» Του καθηγητή του ΕΚΠΑ Γιώργου Πλειού
Το νέο βιβλίο του Καθηγητή του Τµήµατος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών Γιώργου Πλειού µελετά τον ρόλο των ΜΜΕ στα σύγχρονα δηµοψηφίσµατα. Εστιάζει στο ελληνικό δηµοψήφισµα του 2015 το οποίο ο συγγραφέας θεωρεί το δεύτερο ελεύθερο µετά το τέλος του εµφυλίου πολέµου µαζί, προφανώς, µε αυτό του ∆εκεµβρίου του 1974 όπου τέθηκε το ερώτηµα της βασιλευµένης ή της αβασίλευτης δηµοκρατίας. Τα δύο άλλα που είχαν προηγηθεί, δηλαδή αυτό του 1968 και του 1973, πραγµατοποιήθηκαν την περίοδο της δικτατορίας των συνταγµαταρχών µε ότι αυτό συνεπάγεται.
Είχε βέβαια, µετά την απελευθέρωση, πραγµατοποιηθεί και το δηµοψήφισµα του Σεπτέµβρη του 1946 µε θέµα την επιστροφή του έκπτωτου Γεωργίου ή την αβασίλευτη δηµοκρατία, το οποίο και αυτό δεν ήταν καθόλου ελεύθερο, εφόσον οι συνθήκες στις οποίες διεξήχθη ήταν συνθήκες τροµοκρατίας.
Ο Γιώργος Πλειός αναφέρεται και στα δηµοψηφίσµατα ορισµένων χωρών της Ε.Ε. και κυρίως στα δηµοψηφίσµατα σε Ιρλανδία (2008), Μ. Βρετανία (2016), Ιταλία (2016) από τα οποία αντλεί αρκετά συµπεράσµατα.
Πυρήνας του βιβλίου είναι το ελληνικό δηµοψήφισµα του 2015, όπως ήδη έχω αναφέρει, εξαιτίας του γεγονότος ότι εδώ παρουσιάστηκε µία αντίφαση. Ενώ η ευρύτερη βιοµηχανία της επικοινωνίας συµπεριλαµβανοµένων των συστηµικών Μέσων, των δηµοσκοπικών και διαφηµιστικών εταιρειών αλλά και των κυριάρχων οικονοµικών και πολιτικών ελίτ, είχε στοιχηθεί κάτω από το Ναι οι πολίτες τελικά επέλεξαν το Όχι.
Εδώ έχουµε µία ανατροπή διαφόρων πρώιµων και µη θεωρητικών προσεγγίσεων που θεµελιώθηκαν κατά τη διάρκεια του µεσοπολέµου αλλά και αργότερα ενώ στο βιβλίο υπάρχει µία εκτενή ανάλυση αυτών των θεωριών και της σύνδεσης τους µε τα δηµοψηφίσµατα.
Ο Πλειός αναλύει µε ένα εξαιρετικό τρόπο την αντίφαση µεταξύ της στάσης των κυρίαρχων ΜΜΕ, τα οποία υποστήριξαν το «Ναι», και της στάσης της κοινωνίας και του εκλογικού σώµατος το οποίο τελικά ψήφισε µε µεγάλη πλειοψηφία υπέρ του «Όχι».
Όπως ο ίδιος αναφέρει «τα ΜΜΕ διαδραµάτισαν σηµαντικό ρόλο στην παραγωγή του αποτελέσµατος του δηµοψηφίσµατος αλλά µε τρόπο διαφορετικό από ότι συνήθως. Όχι θετικά και ανάλογα, αλλά αντιστρόφως ανάλογα».
Το αποτέλεσµα µία ιστορική συντριπτική ήττα όχι µόνο των κυριάρχων εγχώριων ελίτ αλλά και του διεθνούς συστήµατος εξουσίας, η οποία, δυστυχώς είχε ένα εξαιρετικά περιορισµένο χαρακτήρα. Πρόκειται για µία από τις µεγαλύτερες πολιτικές ήττες που υπέστη το παγκόσµιο σύστηµα κυριαρχίας στις περιπτώσεις δηµοψηφισµάτων όσο και αν έγινε και γίνεται µία προσπάθεια να υποβαθµιστεί µε ευθύνη ΚΑΙ της τότε ηγεσίας του πολιτικού υποκειµένου που προκάλεσε το δηµοψήφισµα. Για τον λόγο αυτό το βιβλίο έχει µία ιδιαίτερη αξία. ∆ιότι στις προσπάθειες υποτίµησης και υποβάθµισης της µεγαλειώδους πολιτικής νίκης του ελληνικού λαού, ο συγγραφέας επανατοποθετεί τις εξελίξεις στην πραγµατική τους βάση παράγοντας ένα θεωρητικό πλαίσιο.
Ο Πλειός θεωρεί ότι η στάση των ελληνικών Μέσων την περίοδο πριν το δηµοψήφισµα και το αποτέλεσµα που προέκυψε εµπίπτει στη Θεωρία του Μπούµερανγκ (Boomerang effect theory), δηλαδή ότι οι προσπάθειες αλλαγής της γνώµης των πολιτών µέσω πειστικών µηνυµάτων µπορεί µερικές φορές να έχει το αντίθετο αποτέλεσµα και να ενισχυθούν οι αρχικές του πεποιθήσεις.
