Οι δασµοί είναι ένα από τα βασικά οικονοµικά εργαλεία που χρησιµοποιούν οι κυβερνήσεις για να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή και να αυξήσουν τα κρατικά έσοδα µέσω της φορολόγησης των εισαγωγών, κυρίως όταν στο διεθνές εµπόριο υπάρχουν χώρες που διεξάγουν αθέµιτο ανταγωνισµό (π.χ. λόγω τεχνητής υποτίµησης του νοµίσµατος τους, η κρατικών επιδοτήσεων των εξαγωγικών επιχειρήσεων κλπ).
Σύµφωνα µε τον πίνακα 1, οι ΗΠΑ αντιµετωπίζουν µόνο µε την Κίνα ένα τεράστιο εµπορικό έλλειµα που έφθασε $3,8 τρις την τελευταία δεκαετία.
Η αδυναµία επίτευξης συµφωνίας µε την Κίνα για την µείωση των εµπορικών ελλειµάτων οδηγεί τις ΗΠΑ στην επιβολή δασµών. Οι ΗΠΑ βλέπουν τους δασµούς να εξυπηρετούν δύο σκοπούς: α) την προστασία των αµερικανικών επιχειρήσεων από τον ξένο ανταγωνισµό και β) την παροχή κινήτρων σε ξένες επιχειρήσεις να µεταφερθούν στις Ηνωµένες Πολιτείες µε κύριο σκοπό την µείωση των εµπορικών ελλειµάτων.
Α) Προστασία των αµερικανικών επιχειρήσεων από τον ξένο ανταγωνισµό
Αρχικά εισήχθη ένας γενικός δασµός της τάξεως του 10%, ο οποίος αυξήθηκε στη συνέχεια στο 20% και τώρα στο 60% ή και περισσότερο στις εισαγωγές από την Κίνα. Παρακάτω αναπτύσσονται το πώς οι υψηλοί δασµοί µπορούν να προκαλέσουν µείωση των εσόδων, παρά την πρόθεση για αύξησή τους, και γιατί η στρατηγική αυτή ενδέχεται να αποβεί µακροπρόθεσµα επιζήµια για την οικονοµία.
Α1. Οι δασµοί ως αντικίνητρο για το εµπόριο: Όταν µια χώρα αυξάνει υπερβολικά τους δασµούς στις εισαγωγές, οι εµπορικοί εταίροι αποθαρρύνονται από το να εισάγουν αγαθά στη συγκεκριµένη χώρα. Η υπερβολική φορολόγηση καθιστά τα εισαγόµενα προϊόντα πιο ακριβά, µε αποτέλεσµα οι καταναλωτές να αποφεύγουν να τα αγοράζουν. Αυτό µειώνει την εµπορική δραστηριότητα και µειώνει το ύψος των εισαγωγών, µε αποτέλεσµα η κυβέρνηση να συγκεντρώνει λιγότερα έσοδα από τους δασµούς.
Α2. Η ελαστικότητα της ζήτησης και η επίδρασή της στα έσοδα: Η επίδραση των δασµών στα έσοδα εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από την ελαστικότητα της ζήτησης για τα εισαγόµενα προϊόντα. Εάν η ζήτηση είναι ελαστική, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα βρουν εναλλακτικές λύσεις, όπως την προτίµηση εγχώριων προϊόντων ή την αποφυγή αγορών που έχουν επηρεαστεί από υψηλούς δασµούς. Όταν, λοιπόν, οι καταναλωτές αγοράζουν λιγότερο λόγω της αύξησης της τιµής, τα έσοδα από τους δασµούς µειώνονται αντί να αυξάνονται.
Α3. Αντίποινα από άλλες χώρες: Ένας άλλος σηµαντικός παράγοντας είναι η πιθανότητα αντιποίνων από τις χώρες που πλήττονται από τους αυξηµένους δασµούς. Όταν µια χώρα αυξάνει τους δασµούς της, οι εµπορικοί εταίροι συχνά αντιδρούν µε δικούς τους δασµούς στα εξαγόµενα προϊόντα της συγκεκριµένης χώρας. Αυτό σηµαίνει ότι και οι εξαγωγές µειώνονται, δηµιουργώντας προβλήµατα στις εγχώριες βιοµηχανίες που εξαρτώνται από τις διεθνείς αγορές. Τελικά, το αποτέλεσµα µπορεί να είναι ένας γενικευµένος περιορισµός του εµπορίου, µε αρνητικές επιπτώσεις για όλα τα εµπλεκόµενα µέρη.
