Με αφορμή την πρώτη αναδρομική Έκθεση της ζωγράφου Αναστασίας Πετράκη
1. Ο Γιαννάκης θυμάται
Πέρασα δειλά – δειλά την πόρτα του βιβλιοπωλείου….
Το βλέμμα μου λαίμαργο ξεχύθηκε στον παράδεισο των ονείρων μου. Mε την ορμή του κουρσάρου κατακτητή σκαρφάλωσε στις προθήκες, τα ράφια, τους πάγκους και τρύπωσε σε κάθε γωνιά και κάθε κόχη σ’ ένα ανελέητο κυνήγι πρωτόγνωρου θησαυρού. Ύστερα ξαφνικά θάμπωσε απ’ τα χρώματα τις μορφές, τα σχήματα και καθώς ένα κύμα καινουργίλας χαρτιού μπούκωσε τα ρουθούνια μου, μια γλυκιά ζάλη παρέλυσε τα μέλη μου κι απόμεινα καρφωμένος στη μέση του μαγαζιού, νικημένος στην πρώτη μου έφοδο στον κόσμο του βιβλίου…
Μοναδικό λάφυρο μια ξύστρα – ελεφαντάκι που αιχμαλώτισε το αποκαμωμένο βλέμμα μου.
– Τι θέλεις, Γιαννάκη?
Η φωνή της κυρίας Ελευθερίας με τα άσπρα μαλλιά και το συγκρατημένο χαμόγελο με προσγείωσε στην πραγματικότητα. Της έτεινα τη λίστα της δασκάλας της πρώτης δημοτικού με το ένα χέρι και με το άλλο το εικοσάδραχμο που έσφιγγε η παιδική μου χούφτα χωρίς να πάρω τα μάτια μου από την τελευταία μου ανακάλυψη.
– Ο μπαμπάς είχε δουλειά… είπα μόνο, καθώς περιεργαζόμουν – πάντα με το βλέμμα – το φανταχτερό…πολυεργαλείο!
Πόσο θα το ήθελα στην κασετίνα μου και φαντάστηκα ήδη την έκπληξη των φίλων μου, όταν θα το έβγαζα με καμάρι για να τους το δείξω.Μα δεν τόλμησα. Ήταν η φυσική δειλία μου ή ο φόβος να πάω κόντρα στην… οικονομική πολιτική της οικογένειας – δύσκολες εποχές και τότε.
Πήρα την τσάντα με τα σχολικά είδη, κοίταξα με δέος το σοβαρό άντρα της φωτογραφίας ψηλά στον τοίχο και βγήκα με την αίσθηση ενός μικρού γαλάζιου ελέφαντα να με ακολουθεί στο πεζοδρόμιο. Έτσι όταν αργότερα στο σπίτι ανάμεσα στα μολύβια και τα τετράδια ξεχώρισα και το … αντικείμενο του πόθου μου, δεν ήταν τόσο η έκπληξη, όσο η χαρά και η ευγνωμοσύνη που στοίχειωσαν εκείνη τη μέρα στη μνήμη μου την αξία της καλοσύνης και της ενσυναίσθησης. Και αυτή η εμπειρία με συνόδευε καθώς μάθαινα αργότερα την ιστορία του βιβλιοπωλείου Πετράκη.
* Το γεγονός αυτό είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία από διήγηση του κ. Γιάννη Μυλωνάκη, εκπαιδευτικού.
2. Το βιβλιοπωλείο
Η ιστορία του βιβλιοπωλείου ξεκίνησε το 1905 στην οδό Χάληδων, όταν ο Στυλιανός Πετράκης αγόρασε το βιβλιοχαρτοπωλείο του Αριστείδη Κριάρη. Αργότερα θα συνεταιριστεί με τον αδελφό του Γρηγόρη που εργαζόμενος στον εκδοτικό οίκο Σιδέρη στην Αθήνα προμήθευε την περίοδο εκείνη το βιβλιοπωλείο με υλικό. Γρήγορα μετατράπηκε σε ένα στέκι πνευματικών ανθρώπων που αναζητώντας σ’ αυτό τις νέες κυκλοφορίες και τις σπάνιες εκδόσεις, αντάλλασαν τις καλλιτεχνικές και κοινωνικές ανησυχίες τους και κατέθεταν τις ιδέες και τις απόψεις τους. Προσωπικότητες της εποχής, όπως ο θεατράθρωπος Αλέξης Μινωτής, ο φωτογράφος Περικλής Διαμαντόπουλος και ο αγιογράφος Δημήτριος Κοκότσης, ήταν από τους τακτικούς θαμώνες του χώρου. Κι ύστερα ήρθε ο πόλεμος….
