“Πάντα φανταζόμουνα ότι ο Παράδεισος θα είναι ένα είδος βιβλιοθήκης.”
(Jorge-Luis Borges, 1899-1986)
ΕΝΑΝ τέτοιο μικρό «παράδεισο», μάλιστα διαμορφωμένο από τα δικά μας χέρια, είχαμε την τύχη να έχουμε στα πρώτα παιδικά μας χρόνια στην Παιδόπολη «Καλή Παναγιά» (Βέρροια), εκεί στις αρχές του 1950. Πετρόκτιστο κατασκηνωτικό το κτήριο που μετατρέψαμε σε «Λέσχη». Βάλαμε ράφια στους τοίχους, φέραμε μεγάλα τραπέζια και καρέκλες και αρχίσαμε να τακτοποιούμε τα αραδιασμένα μπροστά μας βιβλία: άλλα κατά μέγεθος και άλλα κατά περιεχόμενο. Επρόκειτο για πολλά βιβλία γραμμένα για παιδιά σχολικής ηλικίας, όπως ήμασταν εμείς τα ανταρτόπληκτα.
ΕΚΕΙ πρωτογνωριστήκαμε με τους… Ουγκό, Βερν, Μαλό, Ντίκενς, Στήβενσον, Τουέιν, Π. Δέλτα, Δ. Βικέλα κ.ά. Για ώρες βυθιζόμασταν στις σελίδες τους, χαζεύαμε την εικονογράφηση, ταξιδεύαμε με τη φαντασία μας σε άλλους κόσμους. Καπλαντίζαμε (=ντύναμε) τα βιβλία με μπλέ χαρτί, προσθέταμε μια ετικέτα με το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο του έργου, βάζαμε κι έναν αριθμό στην πλάτη. Τα καμαρώναμε, τα τακτοποιούσαμε, τα προσέχαμε σαν τα μάτια μας. Ήταν οι καλύτεροι φίλοι μας. Η λέσχη ήταν το βασίλειό μας, όπου οργανώναμε ατέλειωτες συζητήσεις πάνω στις αναγνώσεις μας-και όχι μόνο. Στις σχολικές διακοπές, όσο και τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες δίπλα στη ξυλόσομπα της λέσχης, κυριολεκτικά χανόμασταν. Έτσι αγαπήσαμε το βιβλίο.
ΣΗΜΕΡΑ παραπονιόμαστε πως τα παιδιά δεν πολυδιαβάζουν βιβλία. Σίγουρα αυτό δεν οφείλεται στο ότι δεν ενδιαφέρονται για το βιβλίο, αλλά –τα παιδιά- όντας γοητευμένα από τη σύγχρονη ηλεκτρονική τεχνολογία (smartphone, Ipad, Laptop, Tablet, ηλεκτρονικά παιχνίδια κ.ά.), αποξενώνονται από τον πραγματικό κόσμο. Εξάλλου, με το να βρίσκονται μακριά από τη φύση και την καθημερινή ζωή (1) δημιουργούν άλλους δικούς τους «φαντασιακούς» κόσμους.
Η ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ, ο έρωτας για τη φιλαναγνωσία, είναι ιδιαίτερο βίωμα του καθενός. Αποτελεί μια ευτυχή συνάντηση του ατόμου με το θαυμαστό κόσμο του βιβλίου:
ΣΤΟ χρονικό «Όταν το πέλμα μας ταίριαζε με το χώμα», ο σπουδαίος Χανιώτης ποιητής και πεζογράφος Γιώργης Μανουσάκης, αναφέρεται με ιδιαίτερη αγάπη και νοσταλγία στο πέρασμα, μέσω των αναγνωσμάτων της εποχής του, από την παιδική ηλικία στην εφηβική: «…Τα μεσημέρια που οι γονιοί μου, η γιαγιά και οι αδελφές μου κοιμούνταν, εγώ άνοιγα τη βιβλιοθήκη. Ανακάλυψα πως δεν είχαν ενδιαφέρον μόνο τα μεγάλα βιβλία με τις εικόνες, μα και τα κάποια μικρά, δίχως καν σκίτσα ή φωτογραφίες. Διάβασα το “Όταν ήμουν δάσκαλος” και το “Χρήστο Μηλιώνη” κι άνοιξε η όρεξή μου και γι’άλλα βιβλία με ιστορίες. Μόλις αρχίζανε τα μάτια μου να περπατούνε στις αράδες των σελίδων τους, ξέκοβα από την πόλη με τα χαλάσματα κι έμπαινα σ’ ένα κόσμον άλλο, που τον εφώτιζε θαρρείς, ένας ήλιος αλλιώτικος. Ακολουθούσα σαν τη σκιά τους ήρωες, εζούσα κι εγώ τη δική τους ζωή…» (2)
ΣΤΗ νουβέλα “Ο Σκακιστής”, ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) μιλάει για το βιβλίο με άφατη παιδική λαχτάρα και ειλικρίνεια: «Ένα βιβλίο! Τα γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν: ένα βιβλίο! Είχα τέσσερις μήνες να κρατήσω κάποιο στα χέρια μου, και η απλή του παρουσία με γοήτευε. Ένα βιβλίο μέσα στο οποίο θα’βλεπα λέξεις αραδιασμένες σε σειρές τη μια δίπλα στην άλλη, σελίδες, φύλλα που θα μπορούσα να γυρίσω. Ένα βιβλίο όπου θα μπορούσα να παρακολουθήσω άλλες σκέψεις, νέες σκέψεις που θα με παρέσερναν από τις δικές μου και τις οποίες θα μπορούσα να κρατήσω στο κεφάλι μου, μα τι μεθυστικό και ταυτόχρονα ηρεμιστικό εύρημα!»