Α4. Μακροπρόθεσµες επιπτώσεις στην οικονοµία: Η περιορισµένη εµπορική δραστηριότητα µπορεί να επηρεάσει αρνητικά την οικονοµία µιας χώρας. Η µείωση των εισαγωγών σηµαίνει περιορισµένες επιλογές για τους καταναλωτές, υψηλότερες τιµές και ενδεχόµενη έλλειψη σε βασικά προϊόντα. Επιπλέον, µε την αύξηση των δασµών και την αποδυνάµωση του διεθνούς εµπορίου, η παραγωγικότητα και η καινοτοµία ενδέχεται να µειωθούν, καθώς οι επιχειρήσεις δεν έρχονται αντιµέτωπες µε τον διεθνή ανταγωνισµό και δεν έχουν κίνητρο να βελτιώσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.
Β) Οι Υψηλοί ∆ασµοί ως Κίνητρο για Μεταφορά Ξένων Εταιρειών στις Ηνωµένες Πολιτείες
Η πολιτική των υψηλών δασµών είναι συχνά ένα µέσο προστασίας της εγχώριας αγοράς, προσφέροντας πλεονεκτήµατα στις τοπικές επιχειρήσεις και αποθαρρύνοντας τις εισαγωγές από το εξωτερικό. Ένας από τους στόχους αυτής της πολιτικής είναι να αποτελέσει κίνητρο για τις ξένες εταιρείες να µεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στις Ηνωµένες Πολιτείες. Με αυτόν τον τρόπο, οι εταιρείες θα µπορούν να αποφύγουν το επιπλέον κόστος των δασµών, αφού η παραγωγή τους θα λαµβάνει χώρα εντός των ΗΠΑ. Σε αυτή την ανάλυση, θα εξετάσουµε αν η πολιτική των υψηλών δασµών είναι αποτελεσµατική για να πείσει τις ξένες εταιρείες να µεταφερθούν στις Ηνωµένες Πολιτείες και τις ευρύτερες οικονοµικές και κοινωνικές επιπτώσεις µιας τέτοιας πολιτικής.
Β1. Οικονοµικά Κίνητρα και Στρατηγικές Αποφάσεις: Η απόφαση µιας εταιρείας να µεταφέρει την παραγωγή της σε µια ξένη χώρα δεν είναι απλή, αλλά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η επιβολή υψηλών δασµών σίγουρα αυξάνει το κόστος των εισαγωγών, ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν αρκεί για να ανατρέψει οριστικά τις στρατηγικές αποφάσεις των πολυεθνικών εταιρειών. Οι εταιρείες εξετάζουν ένα πλήθος παραγόντων πριν επενδύσουν σε µια νέα τοποθεσία, όπως το κόστος εργασίας, τις υποδοµές, τη διαθεσιµότητα πρώτων υλών και την αγορά εργασίας. Επιπλέον, η αβεβαιότητα γύρω από τη διάρκεια και τη συνέπεια των δασµών συχνά καθιστά τις εταιρείες διστακτικές στο να πάρουν ριζικές αποφάσεις. Εάν η πολιτική των δασµών είναι προσωρινή ή υπόκειται σε αλλαγές λόγω αλλαγής κυβέρνησης ή διεθνών πιέσεων, η µετακίνηση παραγωγής στις ΗΠΑ µπορεί να µη θεωρείται βιώσιµη µακροπρόθεσµη λύση.
Β2. Το Κόστος Μετακίνησης Παραγωγής: Η µεταφορά παραγωγής από µια χώρα σε µια άλλη απαιτεί σηµαντικές επενδύσεις, τόσο σε επίπεδο υποδοµών όσο και σε επίπεδο εργατικού δυναµικού. Η κατασκευή νέων εργοστασίων, η εκπαίδευση νέου προσωπικού και η διαχείριση των αδειοδοτικών διαδικασιών συνεπάγονται υψηλό κόστος και απαιτούν µεγάλο χρονικό διάστηµα. Για πολλές εταιρείες, η απόφαση να µεταφέρουν την παραγωγή τους στις Ηνωµένες Πολιτείες µπορεί να µην είναι οικονοµικά βιώσιµη, ακόµη και µε τους υψηλούς δασµούς.
Β3. Το Ανταγωνιστικό Πλεονέκτηµα της Χαµηλού Κόστους Παραγωγής στο Εξωτερικό: Πολλές εταιρείες επιλέγουν να παράγουν τα προϊόντα τους σε χώρες µε χαµηλότερο κόστος εργασίας και παραγωγής, ώστε να παραµείνουν ανταγωνιστικές στην παγκόσµια αγορά. Ακόµη και µε την επιβολή υψηλών δασµών, το πλεονέκτηµα του χαµηλού κόστους παραγωγής στο εξωτερικό µπορεί να είναι τόσο µεγάλο που να καθιστά την παραµονή στην ξένη χώρα προτιµότερη από την µεταφορά στις ΗΠΑ. Στην πραγµατικότητα, σε πολλές περιπτώσεις, οι δασµοί δεν είναι επαρκώς υψηλοί για να αντισταθµίσουν αυτή τη διαφορά κόστους.