Το βιβλιοπωλείο έπεσε θύμα των πρώτων γερμανικών βομβαρδισμών στην παλιά πόλη και η προσπάθεια των δύο αδελφών να διασώσουν το υλικό μεταφέροντας το στην Κάνδανο αποδείχτηκε ατελέσφορη, αφού χάθηκε εξ ολοκλήρου με την καταστροφή της μαρτυρικής Κανδάνου. Μεταπολεμικά ο Γρηγόρης Πετράκης ανοίγει νέο βιβλιοπωλείο σε κτίριο της πλατείας Κοτζάμπαση, μέχρι που η ανάπλαση του χώρου τον υποχρεώνει να το μεταφέρει στην οδό Καραϊσκάκη 22 όπου θα λειτουργήσει μέχρι το 2003, με τη στήριξη της γυναίκας του Ελευθερίας και τη βοήθεια των τεσσάρων κοριτσιών του, της Κυριακής, της Ηλέκτρας, της Αγγελικής και της Αναστασίας. ” Ο πατέρας μου – θυμάται σήμερα η Αναστασία- διέθετε πνευματική καλλιέργεια και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός”. “Γι’αυτό είχε γύρω του πάντα ανθρώπους του πνεύματος – συμπληρώνει η Ηλέκτρα – ήταν άνθρωπος της προσφοράς,με πλούσια κοινωνική δράση.
Την όποια όμως ανάκαμψη και πνευματική ανάπτυξη του τόπου ήρθε να ανατρέψει η χούντα των συνταγματαρχών που στα πλαίσια ενός πνευματικού σκοταδισμού απαίτησε την απόσυρση των προοδευτικών συγγραφέων όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Μενέλαος Λουντέμης κ.α. των οποίων τα βιβλία, διαφυλάχτηκαν για όσο χρειάστηκε, στο σπίτι της οικογένειας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετά το θάνατο του πατέρα τους Γρηγόρη, η μητέρα τους Ελευθερία με την Ηλέκτρα και την Κυριακή ανέλαβαν να συνεχίσουν την παράδοση του βιβλιοπωλείου εμπλουτίζοντάς το σύμφωνα με τις νέες τάσεις, τις απαιτήσεις του αγοραστικού κοινού και τις προσωπικές τους ιδέες. Έτσι παρουσιάζουν πολλές θεματικές εκθέσεις βιβλίου, όπως για την αρχιτεκτονική ή την αρχαιολογία, πραγματοποιούν βιβλιοπαρουσιάσεις, φιλοξενούν αξιόλογους συγγραφείς, διευρύνουν το κοινό του βιβλιοπωλείου διατηρώντας επαφές με άλλες περιοχές του εσωτερικού και του εξωτερικού και μάλιστα με στόχο την προώθηση εκδόσεων που αφορούν την Κρήτη και τον πολιτισμό της, αγαπημένη επιδίωξη και του πατέρας τους.Ήδη από το 1995 το βιβλιοπωλείο μεταφέρεται στην οδό Χατζημιχάλη Γιάνναρη 68 υπό τη διεύθυνση της Ηλέκτρας το οποίο λειτουργεί μέχρι τις μέρες μας, ενώ το κατάστημα της Καραϊσκάκη παραμένει ως χαρτοπωλείο μέχρι το 2003.Μια μαρτυρία του διακεκριμένου αρχαιολόγου Γιάννη Σακελλαράκη που επισκέφτηκε το βιβλιοπωλείο των αδελφών Πετράκη τον Ιούνιο του 1998, στα πλαίσια εκδήλωσης για το σπουδαίο έργο του, επιβεβαιώνει τη συμβολή του ιστορικού βιβλιοπωλείου στην πολιτιστική ζωή του τόπου.” Κρατώ ζωντανή στη μνήμη μου την υπέροχη ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου που φανερά ελκύει τους Χανιώτες στην αναζήτηση. Ανάμεσα στην απαλή μουσική και σε λουλούδια του αγρού ποικίλα εύτακτα τοποθετημένα βιβλία προκαλούν το ξεφύλλισμα τόσο διαφορετικών κατηγοριών ανθρώπων σ’ αυτόν τον χανιώτικο πνευματικό ανθόκηπο”.
