Χρόνους και τόπους πέτρινους, ζωντάνεψες Πολύρη, από την παιδική ζωή, σε αρμονία πλήρη.
Βιώματα και θύμισες, έχεις από τα νιάτα, που μένουν αναλλοίωτα, στου βίου σου τη στράτα.
Μεγάλος τώρα γητευτής, του λόγους και τση πένας, σου ‘ρθαν στο νου τα πέτρινα, τα χρόνια που επέρνας.
Στον Άι Γιάννη τω Σφακιώ, που είναι το χωριό σας και μένει η ανάμνηση, απ’ το νοικοκυριό σας. Σ’ ένα βιβλίο έβαλες, τις θύμισές σου όλες, που σήμερα φαντάζουνε, σαν ανθισμένες βιόλες.
Όπως εκείνη μ’ ορφανό, μικρούλι κατσικάκι, που μόνος σου ανάθρεψες, με περισσό μεράκι. Μα και με το βασιλικό, που μάτιασε μια χήρα κι ευθύς αποξεράθηκε, του το ‘γραφε η μοίρα.
Τα παπουτσάκια που ‘βαλες, πρώτη φορά στα πόδια, που λάθρα τα ‘κονόμησες, με χίλια δυο εμπόδια. Την πρώτη – πρώτη σας φορά, που ‘δατ’ αεροπλάνα και ο Ανδρέας τα ‘βαλε, από μικρός στα πλάνα.
Το ‘καμε όνειρο ζωής, να γίν’ αεροπόρος, που πραγματοποιήθηκε, χωρίς να γίνει ντόρος. Αλλά και το τσιγαριαστό, που ‘φαγες το κλεμμένο, ήρθε κι αυτό στη μνήμη σου, ξυλογαρνιρισμένο.
Με φανερή συγκίνηση, θυμάσ’ αυτά τα χρόνια, σήμερα που σκεπάσανε, την κεφαλή τα χιόνια.
Ένα μεγάλ’ ευχαριστώ, απ’ όλη την παρέα, στον Πολυράκη που ‘γραψε, ετούτα τα ωραία.
Και μας τα χάρισε προχθές, σε κήπου σαλονάκι, που κάθε Πέμπτη μάζωξη, έχει το παρεάκι.