ΑΛΛΑ και πριν μερικά χρόνια, ο πιο διάσημος Ισραηλινός συγγραφέας, ο Άμος Όζ (1939-), σε μια χιμαρρώδη συνέντευξή του στο Θανάση Λάλα (ΒΗmagazino, 29/5/05) λέει: «Το βιβλίο είναι σαν τον άνθρωπο. Κάθε βιβλίο έχει τη δική του χημεία. Είναι η ιδέα, το στυλ, το άρωμα που αναδίδουν οι προτάσεις του (…) Μερικούς ανθρώπους, όσο υπέροχοι κι αν είναι, απλώς δεν νιώθω την ανάγκη να τους ξαναδώ. Μερικά βιβλία τα διαβάζω και, τελειώνοντας, δεν νιώθω την ανάγκη να τα ξαναδιαβάσω. Νιώθω ότι αρκετά κράτησε η γνωριμία μου μαζί τους». Και προσθέτει: «ακόμα και σήμερα, τα βιβλία είναι για μένα ζωντανοί οργανισμοί. Τα θεωρώ πολύ αισθησιακά αντικείμενα. Μου αρέσει να τα μυρίζω, να τα αγγίζω, να παίζω μαζί τους, να κρατάω σημειώσεις στις σελίδες τους».
…ΤΟ γιατί όμως παθιαζόμαστε τόσο με τα βιβλία, μας το επισημαίνει ο Γάλλος εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ντανιέλ Πενάκ (στο «Σαν Μυθιστόρημά») (3): «Ο άνθρωπος χτίζει σπίτια γιατί είναι ζωντανός, αλλά γράφει βιβλία γιατί ξέρει ότι είναι θνητός. Ζει ομαδικά γιατί είναι ζώο κοινωνικό, αλλά διαβάζει γιατί ξέρει ότι είναι μόνος.
Η ανάγνωση είναι γι’ αυτόν μια συντροφιά που δεν παίρνει τη θέση καμιάς άλλης, αλλά που καμιά άλλη συντροφιά δε θα μπορούσε να την αναπληρώσει. Δεν του δίνει καμιά οριστική εξήγηση για το πεπρωμένο του, αλλά πλέκει ένα σφιχτό δίχτυ σιωπηλών συμφωνιών ανάμεσα στη ζωή και σ’ αυτόν μικροσκοπικών, απειροελάχιστων και μυστικών συμφωνιών, που μιλάνε για την παράδοξη ευτυχία της ζωής, ενώ, ταυτόχρονα, φωτίζουν την τραγική της γελοιότητα. Κι έτσι, οι λόγοι για τους οποίους διαβάζουμε, είναι το ίδιο παράξενοι με τους λόγους για τους οποίους ζούμε. Και κανένας δεν είναι εξουσιοδοτημένος να μας ζητήσει λογαριασμό γι’ αυτή την οικειότητα…»
…Η ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ παραμένει η πιο ευεργετική ανθρώπινη δράση: βελτιώνει την εκφραστική ικανότητά μας, διευρύνει τη σκέψη και τη φαντασία, εμπλουτίζει τον ψυχικό μας κόσμο, παρηγορεί. Ένα βιβλίο ηρεμεί το πνεύμα και διδάσκει σε περιόδους κρίσεων. Βοηθάει στην αυτογνωσία δίνοντας έτσι νόημα στη ζωή μας. Άλλο όμως, είναι το χάρτινο βιβλίο με τη μυρωδιά των σελίδων που γυρίζουν κι άλλο να έχεις ένα «αμίλητο», άοσμο, μονότονο ηλεκτρονικό μηχάνημα με την πληκτική κύληση σελίδων…
ΣΗΜΕΡΑ σπάνια αναζητάμε κάποιο βιβλίο σε βιβλιοπωλεία ή βιβλιοθήκες. Μας το προσφέρουν οι μικρές οθόνες ή μας το επιβάλλουν οι διαφημίσεις στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα! Δεν έχουμε πολλά περιθώρια επιλογής (ή, αγνοούμε την ύπαρξη) ποιοτικών βιβλίων.
Ετσι όμως, έχουν λιγοστέψει ή μένουν στην αφάνεια πολλοί ταλαντούχοι συγγραφείς. Ωστόσο, μένουν για συντροφιά μας κάποιες βραδινές «φωνές» πολυαγαπημένων συγγραφέων στο κομοδίνο μας, που περιμένουν υπομονετικά για έναν «εκκωφαντικό» νυχτερινό διάλογο μαζί μας. Και τον έχουν! (2018)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Για μια «ανησυχητική» τάση πολλών παιδιών να αντιμετωπίζουν τα βιβλία σαν ηλεκτρονικές συσκευές με οθόνη αφής, σέρνοντας το δάχτυλό τους στην επιφάνειά τους αντί να γυρίζουν τις σελίδες, κάνουν λόγο Βρετανοί καθηγητές, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την απομάκρυνση των παιδιών από τα παραδοσιακά βιβλία. Στο ετήσιο συμβούλιο της βρετανικής ένωσης δασκάλων (NUT) ήταν αρκετοί αυτοί που είχαν να μοιραστούν ιστορίες για παιδιά νηπιαγωγείου που αντί να γυρίζουν τις σελίδες των βιβλίων, προσπαθούσαν να σύρουν (swipe) το δάχτυλό τους προς τα αριστερά, όπως θα κάναμε σε ένα tablet ή ένα smartphone! (Απριλ. 2018)
-(3) Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008), στο «Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα», χρονικό,(έκδ. Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά, 2000
-(3) Daniel Pennac (1944-), Γάλλος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Στο βιβλίο του «Comme un roman» (=Σαν ένα μυθιστόρημα), σελ. 156, μεταφρ. Ρένα Χάτχουτ, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 1996
Δεν ξέρω, αλλά σήμερα, ανήμερα της γιορτής του….. δημοφιλέστερου [αυτό το έγραψε η Φωτεινή Σεγρεδάκη του Καστελλίου και των Χανίων] Αγίου της Χριστιανοσύνης, “ΤΑ ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ” με τους εξαίρετους συνεργάτες τους, θαρρείς και συνεννοήθηκαν να κάμουν εμάς τους αμέτρητους “Γιώργηδες” ακόμα πιο χαρούμενους κι ευτυχισμένους: από τη μια με το απαράμιλλο, άκρως συγκινητικό κείμενο της ΚΑΤΙΑΣ ΑΥΛΑΚΗ “Ταξίδι στη φωτεινή πορεία της ζωής του”, έναν ύμνο αγάπης και μνήμης για τον αλησμόνητο και σπουδαίο πατέρα της ΠΑΥΛΟ ΠΑΥΛΑΚΗ, ύστερα με το φλογερό δοκίμιο της Καστελλιανής Φωτεινής Σεγρεδάκη “Αη- Γιώργη, πες το υστικό….” και τέλος με το εξαιρετικό άρθρο “Βιβλιοφιλίας το ανάγνωσμα” του φίλου Σταύρου Καλαΐτζάκη. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που μάς καλομαθαίνει με τα σπάνια κι ανεπανάληπτα δοκίμιά του ο αγαπητός συνεργάτης των “Χ.Ν.”: ωστόσο, με το παραπάνω άρθρο του, ο Σταύρος Καλαϊτζόγλου, έκανε το καλύτερο δώρο για την ονομαστική μου γιορτή, μιας και δεν παρέλειψε να αναφερθεί -για μια φορά ακόμη- στην αγαπημένη “Παιδόπολη” της “ΚΑΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ Δοβρά Βεροίας, στα υψώματα του πράσινου Βερμίου όρους. Από τα παιδικά μου χρόνια, είχα κι έχω συναισθηματικό δεσμό με όλα ανεξαιρέτως τα ορφανά του Εμφυλίου Πολέμου, αφού το γενέθλιο καμπίσιο χωριό μου βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα από την τοποθεσία “ΔΟΒΡΑ ΒΕΡΟΙΑΣ”. Φιλικά Γιωργος Καραγεωργίου συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγοςΧΑΝΙΑ.
Συγγνώμη, φίλε Σταύρο, για το “Καλαϊτζάκη”. Μολαταύτα, είμαστε και “Κρητικάκια”, αφού ζούμε στην όμορφη Κρήτη κι έχουμε και λαμπρές Κρητικοπούλες συζύγους! Με φιλική αγάπη Γ. Καργεωργίου.