Μια περιγραφή που αποδίδει στο ακέραιο τον πολιτισμό και την πνευματικότητα που αποπνέει το βιβλιοπωλείο, το οποίο έπειτα από 116 χρόνια παρουσίας και προσφοράς στα πνευματικά δρώμενα των Χανίων, οδεύει προς την ολοκλήρωση του κύκλου του λόγω της συνταξιοδότησης τηςκυρίας Ηλέκτρας Πετράκη που κράτησε ζωντανή την οικογενειακή επιχείρηση μέχρι σήμερα.
3. Η ζωγράφος
” Μεγαλώνοντας μέσα στην ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου, κληρονόμησα πολύτιμες εικόνες από τις πλούσιες εικονογραφημένες σελίδες των κλασσικών παιδικών παραμυθιών που ξεφύλλιζα με λαχτάρα από παιδί”, θυμάται η Αναστασία αρχίζοντας ένα νοσταλγικό ταξίδι στο παρελθόν.Τα πρώτα σκίτσα στα σχολικά τετράδια, καμμιά φορά και την ώρα του μαθήματος, η φωτογραφία της Σοράγιας στο πιάνο σε κάποιο περιοδικό της εποχής που λειτουργεί ως έναυσμα για την ενασχόληση με το σκίτσο, τα ενθαρρυντικά σχόλια της οικογένειας, αλλά και των καθηγητών του σχεδίου (Αντώνη Πετρουλάκη και Γιώργη Κουνάλη) και γενικότερα η ευχαρίστηση που εισπράττει από την ενασχόληση με τη ζωγραφική, όλα αυτά οδηγούν σε μια ανάλογη επιλογή σπουδών. Καταλυτικής σημασίας η επίμονη προτροπή ενός θείου που την έπεισε να δώσει εξετάσεις στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, παρά τη δυσκολία των εξετάσεων και τα όποια σενάρια περί ευνοημένων επιλογών που κυκλοφορούσαν τότε. Και η Αναστασία δικαιώθηκε χάρη στο ταλέντο της αλλά και στην εργατικότητα και το πείσμα της. Πέρασε με σειρά 16η μεταξύ των πενήντα επιτυχόντων και των χιλίων υποψηφίων της χρονιάς της. Αποφοίτησε το 1983 από την σχολή ,έχοντας στο εργαστήριο ζωγραφικής δασκάλους, τον Γιάννη Μόραλη και Δ. Κοκκινίδη, διακόσμησης, διαφήμισης και σκηνογραφίας ,τον Β.Βασιλειάδη και κεραμικής τον Π.Παλτόγλου. Επίσης παρακολούθησε τον πλήρη κύκλο ιστορικών και θεωρητικών σπουδών με δασκάλους την Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, τον Παύλο Μυλωνά και τον Ιωάννη Καρατζόγλου.
Η ζωή στην Αθήνα ένα όνειρο…
Δεμένες παρέες, κοινά ενδιαφέροντα, παρακολούθηση θεατρικών και καλλιτεχνικών δρώμενων. Μα και ευκαιρίες για επαγγελματικές σχέσεις, όπως η συνεργασία με το θέατρο της Σμαρούλας Γιούλη ως βοηθός σκηνογράφου.Τότε προέκυψε το μεγάλο δίλημμα με το οποίο έρχονται συχνά αντιμέτωποι πολλοί Έλληνες απόφοιτοι ανωτάτων σχολών και όχι μόνο: ελεύθερο επάγγελμα ή διορισμός στο δημόσιο. Ο διορισμός στη Μέση Εκπαίδευση και μάλιστα στο Καστέλι Κισσάμου φάνταζε ιδανικός για όλους και ιδιαίτερα για τη μητέρα Ελευθερία.