Β4. Επιδράσεις στην Τοπική Αγορά και την Οικονοµία των ΗΠΑ: Εάν οι ξένες εταιρείες αποφασίσουν τελικά να µεταφέρουν την παραγωγή τους στις Ηνωµένες Πολιτείες, αυτό θα µπορούσε να έχει ορισµένα θετικά αποτελέσµατα, όπως η δηµιουργία θέσεων εργασίας και η τόνωση της τοπικής οικονοµίας. Ωστόσο, οι ξαφνικές µετακινήσεις παραγωγής µπορούν να διαταράξουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, και οι υπερβολικά υψηλοί δασµοί µπορούν να οδηγήσουν σε υψηλότερες τιµές καταναλωτικών αγαθών, επιβαρύνοντας τελικά τους Αµερικανούς καταναλωτές.
Β5. Το Ζήτηµα της ∆ιατήρησης της Ελκυστικότητας της Αµερικανικής Αγοράς: Η Αµερικανική αγορά είναι πράγµατι ελκυστική λόγω του µεγέθους της και της ισχύος της αγοραστικής δύναµης των καταναλωτών της. Ωστόσο, η επιβολή υπερβολικά υψηλών δασµών µπορεί να καταστήσει τις εισαγωγές τόσο ακριβές που οι εµπορικοί εταίροι µπορεί να αποθαρρυνθούν να εισέλθουν στην αγορά των ΗΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση, οι δασµοί δεν θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για την εγκατάσταση ξένων εταιρειών αλλά µάλλον θα περιορίσουν τη διαθεσιµότητα αγαθών και θα αυξήσουν τις τιµές για τους καταναλωτές, υπονοµεύοντας το βασικό στόχο της οικονοµικής πολιτικής.
Σε µακροπρόθεσµη βάση, η διατήρηση ενός ισορροπηµένου πλαισίου εµπορίου που προσελκύει επενδύσεις χωρίς υπερβολικούς δασµούς µπορεί να αποδειχθεί περισσότερο αποτελεσµατική στρατηγική για την ενίσχυση της αµερικανικής οικονοµίας. Η πραγµατική πρόκληση για τις ΗΠΑ είναι να διαµορφώσουν ένα επιχειρηµατικό περιβάλλον που να προσελκύει ξένες επενδύσεις µε ευνοϊκές συνθήκες και όχι να στηρίζεται σε αυστηρά προστατευτικά µέτρα που µπορεί να επιφέρουν αντίθετα αποτελέσµατα.
Στην πραγµατικότητα, µε την αύξηση των δασµών, οι Αµερικανοί κατασκευαστές θα πληγούν διπλά. Οι εισαγόµενες πρώτες ύλες τους θα είναι πιο ακριβές λόγω των δασµών, και τα εξαγόµενα προϊόντα τους θα είναι πιο ακριβά λόγω των αντίµετρων. Η εκτίµηση εσόδων από τους δασµούς είναι µόνο περίπου το ένα τέταρτο του εκτιµώµενου κόστους των φορολογικών του προτάσεων. Οι πολίτες, πέρα από την κατά 20% µείωση της αγοραστικής τους δύναµης εξ αιτίας του πληθωρισµού της τελευταίας τριετίας, θα αντιµετωπίσουν ένα δεύτερο κύµα αυξήσεων στα δασµολογούµενα προϊόντα που θα αυξήσει περαιτέρω τον πληθωρισµό.
Η εµπορική πολιτική των ΗΠΑ είχε ήδη µια σειρά από χαµένες ευκαιρίες, ενώ οι αναµενόµενοι δασµοί θα επιδεινώσουν την κατάσταση. Κινδυνεύει να απωλέσει την αγορά της Ασίας η οποία παραµένει βαθιά διασυνδεδεµένη, µε το ενδοπεριφερειακό εµπόριο στην περιοχή να αποτελεί περίπου το 60% του συνολικού εµπορίου στην Ασία, καθιστώντας την τη δεύτερη σε διασυνδεδεµένη περιοχή µετά την ΕΕ. Επιπλέον, περίπου τα 2/3 του εµπορίου στην Ασία αποτελούνται από ενδιάµεσα αγαθά, ένα ποσοστό περίπου 15 % υψηλότερο από άλλες περιοχές.
Όλα αυτά συµβαίνουν ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη µια αναδιάρθρωση των εµπορικών δικτύων. Για παράδειγµα, το µερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές ηλεκτρονικών των ΗΠΑ έχει µειωθεί κατά 17% τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ οι εισαγωγές των ΗΠΑ από άλλες ασιατικές οικονοµίες έχουν αυξηθεί κατά περίπου 10%. Παράλληλα, αυτές οι ασιατικές οικονοµίες έχουν αυξήσει τις εισαγωγές τους από την Κίνα, ιδιαίτερα σε εξαρτήµατα τα οποία συναρµολογούνται στις χώρες αυτές.
*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι αναπληρωτής Καθηγητής -Οικονοµολόγος, Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης, Πολυτεχνείο Κρήτης Σχολή Μηχανικών Παραγωγής και ∆ιοίκησης