες. «Γενικά προτείνω στα παιδιά να διαβάζουν. Ανάλογα την προσωπικότητα και το χαρακτήρα τους μπορούν να βρουν συγγραφείς και βιβλία που τους ταιριάζουν και να ξεκινήσουν!» τονίζει η Κωνσταντίνα που είναι τακτική θαμώνας των βιβλιοπωλείων αλλά και της δημοτικής βιβλιοθήκης από όπου πάντα βρίσκει ενδιαφέροντα πράγματα για να επιλέξει.
«Το βιβλίο μάς προσφέρει έναν κόσμο με ειρμό»
«Το βιβλίο μας προσφέρει έναν κόσμο με ειρμό που τον έχουμε ανάγκη»», λέει ο βιβλιοπώλης Γιώργος Σκανδάλης μιλώντας στις “διαδρομές”, με αφορμή την πρόσφατη Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου. Χρόνια στην αγορά του βιβλίου, μάς λέει ότι μέχρι το 2019-2020 η παραγωγή νέων εκδόσεων βρισκόταν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στη χώρα μας. Ωστόσο, η καραντίνα και το κλείσιμο των βιβλιοπωλείων ανέκοψε αυτή την τάση.
Απαντώντας στην ερώτησή μας κατά πόσον η καραντίνα έφερε τον κόσμο πιο κοντά στο βιβλίο, ο Γιώργος δείχνει να μην συμμερίζεται τη ρομαντική άποψη ότι ο εγκλεισμός γέννησε νέους “βιβλιοφάγους”: «Η καραντίνα όντως έσπρωξε κάποιους να πιάσουν στα χέρια τους ένα βιβλίο. Όμως οι περισσότεροι από αυτούς όπως ήρθαν κοντά στο βιβλίο έτσι θα φύγουν κιόλας. Είναι κάτι καθαρά συγκυριακό. Η σχέση με το βιβλίο χτίζεται με τα χρόνια, καλλιεργείται. Δεν είναι κάτι mainstream, δεν είναι μόδα. Κι αλίμονο αν μπει σε αυτή τη λογική», σχολιάζει.
Αν και εκτός μόδας το βιβλίο, ωστόσο, κερδίζει μέσα στα χρόνια νέους αναγνώστες.
«Υπάρχουν νέοι αναγνώστες», σημειώνει ο συνομιλητής μας, ενώ ως προς τις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού υπογραμμίζει ότι φέτος λόγω και της επετείου των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση, υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για βιβλία ιστορίας. «Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά επιστημονικά θέματα παρατηρώ ένα μεγάλο ενδιαφέρον για ζητήματα βιολογίας που είναι μια ραγδαία εξελισσόμενη επιστήμη, ενώ στο κομμάτι της λογοτεχνίας υπάρχει ενδιαφέρον για το ιστορικό μυθιστόρημα. Ειδικά για ιστορίες που σχετίζονται με την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου γράφονται και διαρκώς νέα βιβλία αναδεικνύοντας νέες πτυχές εκείνης της περιόδου. Νομίζω ότι είναι μια περίοδος που ακόμα έχει πολλά πράγματα να δώσει», τονίζει και προσθέτει ότι συγχρόνως με τις παραπάνω τάσεις παρατηρεί το τελευταίο διάστημα και μια στροφή των αναγνωστών προς τους κλασσικούς συγγραφείς.
Σε ό,τι αφορά το μέλλον του τυπωμένου βιβλίου σε σχέση με το ηλεκτρονικό ο συνομιλητής μας δηλώνει πεπεισμένος ότι το χαρτί δεν απειλείται από τον ψηφιακό κόσμο: «Το μέλλον του βιβλίου είναι το έντυπο βιβλίο. Ο αναγνώστης θέλει το βιβλίο του. Αυτό είναι το φετίχ του. Το ηλεκτρονικό βιβλίο δεν περπάτησε στην Ελλάδα και δεν νομίζω ότι θα περπατήσει», σχολιάζει.
Άλλωστε οι εκδόσεις που βγαίνουν στις μέρες μας είναι ποιοτικά πολύ καλές χάρη στο μεράκι εκδοτών, επιμελητών και όλων των συντελεστών που καταπιάνονται με την έκδοση. «Και δεν είναι μόνο το μεράκι του εκδότη», συμπληρώνει ο Γιώργος τη σκέψη μας και τονίζει: «Είναι το μεράκι των αναγνωστών που ωθεί και τους εκδότες να λειτουργήσουν έτσι».
Πού όμως οφείλεται η ανθεκτικότητα του βιβλίου; «Το βιβλίο έχει δείξει σε όλα τα χρόνια μετά τον Γουτεμβέργιο ότι αντέχει. Κι αντέχει γιατί το στηρίζουν λίγοι που όμως το γνωρίζουν καλά. Εχει δηλαδή φανατικούς φίλους. Το βιβλίο είναι εκεί που δεν είμαστε. Εχει τακτοποιημένες λέξεις, με δομημένα ερωτηματικά και κόμματα. Είναι ένας κόσμος με ειρμό, που τον έχουμε ανάγκη», σημειώνει καταλήγοντας.
«Ενα σαγηνευτικό ταξίδι»
Ένα ταξίδι μέσα στα κείμενα και στη γλώσσα είναι για την Αργέττα Νικολακάκη η ανάγνωση ενός βιβλίου. Μιλώντας στις “διαδρομές” για το τι είναι για την ίδια η ανάγνωση ενός βιβλίου, τονίζει ότι «είναι ένα σαγηνευτικό ταξίδι που με πηγαίνει σε άλλους κόσμους πέρα από το δικό μου, με οδηγεί σε ιδέες και καταστάσεις που αφορούν εμάς, τον τόπο μας και όλο τον κόσμο. Ένα ταξίδι μέσα στα κείμενα και στη γλώσσα. Με τα βιβλία νιώθω πως γεμίζει και ομορφαίνει η ζωή μου. Μου δίνει τη χαρά να επικοινωνήσω με ένα ουσιαστικό τρόπο με τους ανθρώπους γύρω μου. Και, όσο μοιράζομαι όλη αυτή την ευτυχία με τους δικούς μου ανθρώπους, με βιβλιοφάγους φίλους και με συναναγνώστες στη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, η χαρά και η ευχαρίστηση είναι διπλή».
Ποια είναι η αξία του βιβλίου τη σημερινή εποχή ρωτάμε την κα Νικολακάκη που μας απαντά ότι «το βιβλίο γίνεται ένα αντίβαρο στη σημερινή δύσκολη πραγματικότητά μας. Έλληνες και ξένοι λογοτέχνες, ποιητές, ιστορικοί, δοκιμιογράφοι, λαογράφοι, κομίστες είναι αυτοί που μας συμπαραστέκονται με το έργο τους για να ξεπερνάμε τις “άγονες” μέρες που περνάμε χωρίς θέατρο, κινηματογράφο, εκδηλώσεις, κοινωνικές συναναστροφές».
Οπως επίσης συμπληρώνει, «ο βιβλίο είναι μια προσωπική επιλογή που μας βοηθά να βυθιστούμε σε ένα διαφορετικό κόσμο μακριά από τους περισπασμούς των ΜΜΕ που μας κρατάνε “όμηρους” στον δικό τους τρόπο αντίληψης του κόσμου».
Για τους ανθρώπους που γνωρίζει και συναναστρέφεται η κα Νικολακάκη, «το βιβλίο ήταν πάντα απαραίτητος καθημερινός σύντροφος. Παρακολουθούν και ενημερώνονται για τις νέες κυκλοφορίες».
«Κάποιοι ξαναβρίσκουν καταφύγιο στο βιβλίο τώρα» μας λέει στην ερώτησή μας «πόσο κοντά είναι ο κόσμος στο βιβλίο».
«Γενικότερα μιλώντας, γνωρίζω ότι ο δανεισμός βιβλίων από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων έχει αυξηθεί κατακόρυφα και η αγορά βιβλίων πηγαίνει καλά», καταλήγει η ίδια.