Η Αναστασία έπρεπε να διαλέξει και διάλεξε την Εκπαίδευση πολύ συνειδητά γιατί πίσω από τον διακριτικό και σεμνό άνθρωπο κρυβόταν πάντα ένας δυνατός και προσγειωμένος χαρακτήρας. Διάλεξε την εκπαίδευση αποφασισμένη να εργαστεί με συνέπεια για να μεταδώσει την αγάπη της για την τέχνη στους μαθητές της και με την ελπίδα ότι θα είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί και με άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες στα Χανιά. Άλλωστε η εποχή ευνοούσε αυτήν την αισιοδοξία. Ένας από τους στόχους της μεταπολιτευτικής περιόδου ήταν και η πολιτιστική αποκέντρωση, στην οποία συμμετείχαν θεωρητικοί όλου του φάσματος και καλλιτέχνες. Το 1982 ο Γιάννης Κύρου, σκηνογράφος και αργότερα σκηνοθέτης, σε μια εποχή πλήρους επαγγελματικής δραστηριοποίησης στην Αθήνα, όπως παρατηρεί η κριτικός τέχνης Πέγκυ Κουνενάκη, εγκαταλείπει την Αθήνα και εγκαθίσταται στα Χανιά όπου ήδη λειτουργούσε το Χανιώτικο Θεατρικό Εργαστήρι της Ελπίδας Μπραουδάκη και του Διονύση Μανουσάκη. Στα Χανιά ο Κύρου θα επιχειρήσει το δικό του θεατρικό πείραμα στο ερασιτεχνικό – πειραματικό θέατρο Αρένα στο οποίο φιλοδοξούσε να συγκεντρώσει ανθρώπους που αισθάνονταν τη θεατρική πράξη ως ανάγκη και όχι ως επαγγελματική υποχρέωση.
Ονειρεύτηκε ένα θέατρο που θα εμπεριείχε στοιχεία συλλογικότητας τόσο από παιδευτικής όσο και από πρακτικής πλευράς..ξεχασμένοι χώροι, υποβαθμισμένες περιοχές με ιδιαίτερη αισθητική επιρροή μαγνήτιζαν το καλλιτεχνικό του πνεύμα και αξιοποιούνταν για τις ανάγκες του ποιοτικού λαϊκού θεάτρου που πρότεινε και υλοποίησε.
Οι αντιλήψεις και τα όνειρά του για το θέατρο αποδείχτηκαν απόλυτα “συμβατά ” με εκείνα της νεαρής Αναστασίας που συνεργάστηκε μαζί του τη δεκαετία του ’80-’90 ως το πρόωρο θάνατο του το 1991 κερδίζοντας την εκτίμηση του, αλλά και τη καλλιτεχνική και ηθική παρακαταθήκη του, που είναι ορατή και στα έργα της.
4. Η έκθεση
Τελευταία Κυριακή του Γενάρη με τη φίλη μου τη Χρυσούλα πλησιάσαμε το βιβλιοπωλείο Πετράκη με μια μικρή ελπίδα ότι ίσως το βρούμε ανοικτό λόγω της πρώτης αναδρομικής έκθεσης της Αναστασίας που εδώ και πολλούς μήνες φιλοξενούσε. Με την έκθεση αυτή οι αδελφές Πετράκη διάλεξαν να κλείσουν την πολυετή πολιτιστική δραστηριότητα του βιβλιοπωλείου. Το πρωινό ήταν κρύο και ένας ήλιος με δόντια συντρόφευε τη συζήτηση μας μέχρι την πόρτα. Ήταν κλειστή. Χαζέψαμε το χριστουγεννιάτικο στολισμό της βιτρίνας για τον οποίο είχαμε διαβάσει πολλά επαινετικά σχόλια στο διαδίκτυο. Με ένα στολισμό μιας άλλης εποχής η Ηλέκτρα καί η Αναστασία διάλεξαν να αποχαιρετήσουν μια εποχή που τα μυστικά και τα ψέμματα των παραμυθιών ντύνονταν την αχλύ της προσδοκίας και της τρυφερότητας…
