Το καλοκαίρι του 1941 βρίσκει την παλιά πόλη των Χανίων τραυματισμένη βαριά από τους βομβαρδισμούς των δυνάμεων του Αξονα. Λίγο καιρό πριν, πρώτα οι Ιταλοί και στη συνέχεια οι Γερμανοί με αεροπορικές επιδρομές είχαν καταφέρει σοβαρά πλήγματα στο ιστορικό κέντρο των Χανίων που μετρούσε τα πρώτα του θύματα. Μαζί με τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν, καταστράφηκαν μια για πάντα και ορισμένα από τα εμβληματικά αρχοντικά της παλιάς πόλης αλλά και δεκάδες ακόμα σπίτια και καταστήματα της περιοχής. Μέσα από τις μαρτυρίες 4 ανθρώπων, που έζησαν τις δραματικές εκείνες ώρες και ημέρες, αλλά και με τη βοήθεια του ιστορικού ερευνητή Μανώλη Μανούσακα οι “διαδρομές” γυρίζουν σήμερα πίσω το ρολόι του χρόνου και κάνουν μια περιήγηση στη βομβαρδισμένη πολιτεία των ετών ’40 – ’41.
Βομβαρδισμοί από Ιταλούς και Γερμανούς
Ο βομβαρδισμός της παλιάς πόλης από τις δυνάμεις του Άξονα, που ισοπέδωσε ένα μεγάλο μέρος της έγινε σε δύο φάσεις, όπως εξηγεί ο ιστορικός ερευνητής Μανώλης Μανούσακας: «Ο πρώτος βομβαρδισμός έγινε την 1η Νοεμβρίου του 1940 από ιταλικά πολεμικά αεροσκάφη που ήρθαν από τη Ρόδο. Πέρασαν αρχικά από τον κόλπο της Σούδας για να χτυπήσουν τις εγκαταστάσεις που υπήρχαν. Εκεί σκοτώθηκαν και οι πρώτοι Χανιώτες. Μεταξύ αυτών ο πατέρας του Τάκη του Χουλιόπουλου που ήταν μόνιμος αξιωματικός και εκείνη την ώρα μαζί με κάποιους φαντάρους φόρτωναν κάποια υλικά σε ένα καράβι καθώς η επιστράτευση είχε ξεκινήσει».
Μετά τη Σούδα τα ιταλικά βομβαρδιστικά συνέχισαν την πορεία τους δυτικά προς τα Χανιά. Πέρασαν από την οδό Αποκορώνου. Εκεί βρίσκονταν μεταξύ άλλων το σπίτι του παλιού Γάλλου γιατρού Βωμ στο οποίο κατοικούσε η οικογένεια Νικολακάκη: «Την ώρα εκείνη είχαν τραπέζι και μεταξύ των καλεσμένων ήταν και ο γνωστός από το λεύκωμα για τη Μικρά Ασία Χανιώτης αξιωματικός Δημοσθένης Κυρμιζάκις, ο οποίος είχε πάρει το χαρτί της επιστράτευσης και μετά το μεσημεριανό ήταν έτοιμος να πάει στη Σούδα για να φύγει. Οταν άκουσαν τα αεροπλάνα οι άνθρωποι που ήταν στο σπίτι βγήκαν στην ταράτσα να δουν τι συμβαίνει. Τότε ο Κυρμιζάκις ακούγοντας τους βομβαρδισμούς τους φώναξε αμέσως να τρέξουν κάτω. Ο ίδιος έμεινε τελευταίος. Το σπίτι βομβαρδίστηκε κι ενώ οι άλλοι πρόλαβαν να πάνε κάτω εκείνος τελικά σκοτώθηκε καθώς πλακώθηκε από τα ερείπια».
Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν στη Νέα Χώρα, στο Πεδίον του Αρεως (το σημερινό Εθνικό Στάδιο) και στην παλιά πόλη. Κύριος στόχος των Ιταλών φασιστών ήταν η Σχολή Χωροφυλακής που βρισκόταν στην Πύλη της Αμμου. Ωστόσο, η Σχολή τελικά δεν βλήθηκε αλλά υπήρξαν θύματα καθώς χτυπήθηκε ένα καφενείο που ήταν κοντά μέσα στο οποίο βρίσκονταν σπουδαστές της Σχολής αλλά και πολίτες.
Σφοδρότεροι και καταστροφικότεροι υπήρξαν οι βομβαρδισμοί που πραγματοποίησαν λίγο καιρό αργότερα οι ναζί. «Οι βομβαρδισμοί αυτοί άρχισαν τον Απρίλιο του 1941 και εντάθηκαν τον Μάιο του 1941. Ο ισχυρότερος βομβαρδισμός, που κάηκε ουσιαστικά η συνοικία του Καστελίου, έγινε λίγο πριν την πτώση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών», σημειώνει ο κ. Μανούσακας και προσθέτει ότι αυτή τη φορά οι κατακτητές είχαν σαν κύριο στόχο το κτήριο της παλιάς 5ης Μεραρχίας. Και αυτή τη φορά, ωστόσο, το κτήριο – στόχος δεν έπαθε σοβαρές ζημιές αλλά η γύρω περιοχή κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε.
Οι καταστροφές που σημειώθηκαν στην παλιά πόλη εκείνη την περίοδο ήταν τεράστιες. Υπολογίζεται ότι πάνω από το 1/3 της πόλης των Χανίων ισοπεδώθηκε. Οι ζημιές στην παλιά πόλη ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Δυστυχώς, ακόμα και κτήρια που δεν είχαν καταστραφεί ολοσχερώς αλλά είχαν υποστεί ζημιές τις ημέρες της κατοχής ή και αργότερα, γκρεμίστηκαν.
Οι συνοικίες που υπέστησαν τις μεγαλύτερες καταστροφές ήταν το παλιό εμπορικό κέντρο, το Καστέλι και η Σπλάντζια και κυρίως το δυτικό της τμήμα. «Αντίθετα ο Τοπανάς βγήκε σχεδόν αλώβητος καθώς οι Γερμανοί πίστευαν ότι μέσα στον Φιρκά υπήρχαν Ιταλοί αιχμάλωτοι. Αυτό δεν ίσχυε, ωστόσο, για καλή τύχη του Τοπανά αυτό δεν το γνώριζαν οι Γερμανοί. Αντίστοιχα η Οβριακή υπέστησε ζημιές κατά το 20%, ενώ στην υπόλοιπη πόλη υπήρξαν σποραδικές καταστροφές», τονίζει ο κ. Μανούσακας.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΥΛΩΝΑΣ: «Εξαφανίστηκε η Δασκαλογιάννη»
«Μέναμε στην οδό Δασκαλογιάννη όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Σε ένα παλιό ξενοδοχείο χαμηλά μετά τον Αγιο Ρόκο δεξιά όπως κατεβαίνουμε προς το λιμάνι. Επτά οικογένειες μέναμε τότε εκεί, οικογένεια και δωμάτιο, για όλους υπήρχαν δύο καμπινέδες. Καταφύγιο τότε ήταν τα παλιά λουτρά κάτω από την πλατεία της “Σπλάντζιας”. Τι καταφύγιο τώρα, με 30 πόντους χώμα, αν έπεφτε βόμβα πάνω θα πηγαίναμε όλοι… άκλαυτοι» θυμάται ο Μανώλης Μυλωνάς που σε ηλικία 11 ετών έζησε την καταστροφή της παλιάς πόλης.
Ο κ. Μανώλης μας μιλάει για τον πρώτο βομβαρδισμό των Ιταλών. «Κτύπησαν τη Σχολή Χωροφυλακής τότε, έπαθε ζημιές η σκεπή κυρίως. Σκοτώθηκαν μεταξύ άλλων ο Λαμπρινός και η Καραρόλενα που έμεναν στο Φάληρο. Ηταν ένα απίστευτης ομορφιάς κτήριο πάνω στο προμαχώνα, το οποίο στη συνέχεια διέλυσαν οι Γερμανοί για να πάρουν τις πέτρες του».
Μαζί με τον κ. Μανώλη περπατάμε τη Χατζ. Νταλιάνη κατευθυνόμαστε στον εκεί Μιναρέ και στο εργοστάσιο του Μαλινάκη που ήταν ένα τμήμα του τζαμιού. «Εδώ!» μας δείχνει ο συνομιλητής μας τη σκεπή «έπεσε η βόμβα στο εργοστάσιο και ο καπνός έβγαινε από το μιναρέ!».
Περπατώντας στην παλιά πόλη ο κ. Μυλωνάς μας εξηγεί πως «αυτοί που ισοπέδωσαν τη παλιά πόλη ήταν οι Γερμανοί. Ειδικά ο λόφος Καστέλι ήταν μοναδικός, υπήρχαν κτήρια και σπίτια μοναδικής ομορφιάς. Τι καλά θα ’ταν να είχαν διατηρηθεί! Αλλος τόπος θα ήταν τα Χανιά!».
Το ίδιο μεγάλες ήταν οι καταστροφές και στα σπίτια της Δασκαλογιάννη. Ελάχιστα κτίσματα γλύτωσαν. «Κάθε μέρα βομβάρδιζαν! Κάθε μέρα! Ακουγες τα αεροπλάνα, τον φοβερό, τρομαχτικό ήχο των βομβών όταν έπεφταν. Οταν πλησίαζε η μέρα της πτώσης των αλεξιπτωτιστών φορτώσαμε τα πράγματα μας σε ένα κάρο και πήγαμε στο Βαμβακόπουλο όπου μέναμε όλοι σε ένα δωμάτιο. Εγώ και η μητέρα μου που ήταν έγκυος γιατί ο πατέρας μου ήταν ακόμα στην ηπειρωτική Ελλάδα (ήταν φαντάρος στο Αλβανικό μέτωπο). Οταν μετά τους βομβαρδισμούς γυρίσαμε, εγώ ξυπόλυτος, είδαμε το παλιό ξενοδοχείο που μέναμε να έχει γίνει ένας τεράστιος όγκος από μπάζα. Εκαιγε το έδαφος από τις βόμβες. Η μάνα μου άρχισε να κλαίει. Ευτυχώς είχαμε αγοράσει ένα σπιτάκι στη Γερασίμου Βλάχου που ετοιμαζόμασταν να μετακομίσουμε που γλύτωσε». Ο κ. Μανώλης θυμάται την κατάρριψη ενός βομβαρδιστικού και την περιέργεια του ίδιου και των άλλων παιδιών να δουν το αεροπλάνο που είχε πέσει και τον καμένο Γερμανό μέσα σε αυτό! Επίσης θυμάται τους Ιταλούς αιχμάλωτους. «Είχαν φέρει από την πάνω Ελλάδα αρκετές χιλιάδες Ιταλούς που τους κρατούσαν οι δικοί μας στην Αγιά. Οταν έπεσαν οι Γερμανοί τους απελευθέρωσαν και οι Ιταλοί όρμησαν στα σπίτια και πήραν ό,τι ρούχα είχαν, γιατί τα δικά τους ήταν διαλυμένα και… έβλεπες έναν Ιταλό να φοράει βράκες και κιλότες, πουκάμισα και στιβάνια» αφηγείται.
Παιδί Μικρασιατών προσφύγων κ. Μυλωνάς δεν μπορεί να ξεχάσει τις άσχημες συμπεριφορές απέναντί τους από τους ντόπιους. «Δυστυχώς πάρα πολλοί ντόπιοι μας αποκαλούσαν πρόσφυγκες, σφίγκους, τουρκόσπορους και τις γυναίκες παστρικές. Αυτή ήταν η αλήθεια…».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΤΩΝΑΚΗΣ: «Χάσαμε το σπιτικό μας»
«Είχε αγοράσει ο πατέρας μου από ένα Τούρκο γιατρό ένα σπίτι τριώροφο απέναντι από τις τεχνικές υπηρεσίες της Περιφέρειας. Το είχε επισκευάσει, το είχε περιποιηθεί και μετά τους βομβαρδισμούς… δεν έμεινε λίθος πάνω σε λίθο» διηγείται ο κ. Χρήστος Μποτωνάκης που ήταν 9 χρονών το 1941. Όπως και οι περισσότερες οικογένειες όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί έτσι και η οικογένεια Μποτωνάκη έφυγε για του “Μπαμπαλή” στον Αποκόρωνα και έπειτα στο Βουλγάρω Κισάμου, το χωριό καταγωγής της μητέρας του.
«Οταν σταμάτησαν οι μάχες, γυρίσαμε κάποια στιγμή πίσω. Από το τριώροφο σπίτι μας, με 18 δωμάτια, δεν είχε μείνει τίποτα! Μια γωνιά είχε γλυτώσει με το τζάκι και από κάτω ένας τενεκές με ζάχαρη, από όλο το σπίτι! Η μάνα μου έκλαψε πολύ βλέποντάς το! Δεν μπορούσαμε να μείνουμε στη Σπλάντζια και γυρίσαμε πάλι στα χωριά μας. Αλλά κατά διαστήματα επειδή υπήρχαν συνέχεια επεισόδια στα χωριά και οι Γερμανοί μας εκτόπιζαν, αναγκαζόμασταν και γυρίζαμε στα Χανιά και μέναμε σε ένα ξάδελφο του πατέρα μου απέναντι από το 1ο Γυμνάσιο. Μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα επιστρέφαμε στο χωριό, γιατί εκεί δεν πεινούσαμε, κάτι τρώγαμε. Στην πόλη δεν υπήρχε τίποτα να φας. Κοντά στο σπίτι του συγγενή μας ήταν η “Κομαντατούρ” και άκουγες όλη ημέρα τις φωνές των ανθρώπων που βασάνιζαν εκεί μέσα. Τις θυμάμαι σαν να ήταν χθες».
O κ. Χρήστος επιστρέφει με τη μνήμη του στην εποχή εκείνη. «Ο λόφος Καστέλι ήταν το… Κολωνάκι των Χανίων. Στενότερος ο κεντρικός δρόμος αλλά καταπληκτικά κτήρια. Μετά τον πόλεμο τι είχε απομείνει; Μόνο βουνά από μπάζα! Το οικόπεδο το δικό μας το ξεμπαζώσαμε το 1957!»
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΣ: «Ολη η Σπλάντζια… χαλάσματα»
«Οι πρώτοι βομβαρδισμοί έγιναν το Νοέμβρη του ’40 από τους Ιταλούς. Πήραμε ό,τι πράγματα είχαμε τότε και πήγαμε οικογενειακώς στον Φρε στον Αποκόρωνα. Τι να κάνουμε στη Σπλάντζια; Να πάμε στα καταφύγια; Τρίχες, καμία ασφάλεια δεν σου πρόσφεραν. Ο κόσμος φοβόταν, πόλεμος ήταν» λέει ο Αντώνης Μπούρμπος.
Θυμάται πώς ήταν η πλατεία πριν τον πόλεμο. «Υπήρχαν πάρα πολλά καφενεία και μαζευόταν πολύς κόσμος, ντόπιοι, χωροφύλακες από τη Σχολή, στρατιωτικοί».
Σε εφηβική ηλικία τότε θυμάται καλά τα γεγονότα. Εμενε κοντά στον Αγιο Νικόλαο. «Ολη η Σπλάντζια ήταν χαλάσματα. Είναι δύσκολο να σου περιγράψω. Το δε Καστέλι είχε διαλυθεί, το ίδιο και οι καμάρες, το γεφυράκι. Το πατρικό μου σπίτι πήρε φωτιά από εμπρηστικό βλήμα γιατί ήταν ξύλινο το πάτωμα αλλά δεν κάηκε ολόκληρο. Εκείνες τις ημέρες έχασα και τον πατέρα μου. Ηταν υπάλληλος στα 3 Τ (στην τηλεφωνία της εποχής) και είχαν πάει στο Μάλεμε για να φτιάξουν κάτι γραμμές και τους ξεπάστρεψαν οι Γερμανοί».
Πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσει να ανοικοδομηθεί η περιοχή καθώς χρόνια μετά το τέλος της κατοχής, υπήρχαν ακόμα πολλά μπάζα και άλλα σημάδια των βομβαρδισμών.
ΑΡΓΥΡΩ ΧΙΩΤΗ: «Αυτό ήταν το βιος μας»
Παιδί προσφύγων και η Αργυρώ Χιώτη γεννήθηκε το 1928 και το 1941 ήταν 13 ετών. «Οι γονείς μου είχαν ζήσει τον πόλεμο γιατί ήλθαν από τη Μικρά Ασία και όταν ξεκίνησαν να πέφτουν οι βόμβες ήξεραν από τον ήχο των σειρήνων αν ξεκινάει ή τελειώνει ο βομβαρδισμός. Κάποια στιγμή, οι γονείς μου όπως και άλλοι αποφασίσαμε να φύγουμε από την πόλη και πήγαμε στη Μαλάξα για μεγαλύτερη ασφάλεια γιατί τα αεροπλάνα έρχονταν κάθε μέρα. Βλέπαμε τα αεροπλάνα να ρίχνουν τις βόμβες στη Σούδα και στα Χανιά, είδαμε και τους αλεξιπτωτιστές όταν έπεσαν» σημειώνει η κα Αργυρώ.
Στη Μαλάξα έμειναν 5 ημέρες, κοιμόντουσαν στα χωράφια. Επειτα όταν κόπασαν οι μάχες, γύρισαν πίσω στην πόλη. Μαζί με τη κα Αργυρώ περπατάμε από το σπίτι της σήμερα στην οδό Δασκαλογιάννη προς την Καψοκαλυβών, ένα στενό δρομάκι στη Σπλάντζια πάλι. Μας δείχνει ένα παλιό διώροφο σπίτι. «Αυτό ήταν το σπίτι μας τότε! Τρέμαμε όταν γυρίζαμε γιατί βλέπαμε ότι τα πάντα είχαν καταστραφεί. Το σπίτι αυτό το είχαν αγοράσει οι γονείς μου με πολλές στερήσεις και ήταν σίγουροι πως θα το βρουν καμμένο! Τελικά όλα γύρω είχαν καταστραφεί το σπίτι μας είχε απομείνει! Ήταν από τα λίγα που γλύτωσαν. Καταλαβαίνετε τη χαρά μας» καταλήγει την αφήγηση της.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ: ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΝΩΛΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