Ο συγγραφέας εισάγει όµως και τον όρο της «Κοινωνίας των Μέσων» και θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία, αν και µε ιδιόµορφο τρόπο είναι µία κοινωνία των Μέσων.
Ο όρος «Kοινωνία των Μέσων» εισήχθη ουσιαστικά στη διεθνή βιβλιογραφία το 1994 από τον Peter Golding στην εργασία του Telling Stories: Sociology, Journalism and the Informed Citizen. Εκείνη την περίοδο υπήρχε µία συζήτηση για την επονοµαζόµενη «Κοινωνία της Πληροφορίας» ως αποτέλεσµα διαφόρων τεχνολογικών ντετερµινιστικών προσεγγίσεων που θεωρούσαν ότι η έλευση των νέων τεχνολογιών θα ενισχύσει τη δηµοκρατική ενηµέρωση. Ο Golding στηριζόµενος σε προηγούµενη εργασία του µε τον Γκραίηαµ Μέρντοκ (και οι δύο υπήρξαν οι θεµελιωτές της Κριτικής Πολιτικής Οικονοµίας), υποστήριξε µε εκείνη την περίφηµη φράση του, ότι η «Κοινωνία της Πληροφορίας είναι ένας Μύθος. Ζούµε σε µία Κοινωνία των Μέσων» (Information society is a myth. We live in a media society).
Πράγµατι τα µέσα ενηµέρωσης ιστορικά απέτυχαν να παράγουν προς όφελος των κοινοτήτων και της δηµοκρατίας. Παρά τους ισχυρισµούς διαφόρων προσεγγίσεων στο πεδίο των µέσων ενηµέρωσης ότι δήθεν εξυπηρετούν τις ανάγκες πληροφόρησης του κοινού, η συσσωρευµένη γνώση της επιστηµονικής έρευνας του πεδίου είναι ότι τα µέσα ενηµέρωσης παρέχουν µια ανεπαρκή βάση για τους πολίτες και αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τον ρόλο τους. Ο Τύπος και η ιδιωτική τηλεόραση έχουν ενσωµατωθεί στη βιοµηχανία του θεάµατος και η δηµόσια ραδιοτηλεόραση συρρικνώνεται ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου ο κρατικός παρεµβατισµός αποτελεί τον κανόνα.
Εδώ βέβαια δεν θα µπορούσαµε να παρακάµψουµε το ζήτηµα της Ελευθερίας του Τύπου που, σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, αποτέλεσε µία θεµελιώδη αρχή πάνω στην οποία στηρίχθηκε ολόκληρη η µετάβαση από τις απολυταρχικές µορφές διακυβέρνησης στην αστική δηµοκρατία. Τούτο διότι µε τον τρόπο αυτό διασφαλιζόταν η διάχυση ιδεών και ο πλουραλισµός.
Στην Ελλάδα εισήχθη ως άρθρο στα πρώτα ελληνικά Συντάγµατα, υπενθυµίζοντας βέβαια ότι ο «Συνταγµατισµός» αποτέλεσε την ιδεολογία της ελληνικής αστικής τάξης όχι µόνο κατά την πρώιµη διαµόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού αλλά και αργότερα. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι σχεδόν οι περισσότερες εφηµερίδες είχαν ανέκαθεν ένα κοµµατικό προσανατολισµό ή στην καλύτερη περίπτωση κάποιες πολιτικές προτιµήσεις. Άλλωστε ούτε ουδέτερα ΜΜΕ ούτε αντικειµενική δηµοσιογραφία υπήρξαν ποτέ. Αυτό είναι ένας µύθος και ένα ιδεολόγηµα το οποίο πρόεκυψε κατά την φάση του µετασχηµατισµού του Τύπου από κοµµατικό έντυπο σε εµπορικό προϊόν.
Είναι πραγµατικότητα, επίσης, ότι µεταπολεµικά και κυρίως κατά τη φάση της απορρύθµισης του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου τη δεκαετία του 80’, οι ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, µε τη διαµόρφωση τεραστίων επιχειρηµατικών οµίλων στο χώρο της ενηµέρωσης, διεµβολίσαν την Ελευθερία του Τύπου υπό την έννοια του ελέγχου της πληροφορίας.
Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η στάση των ΜΜΕ πριν τη διεξαγωγή του δηµοψηφίσµατος ήταν µάλλον ιδεολογικό-πολιτική. Αυτό είναι αλήθεια. Η ελληνική όµως µιντιακή περίπτωση έχει ορισµένα διαφορετικά χαρακτηριστικά, υπό την έννοια ότι τα κυρίαρχα Μέσα ελέγχονται όχι από ιδιοκτήτες επιχειρηµατίες της βιοµηχανίας της επικοινωνίας και της ψυχαγωγίας αλλά από ιδιοκτήτες επιχειρηµατίες των οποίων οι κύριες δραστηριότητες βρίσκονται σε άλλους κλάδους της οικονοµίας, και ως εκ τούτου πρόκειται για σηµαντικό µέρος της εγχώριας οικονοµικής ελίτ.
Θεωρώ ότι ο Γιώργος ο Πλειός µε το νέο του βιβλίο συµβάλλει αποφασιστικά σε µία ιδιαίτερη και κρίσιµη περίοδο της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας και του ρόλου των Μέσων.
*Ο Αντώνης Σκαµνάκης, είναι καθηγητής ΑΠΘ