Φεύγαμε απογοητευμένες για να αναζητήσουμε την… παρηγοριά ενός καφέ στην πλατεία 1866, όταν βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο με τις αδελφές Πετράκη. Μια ευτυχής, για μας, συγκυρία τις οδήγησε για λίγο εκεί και η συνάντησή μας φάνηκε θαύμα στον απόηχο των Χριστουγέννων. “Σας βγάλαμε από το πρόγραμμα σας” άκουσα τον εαυτό μου να λέει χωρίς να το πολυπιστευω , γιατί ήδη βρισκόμασταν στα μισά της σκάλας που οδηγούσε στον όροφο του βιβλιοπωλείου. Εκεί τα έργα της Αναστασίας τακτοποιημένα με αγάπη και καλαισθησία περιμένανε το φιλότεχνο επισκέπτη για να του διηγηθούν τις καλλιτεχνικές διαδρομές της ζωγράφου ζυμωμένες με εντυπώσεις, αναμνήσεις και εμπειρίες της προσωπικής ζωής αλλά και της πόλης στην οποία ζει και δημιουργεί. Όλα αυτά αποτυπωμένα στις προσωπογραφίες, στα τοπία και στις νεκρές φύσεις διαμορφώνουν ένα προσωπικό χαρακτήρα που αποτυπώνεται στα έργα της, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο κριτικός τέχνης Κωνσταντίνος Πρώιμος. Ξεκινώντας από το μικρό μέγεθος των έργων, την επιμονή στην ουσιώδη αναπαράσταση αντί της λεπτομερειακής απεικόνισης ως την ποικιλία των τεχνικών ( υδατογραφία, ελαιογραφία, και gouache) και των υλικών που χρησιμοποιεί ( μουσαμά, ξύλο, χαρτί ) όλα υπηρετούν την ανάγκη της ζωγράφου να εσωτερικεύσει την αρχική ιδέα – ερέθισμα και αφού την επεξεργαστεί κυρίως αφαιρετικά, να την αποδώσει φορτισμένη με το μήνυμά της σε ένα δικό της αισθητικό κα συναισθηματικό περιβάλλον. Ανάλογο σκεπτικό επικρατεί και στα αντιπροσωπευτικά έργα αγγειοπλαστικής, σκηνογραφίας και θεατρικού κουστουμιού που εκπροσωπούν τη δουλειά της. Η απλότητα, η λιτότητα, η αφαιρετική τεχνική , αποφεύγουν τον εντυπωσιασμό και αποβλέπουν στον προβληματισμό και στην αποκάλυψη της ιδέας – διαχρονικής ή μη – που υπηρετεί το κάθε έργο. Στο τέλος της ξενάγησης ένας ζεστός καφές και νόστιμη χανιώτικη μπουγάτσα που μας πρόσφερε η φιλόξενη Ηλέκτρα συνόδεψαν μια τρίωρη σχεδόν συζήτηση που ξεκίνησε με την ιστορία του Γιαννάκη και εξελίχτηκε … σε μαραθώνιο…
Ανατρέχοντας στα κιτάπια της μνήμης ξετυλίξαμε τα κουβάρια της ζωής μας γύρω από το ιστορικό βιβλιοπωλείο, ταυτιστήκαμε, ενθουσιάστηκαμε, γελάσαμε και συγκινηθήκαμε. Νιώθαμε τέτοια ψυχική ανάταση και χαρά από την αμεσότητα της επικοινωνίας μας που δε θελησαμε να τη χαλάσουμε κάνοντας συγκρίσεις με τη νέα πραγματικότητα.Νιώσαμε τυχερές που προλάβαμε να βιώσουμε τη νοοτροπία των οικογενειακών επιχειρήσεων που νοιάστηκαν για τη διαμόρφωση ήθους και πολιτισμού στη χανιώτικη κοινωνία.
Βγήκαμε στο δρόμο με την ανάλαφρη διάθεση των μαθητικών μας χρόνων!
Η βροχή είχε αρχίσει από ώρα επαληθεύοντας τις προβλέψεις της ΕΜΥ. Επιταχύναμε το βήμα μας και μόλις προλάβαμε να δούμε ένα μικρό γαλάζιο ελέφαντα να εξαφανίζεται στη γωνία….
Σημ.: Ευχαριστώ τη Χρυσούλα Καψωμενου για την τεχνική υποστήριξη και τις αδελφές Πετράκη για τη συνεργασία…
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ! ΜΕ ΤΑΞΙΔΕΨΑΤΕ…ΒΙΚΥ ΤΣΙΑΝΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΕΡΤ