Ο πανικός και ο τρόμος επισκιάζουν τον κοινοβουλευτικό βίο και δηλητηριάζουν τη δημόσια ζωή, καλλιεργώντας μια πολιτική μισαλλοδοξία. Μήπως υπάρχουν σχέδια που υλοποιούνται μεθοδικά και δεν τα αντιλαμβάνονται οι διοικούντες; Τώρα που χρειαζόμαστε ηρεμία και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες απεμπλοκής από την οικονομική δυσπραγία; Πάντως όποια κι αν είναι τα αίτια αυτής της κατάστασης πρέπει να αναζητηθούν μακριά από παρεκκλίσεις και εντός της συνταγματικής νομιμότητας.
Η δολοφονία στην Αμφιάλη του Παύλου Φύσσα είχε πολιτικά κίνητρα; Αν ναι, αποτελεί εκτράχυνση της “πολιτικής βίας”. Αν όχι, δεν πρέπει να γίνεται συσχέτιση με πολιτικό κίνητρο. Απ’ οπουδήποτε όμως και αν προέρχεται, δεν παύει να είναι βία και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχει “δικαιολογημένη βία”. Αυτά τα φαινόμενα ηλεκτρίζουν την κοινωνία και ωθούν πολιτικούς και μερίδα δημοσιογράφων να τα τοποθετούν στο τυποποιημένο σύστημα των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Να μην αξιολογούνται με κριτήρια φανατισμού ως προερχόμενα από οργανωμένες ή μη ομάδες αλλότριων συμφερόντων, που γίνονται χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη, παίρνουν εξουσία από τα χέρια της εξουσίας και δημιουργούν “κλίμα πόλωσης”. Αυτό σημαίνει “πολιτική βία”, να χρησιμοποιούν “πολιτικό μανδύα” για την τέλεσή της, ενώ πρόκειται για έγκλημα, που άπτεται του Ποινικού Δικαίου και μ’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Διαπιστώνουμε μια προϊούσα μετάβαση από τη θρασύτητα στην αναρχία και στην ωμή βία. Η αναρχία κυριάρχησε, νοσούντος του πολιτικού και δημόσιου βίου και αυτό έγινε λόγω ποιότητος του κακού πολιτικού δυναμικού που κουβαλάμε στην πλάτη μας και αντί να το ανανεώσουμε, το ανακυκλώνουμε. Μετά την αντιπολίτευση κανείς δεν υποστήριξε ότι η βία που αναπτύχθηκε είχε μόνο την προέλευσή της από την αριστερά. Εδραιώθηκε η τρομοκρατία, οι “δολοφονίες” βαφτίστηκαν “εκτελέσεις” προδοτών και οι προκηρύξεις έγιναν “πολιτικά μανιφέστα”. Μετά την “17Ν” η βία πέρασε από διάφορα στάδια. Από τις αυτοσχέδιες βόμβες πέρασε στα “κουμπούρια”, στα Καλάσνικοφ, κατέληξε στα μαχαιρώματα, ασκείται πλέον εν ψυχρώ και καθίσταται αντικείμενο θεωριών περί αναβιώσεως φασιστικών κινδύνων.
Το μίσος, αίσθημα εχθρότητος, όταν προέρχεται από αριστερά, το χρησιμοποιούν στη δεξιά ως μέσον προβολής και αντιστρόφως. Κυριαρχεί ο ισχυρισμός του κάθε άκρου ότι αμφότεροι χρησιμοποιούν για δικό τους σκοπό ό,τι παράγει ο άλλος. Πώς θα περιθωριοποιηθεί η άκρα δεξιά, που παραβιάζει κάθε έννοια νομιμότητος, όταν βλέπει τον ηγέτη του εν δυνάμει αριστερού κόμματος να κυβερνήσει, να υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση “θα πέσει… από συντονισμένους πολιτικούς αγώνες” και τον έτερο “Καππαδόκη” των ΑΝ.ΕΛ. να προτρέπει τους πολίτες των Σκουριών να “λυντσάρουν πολιτικά” (;) τον δήμαρχο του Αριστοτέλη Χαλκιδικής; Αυτές και οι δύο περιπτώσεις δεν δικαιολογούνται με τη θεωρία του “πολιτικού λάθους”.
Καλά θα κάνουν όλοι τους να αφήσουν τα παιχνίδια με τις λέξεις που ενισχύουν τους φασιστικούς κινδύνους, φανατίζουν και τη συνέχεια τη βλέπουμε στα μαχαιρώματα. Δεν μπορεί να ισχύει το “δίκαιο του ισχυρού”. Δεν νοείται να αναπτύσσεται η βία από το ακροδεξιό κόμμα που διαχέεται στην κοινωνία και κυρίως στη νεολαία. Δημιουργούνται ανήκουστα περιστατικά που διολισθαίνουν σε συγκρούσεις με εμφυλιοπολεμικές αναμετρήσεις. Τέτοια φαινόμενα καλλιεργούν την πεποίθηση στην κοινή γνώμη ότι τα δύο άκρα ωθούν τη βία με συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις.