Βοσκάκι ηλιοπλουμιστό
σε ρεματιές με ριάκια
δροσοσταλιές του λούζουνε
κορμάκι με μαλάκια.
Τα μάτια ντου σφαλίζανε
κάτω απού τ’ αστέρια
κι ο ύπνος το ξεκούραζε
με του βουνού τ’ αέρια.
Τσι νύχτες τα μυστήρια
τ’ άρεσε να κοιτάζει
μα και ν’ αρφουγκάζεται
κάθε πουλί που κράζει.
Το ποταμάκι άκουγε
με τσι πηγές να τρέχουν,
και τσι ψυθίρους των πουλιών
όσα ύπνο δεν έχουν.
Η φύση το δασκάλευε
του μάθενε τραγούδια
στιχάκια σαν σιγλώνιαζε
θορώντας τα λουλούδια.
Π’ άνθιζουν π’ ελουλούδιζαν
με μυρωδιές μεθούσαν,
μ’ αγάπη τα καμάρωνε
και του σιγομιλούσαν.
Βοσκάκι ηλιοπλουμιστό
φεγγαροχαδεμένο
μεγάλωνε και θέριευε
σα να ‘ταν μαγεμένο.
Πλούσιο με πλούτο του σοφού
και πολυσπουδασμένο
η γη μαζι κι ο ουρανός
το ‘χαν μεγαλομένο.